Actions

Work Header

Μια Νέα Γνωριμία

Summary:

Όταν η νεαρή Πεισματίνα έρχεται στο γαλατικό χωριό στις Ακτές της Αρμορικής, η ζωή του Αστερίξ παίρνει άλλη τροπή. Η μικρή δεν αντέχεται. Είναι ισχυρογνώμων, απόλυτη και εθνικόφρων. Έχει μανία να σκοτώνει τους καημένους τους Ρωμαίους, φοράει παντελόνια, κουβαλάει όπλα και θέλει να έρχεται μαζί σε κάθε περιπέτεια. Η σχέση τους περιπλέκεται όλο και περισσότερο, οδηγώντας έκαστο σε νέες συνειδητοποιήσεις για τους εαυτούς τους, τη ζωή και τον έρωτα. Κερασάκια στην τούρτα: το πονηρό βλέμμα του Πανοραμίξ που ό,τι δεν ξέρει ήδη το προβλέπει και η στωική σοφία του Οβελίξ, που έχει φιλοσοφήσει τη ζωή όσο κανένας άλλος.

Notes:

Καλωσήρθατε αγαπητοί αναγνώστες!!
Η ιστορία αυτή θα ακολουθήσει μερικά από τα πρωτότυπα τεύχη του Goscinny και Underzo. Ο νέος χαρακτήρας, η Πεισματίνα, θα επηρεάσει ως έναν βαθμό την πλοκή του καθενός. Βασιζόμενη στην υπόθεση ότι ο αναγνώστης είναι εξοικειωμένος με αυτές τις ιστορίες, η δουλειά αυτή θα παραλείψει μέρη που παραμένουν αυτούσια κι ανεπηρέαστα από την παρουσία της Πεισματίνας.
Disclaimer! Οτι αναγνωρίζετε ανήκει στους δημιουργούς, όπως και επίσης κάποιες ατάκες που πήρα αυτολεξεί από τα κόμιξ, κυρίως για να βοηθάνε στην ροή και ως ένδειξη για το σε ποιό σημείο βρισκόμαστε στην αφήγηση.

Τα στερεότυπα για τις γυναίκες βασίζονται στις εντυπώσεις μου από τα αρχικά τεύχη του Goscinny και του Underzo.
Η ιδέα ότι ο Πανοραμίξ βρίσκει την ιδέα γυναικών δρυιδισών από απρεπή έως και γελοία, βρίσκεται στο τεύχος Ρόδο και ξίφος. Πολύ λίγα ιστορικά δεδομένα είναι γνωστά για τη ρωμαϊκή Γαλατία, κι αυτά κυρίως από ρωμαϊκές πηγές, συνεπώς οι πληροφορίες στη διάθεση μας είναι περιορισμένες.
Βρήκα πηγές που έλεγαν πως οι γυναίκες Κελτισες δεν είχαν κατώτερη κοινωνική θέση από τους άντρες. Συμμετείχαν στους πολέμους και μπορούσαν να αποφασίζουν τη μοίρα τους, όπως και οι άντρες. Όμως αυτές οι πηγές μιλούσαν για μεταγενέστερους αιώνες, κι όχι για το έτος 50 π.Χ., που όπως όλοι ξέρουμε είναι ο χρόνος των περιπετειών του Αστερίξ.
Όμως καθώς δεν είδα τίποτα τέτοιο στα τεύχη, σε αυτή τη δουλειά θα προτιμήσω να ακολουθήσω τον κανόνα των δημιουργών, παρά τα ισχνά ιστορικά δεδομένα. Θεώρησα ότι θα είχε περισσότερο ζουμί έτσι.

Μην ξεχνάτε!! Τα σχόλια σας μου είναι πολύτιμα! Ένα kudos ή μια μικρή προτασούλα μπορούν να μου φτιάξουν τη μέρα με τρόπο απερίγραπτο!! Γι' αυτό μην ντρέπεστε! Αν γελάσετε, αν βαρεθείτε, αν σιχαθείτε ή αν θαυμάσετε, παρακαλώ αφήστε ένα σχόλιο και πείτε το μου!!!

Αυτά για τώρα!! Ελπίζω να απολαύσετε αυτή την ιστορία όσο κι εγώ την απόλαυσα γράφοντας την!!

Chapter 1: ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Το Συνέδριο

Notes:

(See the end of the chapter for notes.)

Chapter Text

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το Συνέδριο

 

Ήταν παραμονές μεσοκαλόκαιρου και η κοιλάδα που απλωνόταν μπροστά από το δάσος των Καρνουτών ήταν γεμάτη ήχους και μυρωδιές.

Ο Αστερίξ και ο Οβελιξ συνόδευαν για ακόμη μια φορά  τον Πανοραμίξ στο ετήσιο συνέδριο Δρυϊδών. Έφτασαν στην είσοδο του Δάσους των Καρνουτών, τον παραδοσιακό τόπο συνάντησης, τρεις ώρες νωρίτερα από την επίσημη ώρα έναρξης. Ο ήλιος δεν είχε ακόμη προβάλλει πίσω από τα βουνά στο βάθος και η γαλήνια ηρεμία της νύχτας δεν είχε απελευθερώσει ακόμα τη φύση από το πέπλο της.

Ο Οβελίξ είχε ήδη αναχωρήσει προς αναζήτηση βρώσης, πριν καλά καλά ο Πανοραμίξ προλάβει να στρωθεί σε μια λειασμένη πετρα. Ο Αστερίξ καταπιάστηκε με την φωτιά, συζητώντας με το Δρυΐδη για τους εορτασμούς της ημέρας, όταν μια γυναικεία τσιρίδα ακούστηκε από κάπου κοντά.

Οι δύο Γαλάτες περιήλθαν αμέσως σε κατάσταση συναγερμού.

«Μα μόνο άκουσε με!»

 «Όχι, κορίτσι μου, όχι! Πόσες φορές πρέπει να στο εξηγήσω;» Διέκοψε μια δεύτερη, αντρική φωνή.

Για λίγο, οι δυο Γαλάτες είχαν μείνει να κοιτάνε προς τα δεξιά, εκεί που ένα ανώμαλο μονοπάτι χώριζε το δάσος από την κοιλάδα πιο κάτω. Οι φωνές δεν έρχονταν από μακριά, όμως ένα ανάχωμα στις παρυφές του δάσους έκρυβε τους μεν από τη θέα των δε.

«Μα θα μεταμφιεστώ και κανείς δεν θα καταλάβει τίποτα-» Παρακάλεσε για ακόμη μια φορά η κοριτσίστικη φωνή.

«Τίνα!»

«Έχω τόσες ιδέες, τόσα που θα μπορούσα να προσφέρω!»

«Μα δεν αναγνωρίζεις ιερό και όσιο;»

«Έλα τώρα, θείε!» Ο στεγνός, εριστικός τόνος της νεαρής ταξίδεψε ως τα αυτιά του Αστερίξ με ακόμη μεγαλύτερη ευκρίνεια από ότι οι τσιρίδες της. «Πως γίνεται να θεωρείς ιερή μια πρακτική που κρατάει τη γνώση περιορισμένη στα χέρια μόνο λίγων εκλεκτών;»

Κατά τα μερικά δευτερόλεπτα σιωπής που ακολούθησαν, ο Αστερίξ μπορούσε να φανταστεί την εικόνα των δύο συνομιλούντων ακόμη κι αν τη δεδομένη στιγμή οι φιγούρες τους δεν είχαν ακόμη φανεί. Η νεαρή πρέπει να είχε στρέψει τη ικετευτική ματιά της στον άντρα. Ο θείος της από τη μεριά του θα πρέπει να αναστέναζε κουρασμένα, γιατί τα επόμενα του λόγια δεν θα είχαν φτάσει στα αυτιά των Γαλατών αν ο άνεμος δεν φυσούσε προς την κατεύθυνση τους.

 «Πόσες φορές πρέπει να το εξηγήσω;»

Καθώς ο άντρας ξεκίνησε να εξηγεί τη λογική του (για χιλιοστή φορά, ο Αστερίξ συμπέρανε από τον κουρασμένο τόνο του και την ετοιμότητα με την οποία απέκρουε ό,τι επιχείρημα προλάβαινε να ξεστομίσει το κορίτσι), ο Πανοραμίξ καθάρισε το λαιμό του διακριτικά. Ο Αστερίξ στράφηκε προς το μέρος του. Ο Πανοραμίξ κρυφογελούσε, αλλά με το ζευγάρι να πλησιάζει ο Αστερίξ δεν το βρήκε έξυπνη κίνηση να ανακρίνει το δρυΐδη για περαιτέρω λεπτομέρειες. Άσε που από ότι φαινόταν ο άντρας που συνόδευε το κορίτσι ήταν και αυτός δρυΐδης, και ο Πανοραμίξ δεν θα κουτσομπόλευε ποτέ κάποιον που ανήκε στην τάξη του. 

Οι φωνές έρχονταν από πιο κοντά τώρα. Ο Αστερίξ δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Έκλεψε μια ματιά προς τη κούρβα του αναχώματος. Δυο φιγούρες μόλις που φαίνονταν να περπατούν προς το μέρος τους. Μια κοντή και στροyμπουλή, ντυμένη με τον άσπρο μανδύα του δρυΐδη, και μια ψηλή και λυγερή, τυλιγμένη σε μια γκρίζα κάπα που άγγιζε το έδαφος.

Η κοπέλα προχωρούσε με μεγάλα, κοφτά βήματα, και κρατούσε τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος της, ως μιαν ακόμη εκδήλωση ανυπακοής. Ο δρυΐδης θείος της είχε τον αέρα ενός υπομονετικού ανθρώπου που κινδύνευε να φτάσει στα όριά του. Είχε λαχανιάσει από την προσπάθεια να  συναγωνιστεί τις μεγαλύτερες δρασκελιές της κοπέλας. Αν ο Αστερίξ μάθαινε ότι αυτό το θέμα συζήτησης επαναλαμβανόταν κάθε μέρα τα τελευταία δέκα χρόνια, δεν θα εκπλησσόταν καθόλου.

Ήταν και οι δύο τόσο απορροφημένοι στη λογομαχία τους που δεν συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν οι μόνοι που είχαν φτάσει τόσο νωρίς.

«Οι γυναίκες,» συνέχισε ο μικροσκοπικός δρυΐδης, «και ιδιαίτερα οι νεαρές γυναίκες, δεν μπλέκονται με τέτοιες ασχολίες. Για αιώνες τώρα, έχουν επωμιστεί τη δύσκολη δουλειά της διαχείρισης του σπιτικού. Μπορεί να μην είναι τόσο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική, όμως πόσους άνδρες έχεις γνωρίσει που μπορούν να μαγειρεύουν, να πλένουν και να μεγαλώνουν και παιδιά; Και αν αυτό δεν είναι αρκετό, τότε δεν σου είναι αρκετό αυτό το τόξο και τα βέλη που περιφέρεις με τόσο περηφάνεια; Ή μήπως ξέχασες πόσους μπελάδες μόνο η όψη τους σου έχει προκαλέσει;»

«Σε λίγο θα μου πεις ότι φταίω εγώ που οι άνδρες-»

«Ναι, Τίνα, φταις. Δεν φταις μόνο εσύ αλλά δεν βοηθάς και την κατάσταση. Θυμάσαι εκείνο το πανδοχείο δύο μέρες πριν; Ήταν ανάγκη να κουβαλήσεις όλο σου τον εξοπλισμό στο δείπνο;»

«Ο εξοπλισμός μου και η δεξιότητα μου σε αυτόν είναι ο λόγος που μου επέτρεψες να σε συνοδέψω! Η δουλειά μου σε αυτό το ταξίδι είναι να σε προστατεύω!»

«Πεισματίνα.» Ο Δρυΐδης αναστέναξε. Σταμάτησε και έπιασε απαλά το μπράτσο της κοπέλας, σταματώντας την κι αυτή. «Θαρρείς πως αν ήθελα κάποιον συνοδό δεν θα μπορούσα να τον βρω; Κάποιον με μεγαλύτερη εμπειρία;»

Η σύντομη σιωπή που ακολούθησε δονούταν από τις απαρχές μιας απογοήτευσης που προμηνυόταν εκρηκτική. «Και τότε τι κάνω εγώ εδώ;» Η κοπέλα μίλησε τόσο σιωπηλά που ο Αστερίξ παραλίγο να μην την ακούσει.

Ο Δρυΐδης έφερε και τα δύο του χέρια στα μπράτσα του κοριτσιού και τα έτριψε προσπαθώντας να την εφησυχάσει. «Γιατί δε μου αρέσει να σε βλέπω στενοχωρημένη, παιδί μου. Είναι γεγονός ότι δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου στο συνέδριο. Κι αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Όμως!» Τόνισε ο θείος, προλαβαίνοντας ακόμη ένα κύμα παρακαλητών. «Σε πήρα μαζί μου μέχρι εκεί που μπορούσα

Με την άκρη του ματιού του ο Αστερίξ είδεπως η κοπέλα είχε αρχίσει να ηρεμεί. Οι ώμοι της χαλάρωσαν, τα χέρια της ξεμπλέχτηκαν, οι γροθιές της ξεσφίχτηκαν. Πήγε να πει κάτι στο θείο της, αλλά εκείνος την πρόλαβε ξανά.

«Αν ήταν στο χέρι μου,» της χαμογέλασε στοργικά, «θα σε έπαιρνα μαζί μου, μόνο και μόνο για να σε δω να χαμογελάς, να σε δω να γουρλώνεις τα μάτια μπροστά στα θαύματα που θα γινόσουν μάρτυρας.» Της χάιδεψε το μάγουλο. «Το ξέρεις αυτό.»

Η στάση του κοριτσιού είχε μαλακώσει αρκετά για να συναγωνιστεί τη στοργή του θείου της. «Επειδή ξέρεις πόσο καλή είμαι.» Είπε, και ακούστηκε πιο πολύ σαν παράκληση, παρά σα δήλωση.

Ο Δρυΐδης ένευσε θετικά, αλλά τα επόμενα λόγια του ήταν ένα κράμα πειράγματος και παραίνεσης. «Και για να δεις πόσο καλύτερη μπορείς να γίνεις.»

Το κορίτσι εξέπνευσε ένα μικρό, ειρωνικό γελάκι, όμως κανένα ίχνος από τον προηγούμενο επιθετικό της τρόπο δεν είχε απομείνει. Ίσα ίσα, τα λόγια του θείου της πρέπει να την εξευμένισαν.

«Αυτή η δίψα σου για γνώση είναι άξια επαίνων, κορίτσι μου, αξιοθαύμαστη και σου εύχομαι να μην την χάσεις ποτέ. Κάνε υπομονή και στο μέλλον, μόνο ο Μπελένος ξέρει που θα βρεθείς.»

Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον, ο θείος ενθαρρυντικά, η ανιψιά παρά τη θέληση της.

 «Αλλά μέχρι τότε, δεν πετάγεσαι στο ρυάκι. Χρειαζόμαστε νερό.»

Το κορίτσι αρχικά δίστασε να τον αφήσει μόνο του, όμως ο Δρυΐδης επέμεινε ότι στις παρυφές του Ιερού Δάσους δεν κινδύνευε, άσε που η ύπαρξη φωτιάς στο βάθος υπονοούσε ότι κάποιος από τους συναδέλφους του είχε ήδη καταφτάσει.

«Μα δε μύρισα φωτιά.» Το κορίτσι αντιπαρέβαλε. Μέσα στην αναστάτωση της δεν είχε συνειδητοποιήσει πως είχε ακροατήριο.

Ο Αστερίξ ατένισε αφηρημένα τον ουρανό, όπου η ορατότητα των αστεριών είχε ήδη αρχίσει να μειώνεται. Ψιλοντράπηκε για λογαριασμό του κοριτσιού, που τα προσωπικά της είχαν εκτεθεί σε αυτιά ξένων πριν κάνει την γνωριμία τους.

Σύντομα το κορίτσι απομακρύνθηκε προς το ρυάκι και η στρουμπουλή φιγούρα προσέγγισε τους καθιστούς Γαλάτες.

Οι χαιρετούρες και οι εναγκαλισμοί που ακολούθησαν ήταν οι παραδοσιακοί και συνηθισμένοι, επαναλαμβανόμενοι ετήσια, και εκτυλισσόμενοι λες και οι δρυΐδες δεν είχαν περάσει ένα χρόνο χώρια, αλλά δέκα. Αποδείχθηκε τελικά ότι ο Καλοκαγαθίξ, ο θείος της κοπέλας ονόματι Τίνα, ήταν παλιός φίλος του Πανοραμίξ. Έτσι λοιπόν οι δύο Δρυΐδες βολεύτηκαν κοντά στη φωτιά, ενώ τα αηδόνια ξεκινούσαν να προμηνύουν την αρχή της μέρας. Δεν φαινόταν να ανησυχεί που τα προσωπικά τους είχαν βγει στη φόρα.  Συγκεκριμένα τους ρώτησε ευθέως, αν και με μια κάποια κούραση, πόσα από τα ειρημένα είχαν ακούσει.

Ο Αστερίξ άφησε τους δύο παλιούς φίλους να πουν τα δικά τους, περί νεότητας και απειθαρχίας, επαναστατικότητας και πείσματος. Ο Καλοκαγαθίξ μίλησε με νοσταλγία για την αδερφή του, τη μητέρα της Τίνας που την είχε πάρει μακριά της η αρρώστια όταν το κορίτσι δεν είχε κλείσει ακόμη δέκα χρόνια στη γη. Τα μάτια του έλαμπαν όταν αφηγήθηκε αποσπάσματα από τα κατορθώματα της μικρής τα ακόλουθα οκτώ χρόνια κι η ανησυχία που τσαλάκωνε το πρόσωπο του ήταν αντάξια ενός πραγματικού γονέα, όταν περιέγραψε πως η κοπέλα, παρ’ όλα τα χαρίσματα της, δυσκολευόταν να κάνει παρέες.

«Και συνεχίζεις να την διδάσκεις, παλιόφιλε;» Ρώτησε ο Πανοραμίξ. «Από ότι θυμάμαι είχες τις αμφιβολίες σου στην αρχή.»

Ο Καλοκαγαθίξ αναστέναξε με τρόπο που ταίριαζε με το όνομα του. «Άμα την έβλεπες πως επέμενε θα είχες παραμερίσει κι εσύ τις αμφιβολίες σου, Πανοραμίξ. Έχω βάλει τα όρια μου σε ότι σχετίζεται με την δρυϊδική, ειδικά την παρασκευή φίλτρων,» συνέχισε με όση αυστηρότητα το στρογγυλό και χαρωπό του πρόσωπο μπορούσε να εκφράσει, «όμως, σε ρωτώ, που βλέπεις το κακό να μαθαίνει ο άνθρωπος πέντε πράγματα; Να ξέρει να ξεχωρίζει τα βότανα, ας πούμε, ή να φτιάχνει γιατρικά;»

«Και λίγη ιστορία και μυθολογία, ίσως και λίγη στρατηγική;» Τον πείραξε καλοπροαίρετα ο Πανοραμίξ.

«Καταλαβαίνω που το πας, παλιόφιλε,» του χαμογέλασε πονηρά ο Καλοκαγαθίξ, «αλλά οι δρυΐδες είμαστε πολλά περισσότερα από στεγνή γνώση και τις υπηρεσίες που προσφέρουμε. Είμαστε η λευκή μας ρόμπα και ο κόκκινός μας μανδύας. Είμαστε ιερείς και σοφοί και επίτιμα μέλη κάθε κοινότητας.»

«Και το κορίτσι δεν μπορεί ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο, όση γνώση κι αν έχει.»

Ο Αστερίξ γνώριζε τον Πανοραμίξ από τότε που φορούσε πάνες (ο ίδιος, όχι ο Πανοραμίξ, φυσικά). Σήμερα, μετά από τριάντα χρόνια στενής επαφής και φιλίας, ήταν από τους λίγους στο χωριό που δεν αντιμετώπιζε συχνά δυσκολίες στο να αποκωδικοποιεί τις πιο λεπτές αποχρώσεις της συμπεριφοράς του δρυΐδη. Κι όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν σίγουρος για τα πραγματικά αισθήματα που κρύβονταν πίσω από το μυστήριο χαμόγελο του. Ή τα καλοπροαίρετα πειράγματα, ή το διαπεραστικό βλέμμα που συνόδευσε τα τελευταία του λόγια προς τον παλιό του φίλο.

Έφερε το σχόλιο του αυστηρότητα, ακόμη και αποδοκιμασία; Μήπως ήταν ένας έμμεσος τρόπος να εκφράσει συμπόνια και κατανόηση για έναν κατ’ουσίαν πατέρα ο οποίος έπρεπε να συντρίψει τα όνειρα μιας νεαρής ψυχής πριν ακόμη αρχίσουν; Ή μήπως ο Πανοραμίξ είχε απλά προσπαθήσει να προειδοποιήσει τον συνάδελφο του σχετικά με τα όρια που επέβαλλε η τάξη τους, αφότου είχε καταστεί προφανές ότι φλέρταρε ήδη με την παρατυπία;

Ο κοντύτερος δρυΐδης δεν πρέπει να αντιμετώπισε τις ίδιες δυσκολίες με τον Αστερίξ πάντως γιατί κανένα σημάδι διερώτησης δεν φάνηκε στην έκφραση του προσώπου του. Μόνο επέστρεψε τη ματιά του παλιού του φίλου, με μια μείξη συναισθημάτων υπερβολικά μπλεγμένη για να αποτυπωθεί με λόγια. Ο Αστερίξ ένιωθε λες και ήταν ξανά παιδί και έβλεπε τους γονείς του να συνομιλούν με νεύματα και ματιές, μοιραζόμενοι μπροστά στα μάτια του ένα ομερτά που δεν τον συμπεριλάμβανε.

Η άφιξη του Οβελίξ με τρια αγριογούρουνα κάτω από τις μασχάλες και το μικρό λευκό σκυλάκο να τον συνοδεύει έλυσε το στιγμιαίο ξόρκι που είχε δέσει τους δύο άντρες. Καταπιάστηκαν να οργανώσουν τους σάκους τους, αναμένοντας με ενθουσιασμό την ανατολή του ηλίου που θα σήμανε την αρχή του συνέδριου. Εντωμεταξύ, η προσοχή των δύο πολεμιστών στράφηκε στο φαΐ, με τον Ιντεφίξ να κουρνιάζει στο πλάι τους, οσμιζόμενος ήδη τα κόκκαλα που θα χαιρόταν αργότερα, ενώ οι Δρυΐδες μουρμουρούσαν ήσυχα μεταξύ τους.

Τα δύο πρώτα αγριογούρουνα είχαν ήδη τοποθετηθεί πάνω από τη φωτιά πριν η νεαρή επιστρέψει. Κατέφτασε από την αντίθετη κατεύθυνση από την οποία είχε φύγει, σκαρφαλώνοντας με γοργό βήμα μια πλαγιά ακόμη πράσινη με τα τελευταία καλοκαιριάτικα χορτάρια. Η μελαχρινή της κώμη φάνηκε πρώτη, μακριά μαλλιά πλεγμένα γύρω από το κεφάλι της.

«Είσαι σίγουρος, βρε Πανοραμίξ;»

Ήταν τα πρώτα λόγια που άκουσε καθαρά ο Αστερίξ για πρώτη φορά μετά την επιστροφή του φίλου του.

«Βεβαίως, παλιόφιλε, μην το συζητάς, κανένα πρόβλημα…» Είπε η φωνή του Πανοραμίξ, καθώς η Τίνα εντόπισε τον θείο της και άρχισε να πλησιάζει. Στο ένα της χέρι κρατούσε έναν δερμάτινο ασκό και στο άλλο έναν σκίουρο, πιθανώς το πρώτο θήραμα της ημέρας. Ο Αστερίξ ήταν της ίδιας άποψης με τον Οβελίξ σε αυτή την περίπτωση: ποιος άνθρωπος στα καλά του μυαλά θα σκότωνε σκίουρο; Τα καταραμένα τρωκτικά ήταν πολύ δύσκολο να πιαστούν και έπρεπε να μαζέψεις πέντε έξι για να βγάλεις το κρέας της ημέρας.

«Θα μείνει με τα παιδιά μέχρι το πέρας του συνεδρίου και μετά, αν είναι σύμφωνη φυσικά, θα την αναλάβω εγώ προσωπικά.»

Αυτά ήταν τα επόμενα λόγια του Πανοραμίξ και ήχησαν δυσοίωνα στο πρωινό ημίφως. Γιατί σε ποιόν άλλον θα μπορούσαν οι δύο γερο-Δρυΐδες να αναφέρονται παρά στην κοπέλα που πλησίαζε, και ποια ήταν τα «παιδιά» αν όχι ο Αστερίξ και ο Οβελίξ;

Η γαλατική αβρότητα ήταν κάτι το αδιαπραγμάτευτο, και φυσικά ο Αστερίξ δεν θα άφηνε ένα μικρό κορίτσι μόνο του σε αυτή την ερημιά, αλλά άλλο το να ρίχνουν ένα βλέφαρο για να σιγουρευτούν ότι έχει να φάει και είναι ασφαλής κι άλλο να νταντεύει μια πεισματάρα έφηβη που νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Ο Λουτετιανός ανιψιός του Μαζεστίξ του ήρθε κατά νου και ο Αστερίξ αναστέναξε σιωπηλά. Γι' αυτό και έμεινε εργένης, για να μην χρειάζεται να ασχολείται με τέτοια πράγματα.

«Τίνα,» αναφώνησε ο Πανοραμίξ όταν η κοπέλα πλησίασε. «Εσύ μάλλον δεν με ξέρεις, αλλά εγώ κάθε χρόνο μαθαίνω τα νέα σου από τον θείο σου.»

Κι άλλες χαιρετούρες ακολούθησαν, και η νεαρή τους ξάφνιασε επιδεικνύοντας μια λιγομίλητη φύση, περιοριζόμενη να νεύει όποτε δεν χρειαζόταν να μιλήσει. Δεν χαμογέλασε, δεν χαζογέλασε και δεν κρυφογέλασε όπως θα περίμενε κανείς από ένα κορίτσι της ηλικίας της. Φάνηκε να κρατάει τον εαυτό της με τρόπο αυστηρό, όχι μουτρωμένο ακριβώς αλλά με μια σοβαρότητα που διασκέδασε τον Αστερίξ γιατί ήταν τόσο απρόσμενη για ένα κορίτσι που πριν λίγη ώρα παρακαλούσε το θείο της να την αφήσει να μεταμφιεστεί για να μπει λαθραία στο συνέδριο.

Μόνον όταν ο Οβελίξ, μπροστά στη νέα γνωριμία θηλυκού γένους, άρχισε να κοκκινίζει πάλι από πάνω μέχρι κάτω, η Τίνα δεν μπόρεσε να διατηρήσει τη μάσκα σοβαρότητας. Αρχικά φάνηκε να βιώνει την αναμενόμενη έκπληξη κι απορία, μπροστά στο θέαμα του δίμετρου πολεμιστή που αδυνατούσε να συναντήσει το βλέμμα της. Ο Αστερίξ έψαξε να βρει κάποιο σημάδι ότι η μικρή είχε πάρει τον φίλο του στο ψιλό, όμως κυρίως ήταν η συμπεριφορά του Οβελίξ που επιδείνωσε τον υπόκωφο εκνευρισμό που ήδη ένιωθε, και μάλιστα για λόγους που ο Αστερίξ είχε επιλέξει χρόνια πριν να μην πολυ-μελετάει. Όμως σύντομα η κοπέλα στένεψε τα μάτια καχύποπτα, λες και η ντροπές του Οβελίξ ήταν κάποιο καταχθόνιο τέχνασμα του οποίου τον σκοπό αδυνατούσε να κατανοήσει.

Την τεταμένη ατμόσφαιρα θρυμμάτισε ο Πανοραμίξ, θίγοντας το θέμα της ημέρας. Προσκάλεσε την Τίνα να έρθει να μείνει μαζί του στο χωριό για μερικές εβδομάδες. Το κορίτσι, ευερέθιστο στο σημείο της νευρικότητας εκ φύσεως από ότι όλα έδειχναν, αντέδρασε λες και ήταν στρείδι που κάποιος προσπάθησε να κλέψει το μαργαριτάρι που έκρυβε ανάμεσα στα σαγόνια του. Η προσοχή της αναπηδούσε αναστατωμένα μεταξύ των δύο Δρυΐδων, κλέβοντας μερικές ματιές ακόμη και προς τους άλλους δύο, λες και ήταν κι αυτοί μέρος της συνομωσίας.

«Μα γιατί να θέλετε να με φιλοξενήσετε;» Ρώτησε με αυθεντικό προβληματισμό.

«Ήταν δική μου ιδέα, βασικά.» Απάντησε ο Πανοραμίξ, χαμογελώντας καλόκαρδα. «Ο θείος σου μου έλεγε ότι δεν πολυσυμπαθείς τη Λουτέτια και περνάς πολύ χρόνο στο δάσος, οπότε σκέφτηκα ότι θα σου αρέσει το χωριό μας.»

Κάτι στην έκφραση της νεαρής μαλάκωσε, όμως όταν έστρεψε την προσοχή της στο θείο της φάνηκε στενοχωρημένη.

«Σε έχω κουράσει, έτσι δεν είναι θείε;»

«Τι  λες τώρα κορίτσι μου;» Τη μάλωσε καλοπροαίρετα εκείνος, πιάνοντας της το χέρι. «Απλά σκέφτηκα ότι θα ενθουσιαστείς με την ιδέα να ζήσεις σε ένα καινούριο μέρος.»

Το στόμα της μικρής στράβωσε, κι ο Αστερίξ χρειάστηκε μερικές στιγμές για να συνειδητοποίησει ότι προσπαθούσε να χαμογελάσει. Όμως φαινόταν να το κάνει πιο πολύ προς τέρψην του θείου της, παρά από δική της. «Και τα μαθήματα μας;» Ρώτησε, και είχε αρχίσει ήδη να συνοφρυώνεται λες και είχε ήδη ακούσει τον θείο της να ανακοινώνει ότι θα ήταν προς το συμφέρον της να κάνει ένα διάλλειμα για λίγες εβδομάδες.

Γι’ αυτό και εξεπλάγη όσο και ο Αστερίξ όταν άκουσε όχι τον θείο της αλλά τον Πανοραμίξ να της απαντάει. «Θα τα αναλάβω εγώ, αν δεν έχεις αντίρρηση.»

Ο Αστερίξ έπρεπε να ομολογήσει ότι αυτό δεν το περίμενε. Άλλο ένας θείος να κάνει τα χατίρια σε μια επίμονη ανιψιά, κι άλλο ο Πανοραμίξ να δέχεται χαμογελαστός να συνεχίσει την παρατυπία του συναδέλφου του.

Η Τίνα έλαμψε ολόκληρη, ξεχνώντας προς στιγμήν την εκστρατεία της να παρουσιαστεί σοβαρή και μετρημένη. Ακόμη κι αν δεν ήξερε τον Πανοραμίξ, η λευκή του περιβολή ήταν αρκετή να την πείσει ότι είχε πολλά να μάθει από αυτόν. Αυτή η ζέση ήταν που έκανε λοιπόν τον Καλοκαγαθίξ να μην μπορεί να της πει όχι;

Ενώ η γλώσσα της Τίνας άρχισε να ξετυλίγεται καθώς συζητούσαν τα διαδικαστικά με τον Πανοραμίξ, μια άλλη ιδέα πέρασε από το μυαλό του Αστερίξ. Μήπως ο Δρυΐδης είχε κάνει αυτή την πρόταση για να μπορεί να ελέγχει τι πληροφορίες θα είχε στη διάθεση του το κορίτσι, και να εξασφαλίσει έτσι ότι ο θείος της δεν θα υπερέβαινε τα ήδη χαλαρά όρια που προσπαθούσε να διατηρήσει;

Notes:

Τα kudos και τα σχόλια σας είναι ανεκτίμητα για 'μένα!!
Σας ευχαριστώ για την ανάγνωση!!!

Chapter 2: Οι Βάρβαροι

Summary:

Ένα ιντερλούδιο, βασισμένο στο τεύχος "Ο Αστερίξ και Οι Γότθοι" (1963)
Ό,τι αναγνωρίζετε ανήκει στους Goscinny και Underzo, ό,τι δεν αναγνωρίζετε ανήκει σε μένα.

Notes:

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ!
Ακολουθεί συνειδητός φόνος, βία και αίμα.

Όπως πάντα, τα σχόλια σας είναι ανεκτίμητα!

Καλή Διασκέδαση!!!

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΟΙ ΓΟΤΘΟΙ

Κεφάλαιο 1: Οι Βάρβαροι

 

 «Απλά μην απομακρυνθείς πολύ.» Κατέληξε κουρασμένα ο Αστερίξ, ανίκανος να σταματήσει την Τίνα που είχε βαλθεί να εξερευνήσει την περιοχή. «Και μην μπεις στο δάσος!» Της φώναξε ενώ εκείνη είχε ήδη αρχίσει να κουτρουβαλάει την πλαγιά, τόξο και φαρέτρα να τραντάζονται στον ώμο της.

Το πρώτο μισό της ημέρας είχε κυλήσει ήρεμα, με τους δύο φίλους να απαντούν στα ερωτήματα της μικρής για το χωριό τους. Ο Οβελίξ είχε ξεχάσει τις ντροπές του αφότου βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει για καυγάδες, Ρωμαίους και αγριογούρουνα.  Μέχρι που την μάλωσε που δεν μπόρεσε να τελειώσει μόνη της ούτε ένα τόσο δα μπούτι από ένα αγριογουρουνάκι.

«Μαγικό ζωμό;» Αναρωτήθηκε η κοπέλα και ο Οβελίξ της εξήγησε με περηφάνια ότι είχε πέσει μέσα σε μια γεμάτη χύτρα όταν ήταν μικρός. Ο ενθουσιασμός της Τίνας για τα μαθήματα της με τον Πανοραμίξ αυξανόταν όσο περνούσε η ώρα. Ακόμη κι αν δεν θα μάθαινε ποτέ τη μυστική συνταγή, μόνο το να βρίσκεται κοντά σε αυτόν που την είχε εφεύρει της έφτιαχνε τη διάθεση.

Σύντομα όμως, αφού έφαγαν τα αγριογούρουνα και τον τσουρούτικο σκίουρο, η Τίνα άρχισε να τρώγεται με τα ρούχα της. Προσπέρασε τις αμφιβολίες του Αστερίξ λέγοντας του ότι συχνά άφηνε το σπίτι τους θείου της στις παρυφές της Λουτέτιας και εξαφανιζόταν μόνη της στο κοντινό δάσος. Όταν ο Αστερίξ τόνισε ότι δεν τον ένοιαζε τι έκανε στη Λουτέτια, αλλά τον ένοιαζε αν πάθαινε κάτι όσο ήταν υπό την προστασία του, η μικρή σταύρωσε τα χέρια και τον αγριοκοίταξε, καθιστώντας του σαφές ότι δεν χρειαζόταν κηδεμόνα.

«Παιδιά, ε, Αστερίξ;» Αναστέναξε ο Οβελίξ, και χασμουρήθηκε νυσταγμένα.

Ο Αστερίξ αμφέβαλλε αν κανένας από τους δύο εργένηδες ήξερε το παραμικρό πράγμα για τα παιδιά, αλλά άφησε τον φίλο του στη σιέστα του και βολεύτηκε να παρακολουθεί την κοιλάδα μπροστά του, διακρίνοντας που και που τη λυγερή φιγούρα της Τίνας.

Ήταν ένα όμορφο μέρος, καταπράσινο και γόνιμο. Η προαναφερθείσα κοιλάδα απλωνόταν από τις παρυφές των βουνών μπροστά τους και ένα ρυάκι τη διέσχιζε και χανόταν στο δάσος πίσω τους.

Όταν πια ο μεσημεριανός ήλιος σταμάτησε να καίει και άρχισε να πέφτει προς το δάσος, ο Οβελίξ ξύπνησε και ανακοίνωσε ότι πεινάει. Οι δυο τους σηκώθηκαν να κυνηγήσουν σε ένα δασύλλιο λίγο πιο κάτω, όπου βρήκαν το κορίτσι σκυμμένο πάνω από ένα θάμνο. Η μικρή ήθελε να συνεχίσει να περιπλανιέται, όμως αυτή τη φορά ο Αστερίξ ήταν αμετάκλητος, γιατί το δειλινό δεν θα αργούσε να έρθει.

 «Εξήγησε μου πως το ‘ξερα ότι θα μας κάνεις τη ζωή δύσκολη;» τη ρώτησε καθώς εκείνη πάλευε να απελευθερωθεί από τη λαβή του Οβελίξ, ο οποίος την είχε φορτώσει στον ώμο του σαν σακί με πατάτες και δεν έδειχνε να ενοχλείται καθόλου από τον τρόπο που πάλευε.

«Μόνος σου κάνεις τις ζωές και των δυό μας πιο δύσκολες, γιατί αρνείσαι να με εμπιστευτείς!» Φώναξε η κοπέλα.

«Καλά, τι έκανες εκεί έξω ολομόναχη τόσες ώρες;» Την ρώτησε ο Αστερίξ, αρνούμενος να τσιμπήσει το δόλωμα για περαιτέρω καυγά.

«Και τι δεν έκανα, να ρωτάς καλύτερα!» Απάντησε με έναν ενθουσιασμό που δεν ήταν εντελώς εκνευριστικός. Χαμογελούσε πλατιά καθώς απαριθμούσε τα μέρη και τα ζώα που είδε και τα φυτά που μάζεψε και βάλθηκε να τους τα συστήσει ένα προς ένα, με το γαλατικό τους όνομα και το λατινικό, τις ιδιότητες και τις χρήσεις τους.

Μετά από δυο τρία ο Αστερίξ είχε ήδη αρχίσει να τρίβει το κούτελό του και να μετανιώνει την ώρα και τη στιγμή που ρώτησε. Από την άλλη βέβαια, ίσως θα έπρεπε να ευγνωμονεί τον Τουτατή που το κορίτσι μπορούσε να απασχολήσει τον εαυτό του χωρίς να τους χρειάζεται.


Η δύση είχε επέλθει προ πολλού και η θράκα της φωτιάς τους ήταν πια η μόνη πηγή φωτός.

Το Δάσος έχει αδειάσει από δρυΐδες εδώ και ώρα, όμως ούτε ο δικός τους δρυΐδης ούτε και ο Καλοκαγαθίξ είχαν φανεί. Ο Αστερίξ όλο και κοίταζε ανήσυχα προς το δάσος, αναπηδώντας στον παραμικρό ήχο, ενώ η Τίνα βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω μπροστά στην αρχή του μονοπατιού.

«Εγώ θα μπω.»

Καθώς η κοπέλα δεν έλεγε τίποτα άλλο εδώ και ώρα, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν έκανε καμιά κίνηση να πραγματοποιήσει την απειλή της, κανένας από τους δυό Γαλάτες δεν μπήκε στη διαδικασία να αποκριθεί.

«Ιερό, ξε-ιερό, η κατάσταση βρωμάει.» Ξεφύσηξε ο Αστερίξ και αποφάσισαν επιτέλους να μπουν για να ψάξουν τους δρυΐδες τους.

Προχώρησαν στο μονοπάτι κρατώντας δαυλούς που είχαν φτιάξει από τη φωτιά, αλλά ακόμη κι έτσι δεν μπορούσαν να δουν πέρα από δυο βήματα μακριά. Έφτασαν σε ένα μεγάλο ξέφωτο, όπου υπέθεσαν ότι ήταν ο τόπος συνάντησης των δρυϊδών καθώς στο κέντρο απλωνόταν μια πέτρινη πλατφόρμα, περιτριγυρισμένη από μερικούς πέτρινους πάγκους. Όμως το ξέφωτο ήταν άδειο κι εγκαταλελειμμένο.

Ήταν ο Ιντεφίξ που τους οδήγησε πέρα από το ξέφωτο και λίγο πιο βαθιά στο ήσυχο δάσος. Εκεί, ανάμεσα στα πρώτα δέντρα, οι τρεις Γαλάτες βρήκαν τον Καλοκαγαθίξ, οριζοντιωμένο στο έδαφος και αναίσθητο. Και πλάι στον Καλοκαγαθίξ, ένα κράνος που δεν έμοιαζε ούτε με γαλατικό αλλά ούτε και με ρωμαϊκό.

«Θείε!» Αναφώνησε η Τίνα και έτρεξε να γονατίσει πλάι του. Έπιασε τον καρπό του και αναστέναξε από ανακούφιση, έπειτα ψαχούλεψε στο σάκο της και έβγαλε ένα σακουλάκι το οποίο του έχωσε κάτω από τη μύτη. Ο Καλοκαγαθίξ ξύπνησε ξαφνικά και μόλις συνήλθε λίγο, τους εξήγησε την κατάσταση.

Το συνέδριο είχε ολοκληρωθεί με την ανακοίνωση του νικητή του διαγωνισμού για τον καλύτερο δρυΐδη της χρονιάς. Ο Πανοραμίξ και ο μαγικός του ζωμός είχαν κερδίσει αυτή την τιμή, και οι δρυΐδες είχαν αρχίσει ήδη να αποχωρούν, όταν ο Πανοραμίξ είπε στο φίλο του να τον περιμένει για να φύγουν μαζί, ενώ εκείνος πήγαινε να μαζέψει τα πράγματα του. Ο Καλοκαγαθίξ τον περίμενε, λοιπόν, όμως έφτασε να έχει απομείνει μόνος του στο δάσος ενώ ο Πανοραμίξ δεν φαινόταν πουθενά. Οπότε ακολούθησε προς την ίδια κατεύθυνση από την οποία ο προηγούμενος είχε φύγει.

Το μόνο πράγμα που θυμόταν μετά από αυτό ήταν τραχείς, μπάσες φωνές να ψιθυρίζουν, και έναν ξαφνικό πόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του.

Όμως τώρα το κράνος που είχε σηκώσει από το έδαφος ο Αστερίξ εξηγούσε τι είχε συμβεί. Οι Γότθοι, ο γειτονικός λαός, για κάποιο λόγο είχαν απαγάγει τον Πανοραμίξ.

«Πάει ο φίλος μας!» Μοιρολόγησε αμέσως ο Καλοκαγαθίξ. «Δεν θα τον ξαναδούμε ποτέ!»

«Σιγά μην τον αφήσουμε στα χέρια των βαρβάρων.» Αντέδρασε αμέσως ο φουρκισμένος Αστερίξ.

«Νόμιζα είναι Βησιγότθοι.» Μονολόγησε απορημένος ο Οβελίξ, έτοιμος παρ’ όλα αυτά να ξεκινήσουν αμέσως για τη Γερμανία.

Ο Καλοκαγαθίξ κοίταξε προβληματισμένα προς την κατεύθυνση της ανιψιάς του. «Θα ερχόμουν κι εγώ μαζί σας, αλλά-»

«Δεν υπάρχει λόγος, Καλοκαγαθίξ.» Απέρριψε την προσφορά του ο Αστερίξ χωρίς περιστροφές. «Μόνο δείξε μου που είναι η χύτρα με τον μαγικό ζωμό.»

Αφού ο Αστερίξ ήπιε ότι είχε απομείνει στη χύτρα και οι δύο φίλοι είπαν ένα σύντομο αντίο, άφησαν πίσω τους θείο και ανιψιά να ψιθυρίζουν μεταξύ τους και κατευθύνθηκαν ανατολικά.

«Οι Βησιγότθοι ειναι δηλαδή οι Γότθοι της Ανατολής;»

«Όχι, Οβελίξ, οι Βησιγότθοι είναι οι Γότθοι της Δύσης. Οι Γότθοι της Ανατολής είναι οι Όστρογοτθοι αλλά όλοι τους ζουν στα ανατολικά από εμάς. Κατάλαβες;»

«Όχι.»

Είχαν φτάσει πια στις παρυφές του δάσους προς τα ανατολικά, αποφασισμενοί να βαδίσουν όλη τη νύχτα και όσο από το πρωινό αντέχανε, όταν την είδανε μπροστά τους. Ειλικρινά, ο Αστερίξ έπρεπε να το περιμένει.

Καθόταν σε μια πέτρα και τους περίμενε.

«Θα έρθω μαζί σας,» ανακοίνωσε η Πεισματίνα.

Ο Αστερίξ κοίταξε προς τον φίλο του για συμπαράσταση, αλλά ο Οβελίξ απλά ανασήκωσε τους ώμους. Δεν έβλεπε τίποτα κακό στο να τους συνοδεύσει μια νεαρή σε μια ξένη χώρα.

«Θα μας καθυστερήσεις,» της είπε ο Αστερίξ βαριεστημένα και προχώρησε να φύγει. Δεν είχαν χρόνο να ασχολούνται με τα γινάτια της όταν ο Πανοραμίξ κινδύνευε στα χέρια των βαρβάρων.

Η Τίνα σηκώθηκε και ήρθε να βαδίσει δίπλα του. «Ξεκίνησα πιο μετά από εσάς κι όμως σας προσπέρασα κι είχα και χρόνο να ξεκουραστώ μέχρι να με προφτάσετε. Δεν θα σας καθυστερήσω καθόλου.»

Αν είχαν χρόνο ο Αστερίξ θα την είχε φορτωθεί στον ώμο και θα την είχε στείλει στη Λουτέτια εξπρές. «Και ο θείος σου; θα γυρίσει μόνος του στη Λουτέτια;»

Είχε μια μικρή ελπίδα να δει ίχνη ενοχής στο πρόσωπο της μικρής, αλλά απογοητεύτηκε.

«Ο θείος καταλαβαίνει γιατί θέλω να έρθω και δεν μπορεί να με σταματήσει.»

Ε όχι! Αναστέναξε ο Αστεριξ εριστικά.

«Κι επίσης το έκανε σαφές ότι οι υπηρεσίες μου του είναι περιττές. Θα ήταν μεγάλος υποκριτής αν παρίστανε ότι τώρα τις χρειάζεται.»

Η Τίνα τυλίχτηκε πιο σφιχτά με την κάπα της και συνέχισε να περπατά, χωρίς να αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα με το γοργό βήμα του Αστερίξ, πιο ταχύ τώρα λόγω του εκνευρισμού του με τη μικρή και της ανησυχίας του για τον Πανοραμίξ.

Ο Αστερίξ έριξε ένα ακόμη βλέμμα προς το φίλο του που βάδιζε στα δεξιά του, αλλά ο Οβελίξ ήταν απασχολημένος με το να χαϊδεύει και να μιλάει στον Ίντεφιξ.

Ο Γαλάτης ήξερε τι απάντηση περίμενε την τελευταία του ελπίδα να την ξεφορτωθεί αλλά ρώτησε έτσι κι αλλιώς. «Κι αν πάθεις τίποτα τι θα πω στο θείο σου;»

Η Τίνα κάγχασε. «Δεν θα πάθω τίποτα. Δεν είμαι φτιαγμένη από ζάχαρη, ξέρεις.»

«Τα ζαχαροκάλαμα είναι πολύ εύθραυστα, λες Αστερίξ;» Ρώτησε ο Οβελίξ στο άκυρο.

Η Τίνα πνίγηκε από ξαφνικό γέλιο. «Μα πως σου ‘ρθε τώρα αυτό;»

Ο Οβελίξ μούτρωσε. «Ώστε η κυρία Τίνα μπορεί να κανει ό,τι ερωτήσεις θέλει όποτε θέ-»

«Αχ πάψε Οβελίξ, πάψε!»

Ο Οβελίξ πληγώθηκε από τον απότομο τόνο του φίλου του, ο οποίος είχε παρασυρθεί και είχε βγάλει τα νεύρα του πάνω του, οπότε και έστρεψε το πρόσωπο του από την άλλη μεριά, σηκώνοντας το πηγούνι περήφανα.

Ο Αστερίξ αναστέναξε. «Συγγνώμη, Οβελίξ, δεν ήθελα να σου φωνάξω-»

«Έτσι μπράβο, Οβελίξ,» Τον διέκοψε η Τίνα χαμογελαστά. «Σήκωσε το ανάστημα σου. Δεν μπορεί να μας κάνει ότι θέλει ο κύριος Αστερίξ.»

«Εσύ, σκασμός, αν θες να σε πάρουμε μαζί μας.»

«Μωρέ τι μας λες;»

«Α μα δεν τον ξέρεις εσύ τον κύριο Αστερίξ,» είπε με τη σειρά του ο Οβελίξ, πληγωμένος ακόμη από το ξέσπασμα του φίλου του. «Νομίζει ότι μόνο αυτός μπορεί να αποφασίζει τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να κάνουμε.»

«Πως τον αντέχεις δεν ξέρω,» του αποκρίθηκε η Τίνα, κοιτώντας τον με κατανόηση πάνω από το φτερωτό καπέλο του Αστερίξ.

Ο Οβελίξ κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι πολύ γρήγορα σε μια ένδειξη συμφωνίας και μια πρόσκληση για περαιτέρω συμπαράσταση.

Οι τρεις Γαλάτες συνέχισαν να περπατάνε δίπλα δίπλα, με τα περιγράμματα τους να διαγράφονται στο φεγγαρόφωτο, ενώ οι σπείρες του γαλαξία έσπαγαν το μοτίβο σκοταδιού και αστεριών. Οι φιγούρες τους έμοιαζαν με σκαλιά, λόγω των διαφορών ύψους. Στα δεξιά ο ψηλός Οβελίξ, στο κέντρο η Τίνα, ένα κεφάλι κοντύτερη, και στα αριστερά ο Αστερίξ, ένα κεφάλι πιο κοντός από την κοπέλα. Κάποτε μιλάγανε και κάποτε όχι, ενώ ο Αστερίξ καθησύχαζε τον εαυτό του ότι θα βρουν ένα τρόπο να αφήσουν τη μικρή πίσω τους για να μην την πάρουν μαζί τους στο στόμα του λύκου.

«Δεν ξέρω τι νομίζεις ότι κάνεις εδώ αλλά εμείς δεν πάμε στους Γότθους για παραθερισμό.» Έσπασε την ήρεμη σιωπή που είχε κυριεύσει την παρέα εδώ και λίγη ώρα.

«Πάω να σώσω τον Πανοραμίξ.»

«Όχι. Εμείς πάμε να σώσουμε τον Πανοραμίξ, γιατί ο Πανοραμίξ εσένα δεν σου είναι τίποτα.»

Η Τίνα προσβλήθηκε λες και την είχε χαστουκίσει. «Είναι παλιός και καλός φίλος του θείου μου! Και με προσκάλεσε να μείνω μαζί του! Τι σόι άνθρωπος προσκαλεί έναν ξένο να μείνει μαζί του; Να τον διδάξει;» Η δυσπιστία της μαλάκωσε λίγο. «Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους του, αν θες να ξέρεις, και η τιμή μου μου επιβάλλει να του το ξεπληρώσω.»

Τη σιωπή που ακολούθησε, ο Αστερίξ δεν μπορούσε να την σπάσει όσο κι αν προσπαθούσε σιωπηλά να βρει κάποιον αντίλογο. Αντιθέτως μίλησε πρώτος ο Οβελίξ.

«Αν είναι θέμα τιμής, Αστερίξ, τότε πρέπει να την αφήσεις να έρθει μαζί μας. Πάντα λες ότι τα θέματα τιμής είναι πολύ σοβαρή υπόθεση.»

Κι έτσι συνέχισαν να περπατούν μέχρι που ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει για τα καλά στον ουρανό και δεν μπορούσαν να σταματήσουν να χασμουριούνται.


«Όχι, Τίνα! Όχι

Αλλά ήταν πολύ αργά. Το βέλος της είχε ήδη καρφωθεί στο λαιμό του λεγεωνάριου.

Το επόμενο δάσος από το οποίο πέρασαν πριν αφήσουν την Γαλατία είχε προσφέρει αρκετή διασκέδαση. Αγριογούρουνα είχαν μετατραπεί σε σωρούς από κόκκαλα και είχαν μόλις συναντήσει την πρώτη τους ρωμαϊκή περίπολο.

Αρχικά δεν είχαν σκοπό να ξεκινήσουν καυγά, και ο Αστερίξ ρώτησε μήπως η περίπολος είχε συναντήσει μια συμμορία Γότθων. Τελικά αποδείχθηκε ότι και οι Ρωμαίοι τους Γότθους έψαχναν. Μάλιστα, σε μια έξαρση ρωμαϊκής νοημοσύνης, οι λεγεωνάριοι παρεξήγησαν τον Αστερίξ, τον Οβελίξ και την Τίνα για Γότθους, λόγω του κράνους που ο Αστερίξ είχε βρει δίπλα στον αναίσθητο Καλοκαγαθίξ και είχε κουβαλήσει μαζί του μέχρι εκεί, ώστε να έχει κάτι να σφίγγει και να ξεσφίγγει και να εκτονώνει την τσαντίλα του.

Έτσι ο Αστερίξ και ο Οβελίξ είχαν μοιράσει τις πατροπαράδοτες φάπες κι όλα πήγαιναν πολύ καλά μέχρι που η μικρή είχε πάρει την πρωτοβουλία να συμμετάσχει κι αυτή στο πάρτι. Ο άμεσος και αιματηρός θάνατος του καχεκτικού Ρωμαίου, ο οποίος κατέρρευσε σε ένα σωρό από πανοπλία και άψυχα κόκκαλα, είχε χαλάσει κάπως τη διασκέδαση.

«Μα… ένας Ρωμαίος ήταν μόνο.» Υπερασπίστηκε αδύναμα τον εαυτό της η κοπέλα, που η επιδερμίδα της είχε γίνει κίτρινη σαν καλαμποκάλευρο. «Πόσους Ρωμαίους έχετε σκοτώσει εσείς;»

Ο Αστερίξ είχε σκύψει να επιθεωρήσει τον μακαρίτη και την κόκκινη λιμνούλα που απλωνόταν γύρω του. Έβγαλε το καπέλο του και σκούπισε τον ιδρώτα που είχε μαζευτεί στο μέτωπο του.

«Ω, μα εμείς δεν τους σκοτώνουμε.» Της εξήγησε ο Οβελίξ με τον αέρα ενός ανθρώπου που απλώς διόρθωνε μια παρεξήγηση. «Βλέπεις, αν τους σκοτώσουμε δεν μπορούμε να τους ξαναχρησιμοποιήσουμε. Εμείς απλά τους σπάμε στο ξύλο, περιμένουμε μερικές μέρες να γιάννουν και τους ξαναδίνουμε τις φάπες τους, κι έτσι παραμένουν ανακυκλώσιμοι.»

«Κι έτσι δεν στρέφουμε πάνω μας ανεπιθύμητη προσοχή.» Ο Αστερίξ όρθωσε το κορμί και στράφηκε να την κοιτάξει. Προς υπεράσπισην της, η Τίνα δεν φαινόταν και πολύ καλά. Το χρώμα της δεν είχε επανέλθει στο φυσιολογικό, τα μάτια της είχαν καρφωθεί στο άψυχο σώμα του νεκρού, του πρώτου της νεκρού, ο Αστερίξ ήταν σίγουρος για αυτό. Το χέρι που κρατούσε το τόξο της έτρεμε λίγο. Ο Αστερίξ ήθελε να της φωνάξει που τώρα η προσοχή της λεγεώνας θα έμενε στραμμένη επάνω τους, αλλά τη λυπήθηκε.

Στράφηκε λοιπόν με έναν αναστεναγμό στο κύριο σώμα λεγεωνάριων που κείτονταν αναίσθητοι στο έδαφος και εντόπισε έναν που παρίστανε ότι είχε βγει νοκ άουτ για να αποφύγει την ανεπιθύμητη προσοχή. Τον έπιασε από το γιακά και τον έβαλε να σταθεί στα πόδια του.

«Κύριε Ρωμαίε, συγχωρήστε το κορίτσι.» Του είπε μετανοιωμένα, κρατώντας το φτερωτό καπέλο του ακόμη στα χέρια, ενώ ο λεγεωνάριος έτρεμε από φόβο και κρυβόταν πίσω από τη σαραβαλιασμένη του ασπίδα. «Είναι ακόμη μικρή και δεν ξέρει την ετικέτα.»

Ο συγχυσμένος Ρωμαίος απλά έμεινε να τον κοιτά, παραλυμένος από ένα μείγμα σαστίσματος και φόβου.

«Ξέρετε πως είναι τα παιδιά.» Συνέχισε ο Αστερίξ.

«Ναι, ναι, τα παιδιά, βέβαια.» Τραύλισε ο Ρωμαίος.

«Οπότε το ξεχνάμε, έτσι;»

Ο Ρωμαίος κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω πολύ γρήγορα. «Το κθεχνάμε, και βέβαια, μάλιθτα το κθεχνάμε.»

Ο Ρωμαίος δεν κράτησε το λόγο του, όπως έδειξαν τα γεγονότα που ακολούθησαν. Η λεγεώνα βάλθηκε να αλωνίζει το δάσος προς αναζήτηση των τριών Γαλατών που είχαν λανθασμένα πάρει για Γότθους, των οποίων μάλιστα ένα σκίτσο είχε κυκλοφορήσει για να διευκολύνει τις έρευνες. Έτσι ο Αστερίξ είχε την ιδέα να μεταμφιεστούν σε Ρωμαίους για να προχωρήσουν ανενόχλητοι από τον ορυμαγδο λεγεωνάριων που ήταν στο κατόπι τους.

Ο Αστερίξ δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να μεταμφιεστεί και το κορίτσι ή να μείνει όπως είναι και να παριστάνει την αιχμάλωτη τους. Το σκέφτηκε για λίγο ενώ εκείνος και ο Οβελίξ έβαζαν την πανοπλία και έδεναν τα caligae που είχαν πάρει από δύο λεγεωνάριους που είχαν την κακή τύχη να περάσουν από κοντά τους και που τώρα έγερναν ο ένας στην πλάτη του άλλου, δεμένοι και αναίσθητοι.

«Αν  αναγνωρίσουν τον έναν από τους τρεις μας, μπορεί να αναγνωρίσουν και τους υπόλοιπους.» Της είπε, γδύνοντας ήδη έναν τρίτο Ρωμαίο που έπεφτε πιο κοντά στο σουλούπι της.

«Τι! Μα…»

Ο Αστερίξ την είδε να κοιτά προς τα πίσω με μια στοιχειωμένη έκφραση το πρόσωπο της, προς τα εκεί που είχαν αφήσει το λεγεωνάριο, νεκρό από το δικό της βέλος. Στη σιωπή που ακολούθησε, ο Γαλάτης πείσμωσε και συνέχισε να αφαιρεί τα ρούχα του ζωντανού μα αναίσθητου Ρωμαίου μπροστά του, και προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν θα υποχωρούσε ακόμα κι αν η μικρή άρχιζε να μυξοκλαίει. Όμως σάστισε για τα καλά όταν η Τίνα τελικά ξαναμίλησε.

«Θες να με ντύσεις με τα ρούχα του κατακτητή;» τον ρώτησε αηδιασμένη.

«Είπες ότι δεν θα μας καθυστερήσεις!» Της φώναξε τσαντισμένα και της πέταξε την ρωμαϊκή στολή. «Δεν έχουμε χρόνο να ασχολιόμαστε με την κάθε ρωμαϊκή περίπολο. Οπότε ντύσου ή γύρνα στη Λουτέτια!»

Το κορίτσι ατένισε τα ρωμαϊκά ρούχα που φορούσαν ήδη οι άλλοι δύο, λες και είχαν συνείδηση και την προκαλούσαν να κάνει κάτι που θεωρούσαν έξω από τις δυνάμεις της.

Έτσι, πείσμωσε και πήγε να αλλάξει πίσω από ένα σύμπλεγμα θάμνων ενώ οι δύο φίλοι έφτιαξαν δισάκια για να κουβαλήσουν τα κανονικά τους ρούχα.

Η Τίνα άλλαξε το σκούρο πράσινο παντελόνι και την γκρίζα πουκαμίσα της για την αμφίεση του λεγεωνάριου, και έκρυψε τα πλεγμένα της μαλλιά κάτω από την περικεφαλαία, σφίγγοντας το βαρύ pilum άβολα στο χέρι.

Ήταν φανερό ότι το κορίτσι αισθανόταν άβολα με τη ρωμαϊκή περιβολή, όμως αφού φαγώθηκε να έρθει μαζί τους, όπως έστρωσε θα κοιμηθεί.

Ο Αστερίξ την επιθεώρησε για μια στιγμή. Το σώμα της ήταν τέλειο. Το λευκό παντελόνι ταίριαζε γάντι με τα λεπτά της πόδια, ενώ οι ελάχιστες καμπύλες που είχε στους γοφούς και τους μηρούς κρύβονταν κάτω από τη μακριά πράσινη μπλούζα που έπεφτε πάνω από τα κοκκαλιάρικα της γόνατα. Η ίσια πλάτη και η ψηλή και στεγνή, σχεδόν αγορίστικη κοψιά της βοήθησε να περάσει για νεαρός άντρας, και το μεγαλύτερο μέρος του κορμού της κρυβόταν πίσω από τον ατσάλινο θώρακα της στολής. Αν και η περιοχή των ώμων και του λαιμού παρα-ήταν λεπτοκαμωμένη και την πρόδιδαν λίγο.

Το ίδιο ίσχυε και για το κεφάλι της, ακόμη κι αν τα μακριά της μαλλιά είχαν χαθεί κάτω από την περικεφαλαία. Το γεγονός ότι δεν είχε τρίχες στο πρόσωπο θα βοηθούσε ώστε να περάσει για νεαρός λεγεωνάριος, και τα κοφτερά ζυγωματικά με το τριγωνικό πηγούνι  θα συνεργάζονταν μια χαρά. Όμως τα τοξωτά, πλούσια μαύρα φρύδια και τα μεγάλα μελιά της μάτια, που φαίνονταν στρογγυλά λες και η Τίνα είχε συνηθίσει να τα κρατά ορθάνοιχτα για να μην χάνει ούτε λεπτομέρεια από το τι συνέβαινε γύρω της, δεν έπειθαν και ιδιαίτερα. Άσε που άφηναν εκτεθειμένα τα εκάστοτε συναισθήματα της κοπέλας. Κι ακόμη χειρότερα ήταν τα χείλια της, που αν και λεπτά ήταν καλοσχηματισμένα και φώναζαν «γυναίκα» από χιλιόμετρα.

«Περνάς και δεν περνάς.» Μονολόγησε ο Αστερίξ. «Δεν θα σε βάλουμε να καταταγείς κιόλας. Αλλά αν πέσουμε σε περίπολο κράτα το κεφάλι κάτω και μη μιλήσεις.»

Αν και η δυσφορία της κοπέλας φαινόταν μεγαλύτερη τώρα από ότι ήταν μερικά δευτερόλεπτα πριν, η Τίνα ίσωσε την πλάτη και ένευσε καταφατικά. Κι έτσι οι τρεις τους διασχίσαν ένα μεγάλο μέρος του δάσους χωρίς πρόβλημα.

«Κατάλαβες, Οβελίξ; Όταν συναντάμε Ρωμαίους δεν θα λες χαίρεται και μα τον Τουτατή. Θα λες άβε και μα το Δία.»

«Χι χι χι- πλάκα έχει.»

«Έλα τώρα… συγκεντρώσου,» τον κάλεσε στην τάξη ο Αστερίξ, όμως χαμογέλαγε κι αυτός. «Και πες μου πως σε λένε;»

«Λεγεωνάριος Όβελους -χι χι-, άβε και μα το δία - χιιι χι χι.»

«Εγώ είμαι ο Αστέριους και εσύ ο Πεισμάτιους. Εντάξει, μικρή;» Ο Αστερίξ απευθύνθηκε στην Τίνα, η οποία είχε πάλι κατεβάσει τα μούτρα.

«Ναι. Και δεν είμαι μικρή

Ήταν τα μόνα λόγια που βγήκαν από το στόμα της για αρκετές ώρες.

Ο Αστερίξ παρασύρθηκε από τα χαχανητά του Οβελίξ και άρχισε να ηρεμεί. Ο Δρυΐδης βρισκόταν ήδη σε εχθρικά χέρια, και το να ανησυχεί ο Αστερίξ για τη μοίρα του μόνο εμπόδιο ήταν.  Οι Γότθοι δεν θα έμπαιναν στον κόπο να τον απαγάγουν αν ήθελαν να τον σκοτώσουν, κι ο Δρυΐδης παρα-ήταν σοφός για να προκαλέσει την τύχη του. Είχαν κρατήσει καλό ρυθμό και μέχρι αύριο θα είχαν περάσει τα σύνορα για Γερμανία. Το κορίτσι περιόριζε τις επικοινωνίες της σε νεύματα και καθόταν σε μεγάλο βαθμό ήσυχη και υπάκουη, μια πρακτική στοχευμένη να τους αποδείξει ότι δεν θα τους γινόταν βάρος. Ο Οβελίξ είχε για ακόμη μία φορά αποδειχθεί φάρος υπομονής και ψυχραιμίας, κάτι στο οποίο ο Αστερίξ, αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, είχε αποτύχει παταγωδώς.

Κάλυψαν αξιοπρεπή απόσταση μέχρι που οι Ρωμαίοι συνειδητοποίησαν την κομπίνα και άρχισαν να κυνηγάνε πια όχι τους γότθους, όχι τους Γαλάτες που παρεξήγησαν για γότθους αλλά τους ίδιους τους συναδέλφους τους. Οι τρεις Γαλάτες τότε απλά πέταξαν τις κλεμμένες τους περιβολές και συνέχισαν το δρόμο τους ανενόχλητοι.

Δυστυχώς το όλο σχέδιο διευκόλυνε και τους γότθους που είχαν απάγει τον Πανοραμίξ, να συνεχίσουν ακάθεκτοι προς τη χώρα τους.

Chapter 3: Αξίες και Συνέπειες

Summary:

Το δεύτερο κεφάλαιο, και κλείνουμε τους Γότθους.
Αφού οι τρείς Γαλάτες ενώνονται με τον Πανοραμίξ, παίρνουν τον δρόμο για την Λουτέτια. Στην καλύβα του Καλοκαγαθίξ, τα κίνητρα του Πανοραμίξ φανερώνονται.

Notes:

Τα bold είναι τα γοτθικά.

Το Σ.τ.Ε.Α, όπως όλοι γνωρίζουμε, σημαίνει «Σχόλιο του Επιμελούς Αναγνώστη», που δεν θεωρεί τίποτα ανάξιο της προσοχής του, κι αρέσκεται να κάνει συνεχώς τον έξυπνο.

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ακολουθεί συνειδητός φόνος, βία και αίμα

Όπως πάντα, καλή διασκέδαση!!!

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΟΙ ΓΟΤΘΟΙ

Κεφάλαιο 2: Αξίες και Συνέπειες

 

Αφού οι τρεις Γαλάτες πέρασαν τα σύνορα που χώριζαν τη Γαλατία από τη Γερμανία, η πρώτη κίνηση τους ήταν να ξαναμεταμφιεστούν, αυτή τη φορά σε Γότθους.

«ΑΝ – ΝΤΥΟ! ΑΝ - ΝΤΥΟ

«!Των στρατών τα φουσάτα πέρασαν!» Πολλές ανδρικές φωνές πασχίζουν να πιάσουν τις ψηλές νότες, ενώ μια άλλη, πιο αυστηρή επαναλάμβανε:

«ΑΝ-ΝΤΥΟ! ΑΝ - ΝΤΥΟ

«Μην με τραβολογάς!» Επανέλαβε το κορίτσι, τινάζοντας το χέρι του Αστερίξ από τον αγκώνα της.

«Σσσς!»

«Σου έχω πει χίλιες- ουμφ!» Μόνο που το άλλο χέρι του Αστερίξ ήρθε και της έκλεισε το στόμα, και την τράβηξε πίσω από τους θάμνους, ενώ η γοτθική περίπολος περνούσε από το δρόμο μπροστά τους.

Όταν η Τίνα, με τα χέρια σταυρωμένα, φάνηκε να κάθεται ήσυχη για μερικές στιγμές, ο Αστερίξ απελευθέρωσε το στόμα της. «Μην με πιάνεις από το χέρι σαν δίχρονο, απλά πες μου που θέλεις να πάω και θα σ ’ακούσω.» Του είπε το κορίτσι μέσα από σφιγμένα δόντια, αλλά κράτησε τη φωνή της χαμηλή.

«ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ-»

«Σσσς, ψιθυριστά, Οβελίξ.»

«Δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το πρόβλημα, Αστερίξ. Και να μας δουν, απλά θα τους ζητήσουμε πολύ ευγενικά να μείνει μεταξύ μας.»

«Τι εννοείς ευγενικά;» Ρώτησε ψιθυριστά το κορίτσι. «Αφού μπορείτε να τους βγάλετε νοκ άουτ για μέρες!»

«Ναι, σε αυτή την ευγένεια αναφερόταν ο Οβελίξ.» Αποκρίθηκε ο Αστερίξ εκνευρισμένα. «Όμως ξεχνάτε και οι δύο ότι είμαστε μόνο τρεις Γαλάτες και αυτή είναι η χώρα των Γότθων. Θα είμαστε διακριτικοί. Να οι τελευταίοι της περιπόλου. Μπαίνουμε κι εμείς, ελάτε.»

Και αυτό ήταν το εισιτήριο τους για να μπουν στην πόλη, υπό τα συντροφικά τραγούδια των Γότθων πολεμιστών, στα οποία συνέβαλλε και ο Οβελίξ μερικούς γαλατικούς σκοπούς, που όμως κόπηκαν άδοξα από τον Αστερίξ.

Κανείς από τους τρεις τους δεν ήξερε γοτθικά, αλλά καθώς ο στρατός ισοπεδώνει τις λεπτότερες αποχρώσεις των κοινωνικών συναναστροφών, οι Γαλάτες αρκέστηκαν στη γλώσσα του σώματος για να ακολουθήσουν τις απλές, ρητές οδηγίες που έδινε ο επικεφαλής. Κατά τα άλλα απλώς ακολουθούσαν τον κανόνα του πρόβατου και έκαναν ότι έκανε το υπόλοιπο κοπάδι, με την Τίνα να δείχνει ιδιαίτερη προσοχή να κρύβει τα μαλλιά και το πρόσωπο της.

Με την κάλυψη της νύχτας δραπέτευσαν από το στρατόπεδό για να ψάξουν τον Πανοραμίξ, όμως έπεσαν πάλι πάνω σε μια περίπολο. Οι Γότθοι φαίνεται, ήταν οπαδοί του περιορισμού των μετακινήσεων κατά τις νυχτερινές ώρες, και όποιος συλλαμβανόταν μετά τη δύση να κυκλοφορεί στους δρόμους, πέρναγε το βράδυ στα μπουντρούμια.

Κι εκεί, στο κελί που οι Γαλάτες μοιράζονταν με έναν άλλο γότθο, η υπομονή του Αστερίξ τελείωσε και η επιμονή του για διακριτικότητα στέρεψε επιτέλους. Ο συγκρατούμενος τους ήταν ένας Γότθος μικροκαμωμένος και καραφλός, και η Τίνα τον έβλεπε και αναρωτιόταν τι θα μπορούσε να έχει κάνει για να του αξίζει τέτοια μεταχείριση. Κρίνοντας από την έκφραση απόλυτης μιζέριας που έφερε στο πρόσωπο του, το ίδιο αναρωτιόταν κι εκείνος.

Δεν πρόβαλε καμία αντίσταση όταν οι Γαλάτες τον έδεσαν, τον φίμωσαν και τον πήραν μαζί τους για να τον ανακρίνουν. Ποιος ξέρει γιατί; Ίσως ήταν πολύ μυαλωμένος για να πάει κόντρα σε κάποιον σαν τον Οβελίξ.

Βγήκαν από την πόλη ανενόχλητοι και μπήκαν στο κοντινό δάσος υπό το φως της μισογεμάτης σελήνης. Μετά από μερικά χαστουκάκια από το λεπτό και ευγενικό χέρι του Οβελίξ, αποδείχθηκε τελικά ότι ο μικροκαμωμένος Γότθος που έμοιαζε λίγο με νυφίτσα, αν εξαιρέσεις τη μύτη σαν μελιτζάνα που από ότι φαινόταν μοιράζονταν οι Γαλάτες με τους βαρβάρους, ήταν ο μεταφραστής του αρχηγού της φυλής. Όχι μόνο μιλούσε γαλατικά, αλλά και τα ήξερε όλα για τον Πανοραμίξ, αφού ο αρχηγός τον είχε φέρει για να επικοινωνήσει στον Δρυΐδη τις απαιτήσεις του.

Κι έτσι επέστρεψαν πάλι στην πόλη, σέρνοντας μαζί τους τον μεταφραστή (το αναίσθητο σώμα του σήκωνε ένα συννεφάκι σκόνης με την ταχύτητα που τον έσερνε ο Οβελίξ). Στο δρόμο προς το σπίτι του αρχηγού αντιμετώπισαν κάποια μικροπροβληματάκια, αφού ο μεταφραστής ξύπνησε κι άρχισε να φωνάζει, φέρνοντας τη γοτθική φρουρά στο κατόπι τους. Όμως, καθώς η διακριτικότητα είχε πεταχτεί από το παράθυρο, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να εφαρμόσουν την ίδια λογική και στους Γότθους.

Όσο οι δύο Γαλάτες φρόντιζαν με αδυσώπητη, θα έλεγε κανείς, στοργή την περίπολο, η Τίνα έγειρε στον πέτρινο τοίχο με το τόξο της στον ώμο και τα μούτρα της κατεβασμένα που δεν μπορούσε να βοηθήσει κάπως. Όμως ο Αστερίξ της είχε τονίσει, ότι αν έβλεπε έστω έναν τόσο δα Γοτθούλη νεκρό από το χέρι της, θα το πλήρωνε πολύ ακριβά.

«Μα για τι σόι ανθρώπου με έχεις περάσει, τέλος πάντων;» Η Τίνα αναρωτήθηκε αντί να φέρει αντιρρήσεις. «Εγώ είμαι κατά της βίας.»

«Ναι, ο Ρωμαίος που αφήσαμε στο δάσος έχει κατασυγκινηθεί από τις αξίες σου.» Είπε ο Αστερίξ, στέλνοντας έναν βάρβαρο τριπλάσιο σε μέγεθος από τον ίδιο, τόσο ψηλά στον ουρανό, που η Τίνα μέτρησε μέχρι το τριάντα τρία από μέσα της μέχρι να τον δει να επιστρέφει στο έδαφος.

Η τσαντίλα της για την μπηχτή του Αστερίξ περίμενε μέχρι να επιστρέψει το θύμα του από τα ουράνια, προσκρούοντας στο λοφάκι που είχε αρχίσει να δημιουργείται από τους αναίσθητους συντρόφους του.

«Άλλο ο Ρωμαίος.» Αποκρίθηκε το κορίτσι τελικά. «Οι Γότθοι δεν μου έχουν κάνει τίποτα, εκτός από το ότι απήγαγαν τον Πανοραμίξ. Ακόμη κι έτσι όμως, καλό θα ήταν να αποφύγουμε την αναίτια βία και να προτιμήσουμε τον ήρεμο και λογικό διάλογο, όπου μπορούμε.»

«Συμφωνώ απολύτως.» Είπε ο Αστερίξ μετά από ακόμη μια μπουνιά.

«Οι Ρωμαίοι όμως είναι ο κατακτητής και είναι σαν τα παράσιτα.» Συνέχισε το κορίτσι. «Αν δεν τα σκοτώνεις απλά πολλαπλασιάζονται, και ξυπνάς μια ωραία πρωία και βλέπεις το σπίτι σου να βρίθει από αηδιαστικά μικρά ζωύφια που χώνονται παντού και μολύνουν ότι αγγίζουν.»

«Έκανες τέτοιες εκκαθαρίσεις κι όταν ήσουν στη Λουτέτια;»

«Ε;» Ρώτησε η μικρή, αν και ο Αστερίξ ήταν σίγουρος ότι είχε καταλάβει πολύ καλά τι εννοούσε.

«Λέω, σκοτώνεις Ρωμαίους κι όταν είσαι με το θείο σου; Ή βρήκες ευκαιρία τώρα επειδή νομίζεις ότι θα αποφύγεις τις συνέπειες;»

«Τι; Ε… Εγώ… δηλαδή…»

Ο Αστερίξ δεν πρόλαβε να απολαύσει πλήρως τη ντροπή και τα κεκεδίσματα της, μόνο έφερε τα κεφάλια δυό βαρβάρων το ένα πάνω στο άλλο.

«Η Τίνα έχει ένα δίκιο πάντως, Αστερίξ.» Συμπλήρωσε ο Οβελίξ από λίγο πιο πέρα, ενώ χρησιμοποιούσε έναν μικρό γότθο ως ρόπαλο για να εκσφενδονίσει τους υπόλοιπους.

«Κι εσύ, Οβελίξ;» Αναστέναξε ο Αστερίξ. «Κι εγώ νόμιζα ότι θες να κρατάς τους Ρωμαίους σου ανακυκλώσιμους.»

«Όχι, για τα ζωύφια έλεγα εγώ. Οι Ρωμαίοι είναι λίγο σαν ζωύφια. Μικροί, καχεκτικοί…» Η ήρεμη, βαθιά, λίγο πνιχτή φωνή δεν έφερε μισό σημάδι λαχανιτού, ακόμη κι αν το χέρι του έδινε αλλεπάλληλες σφαλιάρες σε έναν γενναίο ηλίθιο που είχε επιτεθεί στον Οβελίξ με το δόρυ του προτεταμένο. «Και σαν τα ζωύφια, τους κάνεις ένα έτσι,» ο Οβελίξ έφερε το μεσαίο του δάχτυλο πάνω στον αντίχειρά του, και το απελευθέρωσε. Ο Γότθος έφυγε σαν πετραδάκι από σφεντόνα, με το κεφάλι μπροστά, έτοιμος να προσκρούσει στην πρώτη κρεμασμένη ταμπέλα που θα έβρισκε στον δρόμο του. «Και εξαφανίζονται. Τώρα που το σκέφτομαι και οι Γότθοι ταιριάζουν σε αυτή την περιγραφή.»

Ο Οβελίξ ολοκλήρωσε την επιχειρηματολογία  του κοιτώντας τριγύρω. Στο στενάκι όπου είχαν σταθεί να μοιράσουν καραπαζίες δεν είχε μείνει όρθιος κανένας εκτός από τους τρεις Γαλάτες-

«Αστερίξ, είναι άλλος ένα μικρούλης εδώ. Να τον στείλω να βρει το φίλο του;» Και ο Οβελίξ πόζαρε με το δάκτυλο στηριγμένο στον αντίχειρα ξανά, έτοιμος να τον εκσφενδονίσει.

«Περίμενε, μην τον πειράζεις.» Είπε ο Αστερίξ, νεύοντας στην Τίνα να ακολουθήσει. Μα καθώς το στενάκι στο οποίο βρίσκονταν ήταν στενό και αδιέξοδο, ο μόνος δρόμος να βγουν ήταν περνώντας πάνω από το λοφάκι αναίσθητων Γότθων. «Θα μας οδηγήσει στον αρχηγό του.»

«Παραδινόμαστε.» Είπαν ταυτόχρονα οι δύο Γαλάτες φίλοι στον κοντούλη Γότθο, υψώνοντας στα χέρια στη γνωστή χειρονομία της παράδοσης, ενώ στέκονταν πάνω στους κατακερματισμένους συναδέλφους του.

Η Τίνα ήρθε να σταθεί δίπλα στον Αστερίξ και σήκωσε και αυτή τα χέρια. «Υποκριτή.» Του μουρμούρισε θριαμβευτικά, ενώ ο εναπομείνων Γότθος πρότεινε το δόρυ του, τρέμοντας από φόβο ότι η όλη σκηνή ήταν κάποιο τέχνασμα, κι ότι τον περίμενε κι αυτόν η ίδια μεταχείριση που δέχτηκαν οι συνάδελφοι του.


Στο δωμάτιο του αρχηγού μπήκαν πρώτα οι δύο Γότθοι, ο Χολερίκ, ο διερμηνέας που τους είχε ακολουθήσει μέχρι εκεί, για να μην χάσει το τζέρτζελο, και ο Μιζερίκ, ο Γοτθούλης στον οποίον είχαν παραδοθεί. Τσακώνονταν τώρα για το ποιος από τους δύο είχε αιχμαλωτίσει τους τρεις Γαλάτες, οι οποίοι τους είχαν πάρει από πίσω χωρίς να προβάλουν καμία αντίσταση.

Η ανακούφιση που ένιωσε ο Αστερίξ όταν είδε τον Δρυΐδη ήταν καθολική. Έτρεξε δίπλα στον κλουβί που τον είχαν κλείσει αυτοί οι βάρβαροι και του έσφιξε το χέρι, ενώ ο Πανοραμίξ μονολογούσε περί απερισκεψίας να έρθουν έτσι μέσα στο στόμα του λύκου, όμως με προφανή ανακούφιση που τους έβλεπε. Τους δύο τουλάχιστον.

«Πεισματίνα, παιδί μου, τι κά- τέλος πάντων, αυτά θα τα πούμε αργότερα. Ω, αρχηγέ των Γότθων, ο διερμηνέας σου σε κοροϊδεύει!» Μίλησε σε άψογα γοτθικά ο Πανοραμίξ. «Σου είπε ψέμματα από φόβο ότι θα πλήρωνε εκείνος την άρνηση μου να συνεργαστώ. Ποτέ δεν είχα πρόθεση να σου δείξω τη μαγική μου τέχνη!»

«Μιλάει γοτθικά! Μιλάει γοτθικά!» Πανικοβλήθηκε στα γαλατικά ο διερμηνέας.

Κι αφού ο φουρκισμένος αρχηγός έπιασε από το λαιμό τον απατηλό διερμηνέα και του φώναξε άγρια στα γοτθικά, τον έστειλε μαζί με τους τέσσερις Γαλάτες στα μπουντρούμια να περιμένουν τη μετά πόνου και βασάνων εκτέλεσή τους. Θα λάμβανε χώρα την επομένη, καθώς θέλει χρόνο να ετοιμάσεις το απαραίτητο σόου για την εκτέλεση πέντε ανθρώπων αθώων, τουλάχιστον όσον αφορά τις κατηγορίες που τους φορτώνεις.

Στο μπουντρούμι οι Γαλάτες ανασκουμπώθηκαν, αφού πρώτα ο Οβελίξ έβαλε γλυκά για ύπνο τον διερμηνέα, ο οποίος δεν σταματούσε να κλαίει και να τους κατηγορεί ότι αυτοί φταίνε για τα κακά της μοίρας του. Έπειτα οι τρεις μεταμφιεσμένοι πετάξανε τα γοτθικά ρούχα και μείνανε με τα γαλατικά.

Ο Πανοραμίξ κάρφωσε την Τίνα με το βλέμμα.

«Πανοραμίξ, προσπάθησα να-» ο Αστερίξ πήγε να υπερασπιστεί τον εαυτό του όμως ο Πανοραμίξ σήκωσε ένα χέρι για να τον σταματήσει, και συνέχισε να κοιτάει το κορίτσι, που αν και αναψοκοκκινισμένο, είχε ορθώσει το κορμί και προσπαθούσε να μην αποφύγει το διαπεραστικό βλέμμα του σοφού γερο-δρύιδη.

«Έχω μόνο μια ερώτηση προς το παρόν για εσένα, δεσποινίς μου. Ο θείος σου ξέρει που είσαι ή απλά εξαφανίστηκες χωρίς να του πεις τίποτα;»

«Πανοραμίξ.» Το κορίτσι ξεκίνησε νευρικά, με τον αέρα ενός ανθρώπου που είχε προβάρει τα λόγια του για να μην τα χάσει. «Δεν μπορούσα να κάτσω με σταυρωμένα τα χέρια-»

«Πεισματίνα.» Διέκοψε ο Πανοραμίξ ήρεμα.

Η απουσία θυμού ή έστω αυστηρότητας στον τόνο του ενόχλησε λίγο τον Αστερίξ. Αν συνέχιζαν όλοι να είναι τόσο ανεκτικοί μαζί της, η μικρή μια μέρα θα έπαιρνε ένα ρίσκο που θα απέβαινε μοιραίο.

«Ξέρει.» Παραδεχόταν τώρα η μικρή νευρικά, σκύβοντας το κεφάλι για μια στιγμή. «Όμως μην τον κατηγορείς! Εγώ επέμενα- εκείνος δεν-»

«Αρκεί, κορίτσι μου.» Της χαμογέλασε καλοκάγαθα ο Πανοραμίξ. «Αρκεί.»

Και η συζήτηση στράφηκε αμέσως στο τι θα κάνουν από εδώ και πέρα.

«Πρέπει να δραπετεύσουμε αμέσως και να γυρίσουμε στη Γαλατία,» είπε ο Αστερίξ, εκφράζοντας την προφανή άποψη.

«Ναι,» συμφώνησε ο Πανοραμίξ, «αλλά πριν φύγουμε πρέπει να κάνουμε τους Γότθους να παρατήσουν κάθε ιδέα εισβολής. Να τους φύγει η όρεξη για πολύ καιρό, γιατί ακόμη και χωρίς το μαγικό ζωμό, είναι ικανοί για πολλά.»

«Και πως θα το πετύχεις αυτό;» Ρώτησε ο Αστερίξ.

«Θα σπείρουμε χάος και σύγχυση.» Ψιθύρισε ο Πανοραμίξ και κοίταξε τον αναίσθητο διερμηνέα. «Γι' αυτό και θα χρησιμοποιήσουμε αυτό το άνανδρο, πονηρό και φιλόδοξο πλάσμα. Αυτό το υποκείμενο είναι ότι πρέπει. Ιδού το σχέδιο μου.»

Κι έτσι, με τη συμβολή του μαγικού ζωμού, και χωρίς ούτε μια τόση δα σφαλιαρίτσα από μέρους των Γαλατών, ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος των Γότθων. Ο Πανοραμίξ και ο Αστερίξ σπείρανε το χάος και τη διχόνοια, εμπνέοντας τη φιλοδοξία της ηγεσίας σε όσους περισσότερους Γότθους μπορούσαν και ποτίζοντας τους όλους μαγικό ζωμό. Κι έπειτα οι τέσσερις Γαλάτες άφησαν τους Γότθους να αλληλοσπαράζονται και πήραν ήσυχοι το δρόμο για τη Γαλατία.

Ήταν αναμενόμενο ότι μόλις περνούσαν τα σύνορα, θα έπεφταν πάνω σε ρωμαϊκή περίπολο. Ο Οβελίξ ξεχύθηκε σαν χείμαρρος μπροστά, να τους καλωσορίσει με χαρά.

«Εγώ θα το κάνω.» Επανέλαβε η Τίνα, ενώ συνειδητά παρίστανε ότι δεν αισθανόταν βαριά την παρουσία του Πανοραμίξ, που καθόταν ακριβώς δίπλα της, σιωπηλός μάρτυς σε όσα έλεγε και έκανε. «Εγώ θα το κάνω, γιατί αυτό είναι το σωστό. Εγώ είμαι πιστή στην ιδεολογία μου, κι εσύ δεν έχεις κανένα δικαίωμα να με κρίνεις.»

«Ποιος είπε ότι σε κρίνω;» Ο Αστερίξ ανασήκωσε τους ώμους, ενώ η ψευτο-αδιαφορία του δεν μπορούσε να καλύψει τον εκνευρισμό του. «Αλλά γιατί τώρα, αυτό αναρωτιέμαι μόνο. Γιατί δεν το έκανες και στη Λουτέτια που ήσουν με το θείο σου;»

«Δεν μπορούσα να ρισκάρω τη ζωή του… την ελευθερία του!» Αντιπαρέβαλε το κορίτσι. «Αν με έπιαναν, αυτός θα την πλήρωνε χειρότερα από μένα γιατί είναι κηδεμόνας μου!»

«Οπότε συμφωνούμε.» Είπε ο Αστερίξ. «Το κάνεις τώρα, γιατί νομίζεις ότι μπορείς να αποφύγεις τις συνέπειες. Αυτό που δεν καταλαβαίνεις είναι ότι οι συνέπειες μας ακολουθούν όπου κι-»

«Δε νοιάζομαι για μένα!» Η κοπέλα τον διέκοψε όπως το μπουρίνι ξεσπά αναμεσίς στην καλοκαιριά. «Δεν θέλω να επιβαρύνω τον θείο- Ώχου, γιατί κάθομαι κι ασχολούμαι; Δεν θα καταλάβαινες ακόμη κι αν νοιαζόσουν αρκετά να κάτσεις να με ακούσεις!»

Κι εκεί που ο Οβελίξ ήταν έτοιμος να απολαύσει την τελευταία του μπούφλα προς το μοναδικό Ρωμαίο που στεκόταν ακόμη στα πόδια του, το βέλος της Τίνας καρφώθηκε στο μέτωπο του, ακριβώς κάτω από την περικεφαλαία που του έπεφτε λιγάκι φαρδιά. Και ο Οβελίξ έμεινε με την μπουνιά υψωμένη, να κοιτάει το Ρωμαίο να καταρρέει σαν ένα σακί πατάτες.

«Ε, ΩΣ ΕΔΩ. ΕΧΩ ΦΤΑΣΕΙ ΠΙΑ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΜΟΥ.»

Το κορίτσι είδε για πρώτη φορά τον ήρεμο γίγαντα να βγάζει καπνούς από τσαντίλα. Το τόξο της έπεσε από το χέρι και προσγειώθηκε στο γρασίδι δίπλα της, ενώ δεν μπορούσε να μην κάνει δυό σαστισμένα βήματα προς τα πίσω, όταν ο Οβελίξ άρχισε να έρχεται φουρκισμένα προς το μέρος της, με τα μακριά, φαρδιά του χέρια να σχίζουν τον αέρα.

«ΣΟΥ ΧΑΛΑΩ ΕΓΩ ΤΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΟΥ, Ε, ΣΟΥ ΤΗ ΧΑΛΑΩ;» Τη ρωτούσε ο Οβελίξ εξοργισμένος, ανεμίζοντας σαν πάνινη κούκλα το νεκρό λεγεωνάριο από το χέρι.

«Έλα, Οβελίξ, μ-μ-μόνο ένας μικρούλης ήταν, ένας το-το-τοσοδούλης, δεν θα σου λείψει!» Προσπάθησε εκείνη να τον λογικέψει, αφού ξεπέρασε το πρώτο σάστισμα.

«ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΣ ΛΕΕΙ Η ΚΥΡΙΑ ΤΙΝΑ ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΛΕΙΨΕΙ ΚΑΙ ΤΙ ΟΧΙ!» Συνέχισε ο κατακόκκινος Οβελίξ, μπήγοντας ένα δάχτυλο στο στήθος της. Είχε σκύψει από πάνω της τόσο πολύ, που το μέτωπο του σχεδόν έσπρωχνε προς τα κάτω το μέτωπο της Πεισματίνας. «ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ Η ΚΥΡΙΑ ΤΙΝΑ ΠΩΣ ΘΑ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΜΑΣ, ΟΧΙ ΚΥΡΙΕ.»

Αν και ο Γαλάτης ήταν διπλάσιος σε μέγεθος από την ίδια, η Τίνα έδεσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος και αρνήθηκε να υποχωρήσει. Μάλιστα, εκεί που ο Οβελίξ με το μέτωπο την έσπρωχνε κάτω, εκείνη πίεζε να τον σπρώξει προς τα πάνω. 

«ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΑΧΟΦΑΗΣ, ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ;» Του φώναξε με τη σειρά της. «ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!»

«ΑΚΡΙΒΩΣ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΕΧΟΥΜΕ!»

«ΔΗΛΑΔΗ ΕΣΥ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΕΞΕΣ ΣΑΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ, Ε;» Έδειξε το κορίτσι τους αναίσθητους λεγεωνάριους.

«Μήπως πρέπει να παρέμβουμε, Πανοραμίξ;» Ρώτησε ο Αστερίξ το δρυΐδη, από τη σκία της οξιάς πιο πέρα, που κάθονταν οι δυό τους και απολάμβαναν τη σκηνή.

«ΑΝ ΕΙΜΑΣΤΑΝ ΟΛΟΙ ΣΑΝ ΕΣΕΝΑ, ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ ΘΑ ΕΙΧΑΝ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ!» Κραύγαζε ο Οβελίξ.

«ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΝΟΜΙΖΩ ΕΓΩ;»

«Μπα, όχι, Αστερίξ.» Απάντησε η βραχνή φωνή του δρυΐδη, με φόντο τις φωνασκίες των άλλων δύο. «Άσ’τους λίγο ακόμη. Έτσι κι αλλιώς-»

«ΤΙ ΝΟΜΙΖΕΙΣ;»

 «Όλα τα καλά τελειώνουν σύντομα.» Αναστέναξε ο Πανοραμίξ, χαμογελώντας.

«ΟΤΙ ΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΟΒΕΛΙΞ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΕΙ ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΟΥ-»

«ΤΟΤΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΟΒΕΛΙΞ ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΞΑΝΑΠΑΙΡΝΕ ΠΟΤΕ ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΕΔΩΣΕ!» Διέκοψε ο Οβελίξ, σηκώνοντας και πάλι το νεκρό ρωμάιο, για να τον τρίψει στα μούτρα της Τίνας.

Στη θέα του λεγεωνάριου η οργή της Γαλάτισσας ξεφούσκωσε. Τράβηξε τα μάτια της από το βέλος που εξείχε στο ματωμένο μέτωπο του, μόνο για να δει το κατακόκκινο πρόσωπο του Οβελίξ να τρέμει από πληθώρα συναισθημάτων. Υπό το σαστισμένο βλέμμα της κοπέλας, ο Γαλάτης πέταξε κάτω το Ρωμάιο, σταύρωσε τα χέρια και απέστρεψε το βλέμμα, ενώ η Τίνα συνειδητοποιούσε με φρίκη ότι ο γίγαντας μπροστά της ήταν έτοιμος να κλάψει.

«Οβελίξ…» παραμίλησε σαν υπνωτισμένη, ενώ φαινόταν να πνίγεται κι η ίδια με τα δικά του δάκρυα. Τότε, πριν προλάβει κανείς να βλεφαρίσει, η Τίνα πήδηξε για να τον φτάσει και να τον αγκαλιάσει από το λαιμό. «μπουχουχου, ΣΥΓΓΝΩΩΩΜΗ, μπουχουχοχυ. ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΣΕ ΣΤΕΝΟΧΩΡΕΣΩ! ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΙΣΧΡΟΣ, ΑΙΣΧΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ααα-μπουχου... χουυ…»

Ο Οβελίξ ανοιγόκλεισε για λίγο τα μάτια, προσπαθώντας να ξεπεράσει την έκπληξη. Έπειτα της χτύπησε την πλάτη παρηγορητικά, κάτι που έκανε το κλάμα της κοπέλας ακόμη πιο σπαρακτικό. «Ε, όχι και αισχρός… Έλα, Τίνα- λυγμ,» έβγαλε το πρώτο του λυγμό ο Οβελίξ, αγκαλιάζοντας κι αυτός την κοπέλα, της οποίας το πόδια δεν έφταναν στο έδαφος. «ΚΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΣΟΥ ΦΩΝΑΞΩ, αααα-μπουχουχου

Κι έτσι έμειναν αγκαλιασμένοι για λίγο, με τα δάκρυα τους να ρέουν ποτάμι και να ποτίζουν το γρασίδι, ώστε δέντρα και λουλούδια να γεννηθούν και να μεγαλώσουν. Κι ενώ η Τίνα του υποσχόταν ότι δεν θα του ξαναχάλαγε τα παιχνίδια του, ο Οβελίξ της υποσχόταν ότι από εδώ και πέρα θα της έδινε τουλάχιστον έναν από τους Ρωμαίους του, κάτι που, το παραδέχτηκε και η Τίνα, ήταν πολύ μεγαλόκαρδο εκ μέρους του.


«Συγχώρα με, Πανοραμίξ, που σου φόρτωσα τέτοια ευθύνη.»

Δεκατρείς μέρες αργότερα, οι δύο Δρυΐδες κάθονταν μαζί στο τραπέζι του εργαστηρίου του Καλοκαγαθίξ, στην καλύβα του στις παρυφές της Λουτέτια. Η ανακούφιση του θείου της μόλις άνοιξε την πόρτα και είδε τον Πανοραμίξ υγιή και ακέραιο ήταν απερίγραπτη, όμως ωχριούσε μπροστά σε αυτή που του ενέπνευσε η θέα της ανιψιάς του.

Έπειτα, οι τρείς νεαροί Γαλάτες πήγαν να κυνηγήσουν στο δάσος δίπλα, αφήνοντας του δύο φίλους να τα πουν. Ο Καλοκαγαθίξ εκμεταλεύτηκε την πρώτη ευκαιρία για να απολογηθεί στον παλιό του φίλο, και κρίνοντας από την ευγλωττία του, η Πεισματίνα πρέπει να τον έφερνε συχνά σε τέτοια θέση.

«Το θέμα είναι ότι έχει έναν τρόπο να θέτει τα πράγματα, είναι  λες και αυτή είναι η λογική κι εσύ ο παράλογος.» Αναστέναζε τώρα ο Καλοκαγαθίξ, χωρίς ίχνος από το χαμόγελο που άλλες φορές φώτιζε τα μάτια του όταν μιλούσε για την ανηψιά του. «Είναι θέμα τιμής επαναλάμβανε, ξανά και ξανά, κι όσο κι αν της εξηγούσα ότι κανείς δεν περίμενε από ένα μικρό κορίτσι να κάνει τα πράγματα που κάνουν οι δύο συγχωριανοί σου, εκείνη πείσμωνε όλο και περισσότερο. Μόνο αν την έδενα και την φορτωνόμουν στον ώμο θα μπορούσα να την φέρω μαζί μου στη Λουτέτια. Κι ακόμη κι έτσι ήταν ικανή να εκμεταλευτεί την πρώτη στιγμή που θα την έχανα από τα μάτια μου για να το σκάσει και να τους ακολουθήσει. Οπότε σκέφτηκα, καλύτερα να την αφήσω να πάει εκεί και τότε, ώστε να τους προλάβει και να ταξιδέψει υπό την προστασία τους, παρά να τρέχει μόνη της σε ξένη χώρα. Εξάλλου είχα δει τι μπορούσε να καταφέρει ο μαγικός ζωμός σου, και οι δύο νεαροί συγχωριανοί σου φάνηκαν έντιμοι, καλοί άνθρωποι. Πες μου ειλικρινά, σας έβαλε σε μπελάδες;»

Ο Πανοραμίξ χτύπησε τον φίλο του στον ώμο παρηγορητικά. «Όχι Καλοκαγαθίξ, ίσα ίσα. Ήταν ήσυχη και υπάκουη. Περισσότερο από ότι περίμενα, αν μου επιτρέπεις το θάρρος.»

Ο Καλοκαγαθίξ ήταν εξαιρετικά δύσπιστος.

«Ναι, ναι ήταν.» Επέμεινε ο φίλος του χαμογελαστά. «Ίσως ήταν που δεν μας ξέρει και πολύ καλά, ίσως ήταν ότι ήθελε να αποδείξει πως μπορεί να είναι συνεργάσιμη… Ήθελε και να την συμπαθήσουμε… Σε κάθε περίπτωση, όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι της,  και ήσυχη ήταν και κατά-ευχαριστήθηκε και το ταξίδι. Ειδικά με τον Οβελίξ τα πηγαίνει πολύ καλά. Αλλά και με τον Αστερίξ θα τα κάνουν πλακάκια σύντομα, είμαι σίγουρος. Αυτοί οι δύο μοιάζουν περισσότερο από όσο νομίζουν.»

Ο Καλοκαγαθίξ είχε τώρα μπερδευτεί για τα καλά. «Τι εννοείς, παλιόφιλε;»

«Τίποτα πέραν αυτού που περιγράφω, παλιόφιλε. Ότι πρέπει να τους δώσουμε χρόνο.» Επανέλαβε ο σκεπτικός Πανοραμίξ και άφησε το βλέμμα του να παρασυρθεί προς τη φωτιά. «Ο Αστερίξ θα είναι σίγουρα μια καλή επιρροή για την Τίνα… Και νομίζω και ότι ο καλός μου φίλος επρόκειτο να εκπλαγεί από αυτά που θα αποκαλύψει η παρουσία της. Το χωριό μας είναι μικρό, Καλοκαγαθίξ. Μπορεί ο Αστερίξ και ο Οβελίξ να ταξιδεύουν συχνά, όμως όταν γυρνάνε στη βάση τους, οι συνθήκες είναι πάντα οι ίδιες και απαράλλαχτες. Η Πεισματίνα θα ταρακουνήσει τα λιμνάζοντα νερά, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Μένει να δούμε μόνο τι θα αποκαλύψει αυτή η νέα κινητικότητα. Μην με παρεξηγείς,» ο Πανοραμίξ απευθύνθηκε στην απορημένη έκφραση του φίλου του, «δεν εννοώ ότι τα πράγματα δεν κυλούσαν εύρυθμα έως τώρα, ούτε ότι ο Αστερίξ δεν είναι ευχαριστημένος με τη ζωή του ως έχει. Λέω μόνον ότι η παρουσία της Πεισματίνας μπορεί να αποδειχθεί μια δοκιμασία για εκείνον. Μια δοκιμασία που μπορεί να φέρει στο φως πράγματα θαμμένα, μπορεί και όχι.»

Ο Πανοραμίξ ολοκλήρωσε το μονόλογο του, κι έμεινε να χαζεύει σκεπτικά το ποταμό Rodο (Σ.τ.Ε.Α. μεταγενέστερα γνωστός ως Σηκουάνας) που αχνοφαινόταν από το παράθυρο. Σιωπή επικράτησε στην καλύβα για μερικές στιγμές.

«Δηλαδή…» Ο Καλοκαγαθίξ ανοιγόκλεισε τα μάτια αρκετές φορές, λες κι έτσι θα αποτίναζε το άλαλο σοκ που τον είχε καταλάβει. «Θέλεις ακόμη να την φιλοξενήσεις; Και να την διδάξεις;»

Το χαμόγελο του Πανοραμίξ είχε έναν άτακτο χαρακτήρα. «Αφού η τιμή της της επέβαλλε να ταξιδέψει σε μια ξένη χώρα για να σώσει έναν άγνωστο, νομίζω κι η δική μου τιμή μου επιβάλλει να της το ξεπληρώσω, δεν συμφωνείς;»

Chapter 4: Το ψάρι που ήθελε να αλλάξει το δέρμα του

Summary:

Η Τίνα το νευρόσπαστο πασχίζει να εγκλιματιστεί στο Χωριό των Τρελών, ο Πανοραμίξ φτάνει στα όρια του κι ο Αστερίξ αντιμετωπίζει ένα δίλλημα.

Notes:

Τα Kudos και τα σχόλια σας μου φτιάχνουν τη μέρα!

Καλή Διασκέδαση!!

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΩΝ ΤΡΕΛΩΝ

Κεφάλαιο 1: Το ψάρι που ήθελε να αλλάξει το δέρμα του

 

«Θέλω να σου πω κάτι πριν φύγεις, κορίτσι μου, αλλά θέλω να με ακούσεις, εντάξει; Μη γυρίσεις γρήγορα

Ο θείος της την είχε πιάσει από τον αγκώνα όταν την αποχαιρετούσε. Τις λέξεις αυτές τις πρόφερε με έναν αγέλαστο, σχεδόν αυστηρό τρόπο που την είχε ξαφνιάσει.

«Μην γυρίσεις γρήγορα.»

Είχαν ακολουθήσει κι άλλα λόγια. Να μην βιαστεί, συμβουλές να μην επιτρέψει στο πείσμα και την ανυπομονησία της να της στερήσει όμορφες εμπειρίες, και πως όλα φαίνονται δύσκολα στην αρχή, μα καμιά δυσκολία δεν κρατάει για πολύ. Όμως αυτές οι τρεις λέξεις έσβησαν όλα τα άλλα, γιατί η Τίνα από δέκα χρονών παιδί φοβόταν τη μέρα που ο Καλοκαγαθίξ θα τις ξεστόμιζε.

Μη γυρίσεις.


Η Τίνα προσπάθησε να βελτιωθεί, να κάνει μια νέα αρχή. Ειλικρινά προσπάθησε να μην είναι τόσο ενοχλητική στους καινούριούς τις οικοδεσπότες όσο ήταν στον θείο της.

Αν και η ίδια δεν είχε προσωπική εμπειρία, η Τίνα ήταν σίγουρη ότι η ζωή στο χωριό ήταν πιο ευγενική, πιο πράα. Ότι οι άνθρωποι ήταν πιο στενά συνδεδεμένοι με τη φύση. Το χωριό καθόταν δίπλα στην θάλασσα, και σχημάτιζε ένα ειδυλλιακό τοπίο, έναν ύμνο στη φύση της Αρμορικής. Δεν υπήρχαν μποτιλιαρίσματα και ατυχήματα με κάρα για να κάνουν τους κατοίκους να χάνουν την ψυχραιμία τους. Δεν υπήρχε φασαρία και ακρίβεια στην αγορά για να τους μιζεριάζουν.

Γι’ αυτό και οι καυγάδες που ξέσπαγαν σαν μπόρες σε καλοκαιρία με την παραμικρή αφορμή ήταν κάτι που την εξέπληξε ιδιαίτερα.

Οι άνθρωποι στη Λουτέτια ήταν πάντα βιαστικοί και κοντόφθαλμοι, και αντιμετώπιζαν τους πάντες με αδιαφορία και αγένεια. Η Τίνα είχε συνηθίσει να περνάει κατά κύριο λόγο απαρατήρητη. Όμως εδώ, όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω της από τη στιγμή που έφτασε, κι όλα τα στόματα ψιθύριζαν λες και η νεοφερμένη ήταν ψάρι σε ενυδρίο που πλήρωσαν εισιτήριο για να το επισκεφθούν.

Η Τίνα προσπάθησε… για καμιά εβδομάδα. Κράτησε το στόμα της κλειστό, έπλεξε τη μια αποτυχημένη κάλτσα μετά την άλλη, έκαψε φαγητά που της ανέθεσαν να προσέχει, πετάχτηκε σε συζητήσεις αντρών και κανείς δεν της έδωσε σημασία.

Και μια ωραία πρωία, δεν άντεξε άλλο.

Οι Γαλάτες είχαν μαζευτεί στην πλατεία, όπου ο Δρυΐδης μοίραζε μαγικό ζωμό. Πήγαινε καιρός από την τελευταία τους έφοδο σε κάποιο από τα τέσσερα ρωμαϊκά οχυρά που περικύκλωναν το χωριό, κι ήταν σίγουροι πως οι Ρωμαίοι τους είχαν πεθυμήσει.

Η Τίνα πήγε και στάθηκε στο τέλος της ουράς, να περιμένει τη σειρά της. Δεν είχε σκοτώσει ούτε έναν τόσο δα λεγεωνάριο από τότε που είδε πόσο ενοχλούσε τον Οβελίξ, είχε υπάρξει τόσο ήσυχη και υπάκουη, σίγουρα δεν θα τους πείραζε να την πάρουν μαζί για να ρίξει κι αυτή μερικές μπούφλες στον κατακτητή.

Πήγε λοιπόν και στάθηκε πίσω από τον Οβελίξ, που όσο κι αν του αρνιόταν ο Πανοραμίξ, εκείνος δεν σταματούσε ποτέ να ελπίζει. Κι όταν ο Οβελίξ αναπόφευκτα έφυγε με άδεια χέρια, η Τίνα έκανε ένα βήμα μπροστά και συνάντησε πεισμωμένα και ελπιδοφόρα τη ματιά του Δρυΐδη.

«Τίνα…» Αναστέναξε ο Πανοραμίξ, όμως προτού ειπωθεί κάτι περισσότερο, οι Γαλάτες γύρω τους ξεκίνησαν να γελάνε.

Η πλατεία αντιλάλησε με τα κακαρίσματα τους, λες και δεν είχαν μόλις δει έναν άνθρωπο να θέτει ένα εντελώς λογικό αίτημα, αλλά είχαν γίνει μάρτυρες στο αστείο της χρονιάς.

«Κοίτα ρε τη μικρή που θέλει και μαγικό ζωμό, χαχαχαχαχ.» Δάκρυζε από τα γέλια ο Αλφαβητίξ.

Κι η Τίνα δεν άντεξε άλλο, να τους αφήνει να ποδοπατάνε έτσι την τιμή της. Κάλυψε την απόσταση μέχρι τον ψαρά με μεγάλα θυμωμένα βήματα, σήκωσε την ήδη σφιγμένη γροθιά της και την προσγείωσε στο μάγουλο του.

Μπορεί να μην ενέκρινε την αναίτια βία, αλλά δεν θα καθόταν σαν χάνος να καταπίνει κάθε προσβολή!

Το όλο σκηνικό έκανε τους υπόλοιπους Γαλάτες να καταρρεύσουν κυριολεκτικά από τα γέλια, δείχνοντας τον σαστισμένο Αλφαβητίξ που κράταγε το μάγουλό του. Όμως καθώς εκείνος δήλωνε ρητά ότι δεν χτυπάει γυναίκες, και ο Αυτοματίξ δίπλα του είχε ξεσαγωνιαστεί να γελάει εις βάρος του, εκτόνωσε τον θυμό του στο σιδερά.

Η μία μπουνιά έφερε την άλλη, η Γέλλοουσαμπμαρίνα έβγαλε το εμπόρευμα από τα μπαούλα και στήθηκε καυγάς στην πλατεία.

«Μα τι κάνετε!» Αναφωνούσε το κορίτσι, σκύβοντας να αποφύγει ένα ψάρι που εκσφενδονίστηκε προς τη λάθος κατεύθυνση. «Τους Ρωμαίους πρέπει να βαράτε!»

Συνέχισε να προσπαθεί να σταματήσει όποιον Γαλάτη έβρισκε μπροστά της, χωρίς να καταφέρνει τίποτα, μέχρι που ο Αστερίξ την έπιασε από τη μέση και την πήγε σηκωτή στην άκρη, φοβούμενος ότι θα έτρωγε κατάμουτρα καμιά ξώφαλτση.

Κι αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τις προσπάθειες της Πεισματίνας.

Με τις γυναίκες έτσι κι αλλιώς δεν τα πήγαινε ποτέ καλά. Τσαντιζόταν με τις νοικοκυρές που είχαν βαλθεί να την κάνουνε σαν τα μούτρα τους. Τα πράγματα που ζητούσαν από την Τίνα ήταν ανεκδιήγητα! Να μαγειρεύει, να πλέκει, να κρατάει καλό νοικοκυριό. Μα για ποια την είχανε περάσει, μα το Μπελένο;

Αυτές οι αντιδράσεις της δεν βοήθησαν και πολύ να γίνει αρεστή στις γυναίκες του χωριού. Οι φήμες εξαπλώθηκαν σαν τη φωτιά: η μικρή που ήρθε από τη Λουτέτια και νoμίζει ότι τα ξέρει όλα. Που μας σνομπάρει για τους χωριάτικους μας τρόπους. Μέσα σε μερικές ώρες ακόμη και γυναίκες τις οποίες η Τίνα δεν είχε άθελα της προσβάλλει, μόλις την έβλεπαν, σήκωναν τη μύτη ψηλά και έστρεφαν το κεφάλι από την άλλη.

Και οι άνδρες, η τελευταία της ελπίδα, συνήθως της φέρονταν λες και δεν υπήρχε. Και γιατί παρακαλώ έσκασαν στα γέλια όταν άκουσαν ότι το τόξο που κουβαλούσε ανήκε στην ίδια και όχι σε κάποιον άλλο;

Το κορίτσι επέστρεψε στην καλύβα του Δρυΐδη και κατέρρευσε αποσβολωμένη σε μια καρέκλα.

«Μα είστε ανυπότακτοι.» Μονολόγησε έπειτα, με το ύφος ενός ανθρώπου που του είχαν κουνήσει μπροστά στη μύτη ένα όμορφο κουτί, δεμένο με έναν υπέροχο φιόγκο. Και αυτή  αφού ενθουσιάστηκε για τα καλά, το άνοιξε και βρήκε μέσα σκουλήκια, αράχνες και σάπια φύλλα.

Ο Δρυΐδης σήκωσε τα μάτια από τα υλικά που πολτοποιούσε σε ένα ξύλινο γουδί. Η Τίνα τον κοίταξε με ύφος, λες και ο Πανοραμίξ δεν έβλεπε το αυτονόητο.

«Στη Λουτέτια και σε όλη την υπόλοιπη Γαλατία τέτοιες συμπεριφορές είναι κατανοητές, αφού Ρωμαίοι φταίνε για την ανδρική κυριαρχία.» Εξήγησε η Τίνα στον απορημένο Δρυΐδη. «Οι Ρωμαίοι που είναι μισογύνηδες. Μας κατέκτησαν και μας επέβαλαν το μισογυνισμό τους. Όμως… Πανοραμίξ, εσείς δεν κατακτηθήκατε ποτέ;»

«Ποτέ.»

«Των ποτών, ποτέ, ποτέ;» Η κοπέλα ξαναρώτησε για να σιγουρευτεί. Δεν γινόταν η θεωρία που είχε διαρθρώσει τόσα χρόνια πριν, που την κρατούσε από την απελπισία, να ήταν τόσο λάθος.

«Ας το θέσω διαφορετικά.» Ο Πανοραμίξ αποπειράθηκε να λύσει την παρεξήγηση. «Στις σπάνιες φορές που ένας Ρωμαίος βρίσκεται εντός των τειχών του χωριού, κάτι που συνήθως είναι αθέλητη συνέπεια μιας σφαλιάρας που έτυχε να πέσει προς τη λάθος κατεύθυνση, τον βοηθάμε να επιστρέψει άμεσα και εξ αέρος στη Ρώμη για να ενημερώσει τον Καίσαρα ότι τα κατάφερε.»

Η Τίνα ήταν πραγματικά πολύ μπερδεμένη.

«Μα εμείς οι Κέλτες τιμάμε τις γυναίκες! Εμείς οι Κέλτες ξέρουμε την αξία της φύσης και της οικογένειας, γιατί δεν έχουμε χαθεί στη χαβούζα της αστυφιλίας. Θυμόμαστε και τιμάμε τους τρόπους της φύσης, και φύση χωρίς γυναίκα δεν υπάρχει. Αλλά τώρα μας αποικιοποίησαν οι φαλλοκράτες, τα πατριαρχικά γουρούνια, οι Ρωμαίοι, και ξεχάσαμε να αποδίδουμε στη γυναίκα τον σεβασμό που της αξίζει.»

«Μου πιάνεις τα φύλλα ιτιάς;»

Ο Πανοραμίξ δεν προσπάθησε να της εξηγήσει ότι οι γυναίκες έμεναν στο σπίτι στο πλαίσιο ενός κοινωνικού συμβολαίου. Ότι δεν χρειαζόταν να το βλέπει ως έλλειψη σεβασμού, γιατί ουσιαστικά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έναν απλό καταμερισμό εργασίας. Οι άντρες έξω, οι γυναίκες μέσα, απλούστατο και πρακτικό, και εν σοφία εποιημένο σύμφωνα με τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του κάθε φύλου. Όμως όλα αυτά της τα είχε πει κι ο θείος της, και η Πεισματίνα αρνιόταν να αποδεχτεί ότι το όλο σύστημα είναι στην πραγματικότητα πολύ πετυχημένο. Όταν μάλιστα άκουγε ότι η ρωμαϊκή εισβολή δεν είχε αλλάξει τίποτα, κι ότι τα πράγματα ήταν έτσι χρόνια τώρα, αρνιόταν κι αυτό να το δεχτεί, και τους έλεγε ότι έτσι θέλουν να πιστεύουν γιατί τους συμφέρει.

Μόνο μια φορά ο Πανοραμίξ της είπε κάτι. Είχε άλλωστε αναλάβει να συνεχίσει τα μαθήματα που της έκανε ο θείος της.

«Χμμ, για να δούμε.» Ξεκίνησε το θέμα από μόνος του, ενώ η Τίνα είχε μέρες να αναφερθεί σε αυτό. Έβαλε στο σακούλι του το γκι που μάζεψε και ξεκίνησαν μαζί να περπατούν προς το χωριό, ενώ το δάσος γύρω τους παλλόταν από ζωή.

«Λες ότι θεωρούμε τους άνδρες δυνατούς και τους αναθέτουμε όλα τα ενδιαφέροντα που συμβαίνουν έξω από το σπίτι, ενώ αφήνουμε τα βαρετά, τα εύκολα στο αδύναμο φύλο, τις γυναίκες. Και αυτό φυσικά είναι άδικο.»

Το κορίτσι τον κοίταξε με απερίγραπτη ελπίδα. Όμως ο Πανοραμίξ συνέχισε.

«Θα ήθελα να σε ρωτήσω για αυτά τα εύκολα… Εννοείς τη οικοκυρική, που απαιτεί εξυπνάδα, φειδώ, συνέπεια και συνεχή προσπάθεια καθημερινά, ώστε να εξασφαλίζεις ότι η σοδιά θα ταΐσει όλη την οικογένεια μέχρι το πέρας του χειμώνα; Ή τη γέννα, όπου η γυναίκα κουβαλάει μια νέα ζωή μέσα στο σώμα της για εννιά μήνες και έπειτα υποφέρει τις οδύνες, σωματικές και συναισθηματικές, για να το φέρει στον κόσμο; Ή τη μετέπειτα ανατροφή του παιδιού; Το παιδί, που βγήκε από το σώμα της, που το γαλούχησε για χρόνια και πριν το καταλάβει το μωρό της έχει μεγαλώσει και φεύγει από κοντά της.  Ή μήπως εννοείς την ψυχική δύναμη που απαιτείται να είναι παντρεμένος κανείς με έναν άντρα που όλο εκτίθεται σε κινδύνους: τη θάλασσα, τον καιρό, τους πολέμους. Αυτά εννοείς εύκολα και βαρετά;»

«Εύκολα, όχι αυτά δεν… εμ…» Η Τίνα έμεινε αποσβολωμένη για λίγο, περπατώντας μηχανικά.

Ο Πανοραμίξ ανάπνευσε βαθιά το αυγιουστιάτικο αεράκι που αναστάτωνε τις φυλλωσιές. Σύντομα το πράσινο θα έδινε τη θέση του σε αποχρώσεις κίτρινες και καφετί. Σύντομα τα σύκα θα τελείωναν, και οι χωριανοί θα άρχιζαν να μαζεύουν μήλα και καρύδια.

Ούτε που βλεφάρισε όταν το κορίτσι εξερράγη σαν καλοκαιριάτικη μπόρα.

«Ακριβώς! Είμαστε καταδικασμένες να μαρτυρούμε για χάρη των υπολοίπων! Ενώ ο άντρας έχει επιλογές. Μπορεί να γίνει πολεμιστής, ψαράς, σιδεράς, βάρδος, Δρυΐδης, σοφός, στρατηγός και βασιλιάς. Είναι ελεύθερος. Εμείς είμαστε δεμένες στην στόφα!»

Ο Πανοραμίξ κοίταξε το κορίτσι που δεν είχε περάσει μια μέρα δεμένη ούτε στη στόφα, ούτε σε οποιοδήποτε άλλο έπιπλο του σπιτιού, και χαμογέλασε.

«Κάνε υπομονή, κορίτσι μου. Κάνε λίγη υπομονή, και ποιος ξέρει από που θα φυσήξει ο άνεμος αύριο.»

Όμως επικρατούσε νηνεμία στο χωριό, κι η Τίνα έβραζε μεσ’ το ζουμί της. Πρώτα την πλήρωσε το εργαστήριο του Πανοραμίξ. Ο γερο-Δρύιδης γύρισε μια μέρα από το δάσος, και νόμιζε αρχικά ότι μπήκε σε λάθος καλύβα. Για τα επόμενα τρία τέταρτα της ώρας έπεσε θύμα της ακατάπαυστης διάλεξης της Τίνας περί των λόγων για τους οποίους η δική της διάταξη των υπαρχόντων του ήταν πιο συμφέρουσα από την δική του. Είχε αναδιοργανώσει τα βοτανά και τα κατσαρολικά του σε σημείο που πέρασε την επόμενη εβδομάδα ρωτώντας για το παραμικρό, με υπομονή που μια φούσκωνε και μια ξεφούσκωνε, που είχε βάλει το ακόνιτο και που είχε καταχωνιάσει την μακριά του κουτάλα.

«Μα δεν με άκουγες όταν σου εξηγούσα; Τα βότανα είναι αλφαβητικά σε αυτά τα ράφια, εκτός αν χρησιμοποιούνται πολύ συχνά, οπότε θα τα βρεις εδώ, πάνω από τη χύτρα. Οι κουτάλες είναι κρεμασμένες πίσω από αυτή τη κουρτίνα για να μην σκονίζονται και τα κατσαρόλια…»

Κι έτσι προχωρούσε το πράγμα, μέχρι που σταμάτησε να ρωτάει για να αποφεύγει τις διαλέξεις και παραιτήθηκε να ψάχνει μόνος του μέχρι να συνηθίσει.

Η καλύβα ήταν πιο καθαρή από ποτέ, από τα παράθυρα μέχρι τη μαρμίτα, όλα μέσα στο μοναχικό δωμάτιο έλαμπαν, γιατί από ότι όλα έδειχναν η αποστροφή που ένιωθε η Τίνα για την νοικοκυροσύνη έκανε μια ιδιαίτερη εξαίρεση για τις καλύβες Δρυιδών.

Η μικρή είχε μια άποψη για το κάθετι, και αν κάτι δεν ενέπιπτε σε αυτήν την περιγραφή, τότε η Τίνα καθόταν και το μελετούσε μερόνυχτα ολόκληρα, μαζεύοντας τις πληροφορίες της κυρίως ανακρίνοντας τους χωριανούς. Τις μάζευε και τις παίδευε στο μυαλό της, μέχρι που έφτανε σε ένα συμπέρασμα που φαινόταν τόσο άκυρο, που οι χωριανοί αναρωτιόντουσαν αν το κορίτσι είχε ακούσει λέξη από όσα της είπαν.

Τις νύχτες που πέρναγε άγρυπνη και ανήσυχη, το κορίτσι αναρωτιόταν πως δεν την είχαν διώξει ακόμη με τις κλωτσιές. Ήθελε να κάνει καλή εντύπωση και να την συμπαθήσουν, αλλά γιατί κι εκείνοι δεν έβλεπαν ότι ακόμη κι αν τους έπρηζε, το έκανε χωρίς να το θέλει και με μόνο σκοπό να τους βοηθήσει; Απλά αυτοί ήταν μικρόνοες και δεν έβλεπαν ότι όσο δύσκολη κι αν φαίνεται μια αλλαγή, μόνο μακροπρόθεσμα φαίνεται η αξία της.

Πόσες δικαιολογίες είχε αναγκαστεί να δώσει για χάρη της ο Πανοραμίξ;

Κι όταν η τσαντίλα και η στενοχώρια της έφταναν σε μη διαχειρίσημα επίπεδα, την κοπάναγε για ώρες στο δάσος. Τουλάχιστον εκεί ότι έκανε δεν επιδεχόταν κριτικής. Τουλάχιστον εκεί είχε τόσα να μάθει και να απασχοληθεί. Τόσα να της προσφέρουν μια ικανοποίηση. Κι η μεγαλύτερη ικανοποίηση έγκειτο στο να παίζει με τους Ρωμαίους.

Συνήθως άκουγε από μέτρα μακριά την καημένη περίπολο που είχε τραβήξει τον άτυχο κλήρο κι είχε σταλεί στο δάσος των τρελών ανυπόταχτων. Η Τίνα σκαρφάλωνε στο πρώτο δέντρο με πυκνή φυλλωσιά και περίμενε να φανούν οι λεγεωνάριοι, με ένα βέλος στερεωμένο στο τόξο της. Όταν έρχονταν εντός βεληνεκούς, απελευθέρωνε τη χορδή.

Το βέλος περνούσε ξυστά από έναν από τους λεγεωνάριους και η περίπολος είχε γίνει καπνός πριν καρφωθεί στον κορμό πίσω από το υποψήφιο θύμα.

Ακόμη και δύο τρεις φορές που είχε έρθει μούρη με μούρη με τους Ρωμαίους, μόνο η θέα ενός Γαλάτη, ακόμη και μιας νεαρής κοπέλας, από το χωριό των ανυπότακτων ήταν αρκετή για να τους κάνει να φύγουν τρέχοντας, τσιρίζοντας από φόβο και πανικό.

Τουλάχιστον υπήρχαν κάποιοι σε αυτό το μέρος που ήξεραν να σέβονται αυτούς που το αξίζουν.

Βέβαια το γεγονός ότι στο δάσος δεν κινδύνευε από Ρωμαίους, αλλά ούτε και από τίποτα άλλο, της στερούσε κάθε δικαιολογία να ζητήσει από το Δρυΐδη μαγικό ζωμό. Κι αυτό το συνειδητοποίησε αφού καυχήθηκε τι ωραία που τους κάνει ζάφτι τους λεγεωνάριους.

Οι διδασκαλίες του Πανοραμίξ ήταν κάτι, και μάλιστα ένα κάτι πολύ ενδιαφέρον, άλλα αυτό το κάτι διαρκούσε μόνο μια ώρα της ημέρας, αφήνοντας κενές τις υπόλοιπες.

Άσε που ήθελε όσο τίποτα άλλο να μάθει τη μυστική συνταγή του μαγικού ζωμού.

«Δηλαδή δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να μου το πεις;»

«Από στόμα δρυΐδη σε αυτί δρυΐδη, Πεισματίνα.»

«Ένα μέρος του μόνο;»

«Κανένα, Τίνα.»

«Ένα συστατικό;»

«Όχι.»

«Το λιγότερο βασικό συστατικό μονάχα;»

«Ούτε με ποια κουτάλα πρέπει να ανακατευτεί δεν μπορώ να σου πω.»

«Έχει σημασία και η κουτάλα;! Γιατί;»

«Εκτός ορίων, Πεισματίνα. Εκτός ορίων.»

Δεν μπορούσε να επιμείνει παραπάνω. Στο κάτω κάτω ήταν φιλοξενούμενη κι έπρεπε να τους σεβαστεί.

Όμως ήταν σίγουρη πως αν κατάφερνε να μάθει τη συνταγή, οι χωριανοί θα την έβλεπαν με άλλο μάτι. Θα κέρδιζε το σεβασμό τους. Πόσες φορές πήρε από  πίσω τον Πανοραμίξ στα κλεφτά, να παρακολουθήσει τι άλλα βοτάνια μάζευε στο δάσος εκτός από γκι… Κάθε φορά ο γερο-δρυΐδης κάπως τα κατάφερνε και εξαφανιζόταν από τα μάτια της. Λες και άνοιγε η γη να τον καταπιεί. Μπορεί και όντως αυτό να συνέβαινε, με κάποιο μαγικό που η κοπέλα ξαγρυπνούσε να προσπαθεί να φανταστεί. Ο πολυμήχανος δρυΐδης ήταν ικανός για πολλά, αυτό η Τίνα το είχε εμπεδώσει ήδη.

Το γεγονός ότι αυτή η αλλαγή στη συμπεριφορά της είχε συμπέσει με την πρώτη απουσία του Αστερίξ και του Οβελίξ, ήταν μια απλή σύμπτωση.

Είχαν πάει στη Ρώμη να φέρουν πίσω το βάρδο, τον οποίον –άκουσον, άκουσον- είχε απαγάγει ο έπαρχος της Γαλατίας για να τον πάει στον καίσαρα ως δώρο. Η ευγένεια του Οβελίξ ήταν ομολογουμένως μεγάλη απώλεια, αλλά η Τίνα εξεπλάγη που ένιωσε τόσο έντονα και την απουσία του Αστερίξ, ο οποίος δεν είχε σταματήσει να τη λέει μικρή και να ξεσπάει επάνω της τα νεύρα του (για τα οποία η Τίνα δεν έφερε κανενός είδους ευθύνη). Και με αυτούς τους δύο απόντες, τους μόνους εκτός του Πανοραμίξ με τους οποίους είχε αποκτήσει κάποια οικειότητα, η μικρή αισθανόταν πιο μόνη από ποτέ.


«Αστερίξ-»

«Όχι, Πανοραμίξ, όχι, όχι, απλά ΟΧΙ!»

«Μια ωρίτσα τη μέρα!» Πρώτη φορά ο Αστερίξ έβλεπε τον Δρυΐδη να ικετεύει. «Μόνο μια ωρίτσα και ξεμπερδεύεις. Έχει κατενθουσιαστεί με την ιδέα-»

Ο Αστερίξ κατέρευσε αποσβολωμένος στην καρέκλα. «Δεν πιστεύω να της μίλησες πριν το ξεκαθαρίσεις μάζι μου;»

«Με άκουσε να λέω για τις σπηλιές στην άλλη άκρη του δάσους και ετοιμαζόταν να πάει να τις δει…» Εξήγησε μετανοιωμένα ο Δρύιδης.

«Ααγκχχχ…» Ο Αστερίξ έτριψε τα μάτια του, κι έπειτα έμεινε με τον αγκώνα στηριγμένο στο τραπέζι, όμως το πόδι του έτρεμε από υπερβάλλουσα ενέργεια.

«Δεν βλέπω το πρόβλημα, Αστερίξ, η Τίνα είναι ήδη εξοικειωμένη με τα όπλα-»

«Μου ζητάς να πολεμήσω με ένα κορίτσι, Πανοραμίξ.»

Έστρεψε το βλέμμα ικετευτικά στο Δρυΐδηκαι ήταν σαν να του έλεγε: και η γαλατική αβρότητα; Που την βάζεις τη γαλατική αβρότητα; Ο Δρύιδης, πήγε και κάθησε δίπλα του, ακούμπησε ένα χέρι στον ώμο του.

«Όχι να πολεμήσεις. Να την διδάξεις.» Εξήγησε με μαλακή φωνή.

Το βλέμα του Αστερίξ πλανήθηκε τριγύρω στην καλύβα του δρύιδη, λες και το σωστό αντεπιχείρημα βρισκόταν ανάμεσα στις κουτάλες που κρέμονταν στον τοίχο, τα βότανα και τα ζαρζαβατικά.

«Έχει το τόξο της αλλά πάντα ήθελε, λέει, να μάθει να χειρίζεται το σπαθί. Δεν είχε με ποιον να εξασκηθεί όλα αυτά τα χρόνια.» Συνέχισε ο Πανοραμίξ, με ένα μικρο χαμογελάκι λες και η όλη κατάσταση ήταν ιδιαίτερα ψυχαγωγική, ένα αστείο που ο πολεμιστής δεν μπορούσε να πιάσει. «Σε τι θα την ωφελήσει, δεν ξέρω, όμως περισσότερο κακό δεν πρόκειται να κάνει.»

«Κι αν χτυπήσει τι θα πούμε στο θείο της;»

Ο Αστερίξ επανέλαβε το αιώνιο επιχείρημα, στο οποίο κανείς δεν φαινόταν να δίνει την σημασία που του άρμοζε.

«Ο θείος της,» όντως αντέκρουσε ήρεμα ο Πανοραμίξ, «ξέρει καλύτερα από όλους μας ότι όταν η Τίνα βάζει κάτι στο μυαλό της κανείς δεν την σταματά. Και είναι προτιμότερο, θαρρώ, να μάθει στα δικά σου χέρια παρά σε κάποιου άλλου.»

Ο Αστερίξ του έριξε ένα δύσπιστο βλέμμα. «Ποιος άλλος θα δεχότανε να κάνει κάτι τέτοιο;»

 «Άρα δέχεσαι;» Ο Πανοραμίξ έλαμψε από ευτυχία.

«Γγγγγ

«Έκτακτα, έκτακτα! Σκέφτομαι αύριο μετά την ανατολή, στο πλάτωμα εδώ μπροστά στην καλύβα μου, τι λες κι εσυ;»

Ο Αστερίξ δεν ήθελε να πει στον φίλο του ότι αν συνέχιζε έτσι, θα καταντούσε χειρότερος κι από τον Καλοκαγαθίξ. Αποδέχθηκε τη μοίρα του, ελπίζοντας ότι αν βοηθούσε τη μικρή να εκτονωθεί, θα σταματούσε να πονοκεφαλιάζει το Δρυΐδη του χωριού.

 

Chapter 5: Η Κατσουφιασμένη Ώρα

Summary:

Τα σύννεφα που μαζεύτηκαν είναι ώρα να ξεσπάσουν....
Ανυπομονώ να ακούσω την άποψη σας!!

Καλή ανάγνωση!!!

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΩΝ ΤΡΕΛΩΝ

Κεφάλαιο 2: Η Κατσουφιασμένη Ώρα

 

Η δεξιότητα του Αστερίξ άφηνε την Τίνα ξέπνοη και σαστισμένη. Το κορίτσι περίμενε το κοντό ανάστημα να είναι ένα μειονέκτημα για τον Γαλάτη, όμως ο Αστερίξ ήξερε ακριβώς πως να μετατρέπει την φαινομενική του αδυναμία σε δύναμη. Οι κινήσεις του ήταν γρήγορες και ακριβείς. Ακόμη κι όταν κρατούσε το σπαθί με το ένα χέρι και δεν είχε πιει σταγόνα μαγικό ζωμό, τα χτυπήματα του έπεφταν βαριά και δυνατά, όσο κι αν προσπαθούσε να είναι μαλακός με το κορίτσι. Το κρύο μέταλλο των όπλων τους μπορεί να μην ήταν ακονισμένο, έριχνε όμως κάτι ξεγυρισμένες ξυλιές, που έκαναν το σώμα της Τίνας να τσούζει και να μελανιάζει.

«Μην με λυπάσαι!» Επαναλάμβανε η Τίνα, αποφασισμένη και απογοητευμένη όταν ο Αστερίξ έκανε ένα βήμα πίσω αντί μπροστά.

Και ο Αστερίξ έσφιγγε τα δόντια γύρω  από την τσαντίλα του και της ριχνόταν όλα και πιο επιθετικά, όλο και πιο βίαια, σε σημείο που τα φρύδια των συγχωριανών, ήδη θεωρώντας την ασχολία απρεπή για το κορίτσι, είχαν αρχίσει να μένουν μονίμως συνοφρυωμένα. Η Κατσουφιασμένη Ώρα, η Τίνα είχε αρχίσει να την αποκαλεί, οπότε ο Αστερίξ αποφάσισε για την ευρυθμία του χωριού, να εξασκούνται από εδώ και πέρα στο δάσος.

 «Άσ’το, μια χαρά είναι-» γκρίνιαξε ο Αστερίξ για πολλοστή φορά αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Η Τίνα έφερε το χέρι του στα πόδια της χωρίς περιστροφές, και χωρίς να λάβει υπόψη το βογκητό πόνου που προκάλεσε, και άλειψε τις μελανιές με γιατρικό, «της δικής μου παρασκευής.» Ο Αστερίξ κορόιδεψε τα λόγια της μιμούμενος ψιλή κοριτσίστικη φωνή. Ο ίδιος έβγαινε συνήθως με μελανιές από τις συναντήσεις τους, αλλά η Τίνα είχε μερικά επιφανειακά τραύματα.

Ενώ εκείνη ασχολείτο με το χέρι του, τα δάκτυλα του έσπρωξαν το πηγούνι της, ώστε να φέρει το άλλο της μάγουλο εντός του οπτικού της πεδίου. «Τς. Πως κατάφερες να το πάθεις αυτό,» επιθεώρησε το μάγουλο της, όπου μια αμυχή έτρεχε λίγο αίμα, «όταν τα όπλα μας δεν είναι καν ακονισμένα, δεν καταλαβαίνω.»

Ήταν τα πόδια της που δεν ήξερε που να τα βάλει και η παραμικρή ώθηση την έστελνε να συγκρουστεί με όποιο αντικείμενο ήταν διαθέσιμο εκεί κοντά. Όμως όσο κι αν ίδρωνε και ξε-ίδρωνε και τα πόδια της έτρεμαν από την κούραση, εκείνη επέμενε και δεν το έβαζε κάτω. Αυτό το κορίτσι του προξενούσε περισσότερη τσαντίλα από κάθε άλλον άνθρωπο που είχε γνωρίσει ποτέ.

Έτσι αναστέναζε ενώ προσπαθούσε να απαντήσει ξεκάθαρα στον καταιγισμό ερωτήσεων που δεχόταν από την Τίνα σχετικά με το τι έκανε λάθος και τις θα μπορούσε να κάνει καλύτερα.

«Και από τι ηλικία έπιασες το πρώτο όπλο;  Είχες βγει από την κούνια ή ήσουν ακόμη στις πάνες;» Μονολόγησε ο Γαλάτης, ρίχνοντας μια ματιά στα ρούχα της ψάχνοντας σημάδια ότι έφερε τραύματα πιο επείγοντα από τις δυό μελανιές στα πλευρά του.

«Τς.» Το κορίτσι αποκρίθηκε απηυδισμένα και του σήκωσε τη μπλούζα για να καλύψει τους μώλωπες στο σώμα του.  Ο Αστερίξ δεν είχε σταματήσει να επαναλαμβάνει ότι δεν είναι σωστό να τον γδύνει μέσα στο δάσος γιατί αν περάσει κανείς και τους δει, θα παρεξηγηθούνε. Ακόμη κι αν η μικρή ήταν μικρή, δεν ήταν πια και τόσο μικρή.

Επανειλημμένα η αντίδραση που δεχόταν ήταν εριστικά πειράγματα περι ντροπαλότητας και ψευτο-παρθενοσύνης, αν και τα μάγουλα του κοριτσιού γινόντουσαν κόκκινα σαν κεράσια. Η Τίνα τελικά σεβάστηκε αυτό το ένα και μοναδικό όριο, αφού όμως πρώτα του υπενθύμισε πόσο ικανή θεραπεύτρια ήταν.

«Καλά.» Του είπε. «Καν’το μόνος σου. Αλλά κάν’το τώρα, γιατί όσο πιο σύντομα τις φροντίσεις, τόσο πιο σύντομα θα γιατρευτούν.» Και ο Αστερίξ προχώρησε να κάνει την επάλειψη μόνος του, έστω και αν ήταν κάτω από το προσεκτικό της βλέμμα. Μικρές ευλογίες.

 Βέβαια η Τίνα ούτε μια φορά δεν παραδέχτηκε ότι εάν δεν υπήρχε η ανάγκη να την κρατήσει κάποιος απασχολημένη, ώστε να μην σπάει ολονών τα νεύρα, ο Αστερίξ δεν θα χρειαζόταν να αποκτά μελανιές πάνω στις μελανιές πριν καλά καλά αρχίσουν να γιατρεύονται οι προηγούμενες.

Από την άλλη ούτε και ο ίδιος παραδέχτηκε ότι  υπήρχαν χειρότεροι τρόποι να περνάει κανείς την ώρα του από την αδρεναλίνη μιας μονομαχίας.

«Τι μανία είναι τότε αυτή;» Τα μαύρα του μάτια συνάντησαν τα δικά της τα μελιά. Ποιος ήταν ο λόγος που την έκανε να θέλει -ή να νομίζει ότι το χρειάζεται- να έχει δεξιότητα με τα όπλα;

Τα μάτια της έψαξαν τα δικά του για λίγο, λες και η Τίνα προσπαθούσε να καταλάβει τι κρυφό κίνητρο κρυβόταν πίσω από την ερώτηση του. Ο Αστερίξ πείσμωσε και δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αισθανθεί άβολα και να αποτρέψει το βλέμμα. Όσο η σιωπή προχωρούσε, τόσο η έκφραση της Τίνας μαλάκωνε.

«Δεν είμαι αδύναμη.» Του υπενθύμισε, και δεν ήταν τόσο επιθετικό όσο θα μπορούσε να είναι.

Αρχικά ο Αστερίξ νόμιζε πως κάτι δεν άκουσε σωστά. Σύντομα όμως κατάλαβε πως η μικρή όντως φοβόταν μην κατηγορηθεί για αδυναμία. Ένας καγχασμός έφυγε από τα χείλη του τότε.

«Από όλα τα κορίτσια του κόσμου, εσύ είσαι το τελευταίο που θα περιέγραφα ως αδύναμο.» Σάρκασε, και κατά τις τελευταίες βδομάδες είχε συλλέξει ένα σωρό εκνευριστικά περιστατικά που στήριζαν αυτή την άποψη. Ο φόβος της ήταν τελείως παράλογος. Μακάρι να έμοιαζε κι αυτή λίγο περισσότερο με τις υπόλοιπες γυναίκες της γνωριμίας του – ίσως έτσι θα ήταν μπελάς κάποιου άλλου κι όχι του ίδιου.  «Και γιατί σε νοιάζει καν ότι ο οποιοσδήποτε θα σε θεωρήσει-»

«Γι' αυτό το λόγο, ακριβώς για αυτόν!» Αναφώνησε εκείνη με τρεμάμενη φωνή, λες και το κομπλιμέντο που της είχε μόλις κάνει ήταν η χειρότερη βρισιά.

«Τι είπα πάλι;» Αμύνθηκε αμέσως ο πολεμιστής.

«Δεν θέλω να με βλέπεις απλά ως ένα δυνατό κορίτσι! Θέλω να με βλέπεις όπως βλέπεις τον Μαζεστίξ, τον Πανοραμίξ, τον Οβελίξ! Να με σέβεσαι όπως σέβεσαι αυτούς! Το να λες ότι είμαι το πιο δυνατό κορίτσι, είναι σαν να λες-» έμεινε με το στόμα ανοιχτό να κοιτά τα δέντρα στο βάθος, ψάχνοντας την κατάλληλη παρομοίωση. Το χρώμα στα μάγουλα της δεν άφησε περιθώρια στον Aστερίξ να αμφιβάλλει για το πόσο γρήγορα χτυπούσε η καρδιά της.

«Είναι σαν να λες ότι είμαι αρχηγός, αλλά αρχηγός των στάβλων!» Κατέληξε η νεαρή, αηδιασμένη.

Ο Αστερίξ προσπάθησε να δει το χιούμορ της κατάστασης, αλλά ένιωθε πολύ εξαντλημένος για να το εκτιμήσει. Έγειρε το κεφάλι του στον κορμό πίσω του και ξεφύσηξε σαν άλογο. Το δάσος ήταν ήρεμο, με τη φασαρία που είχαν κάνει είχε διώξει όλα τα ζωντανά. Ακτίνες ήλιου διείσδυαν το πυκνό φύλλωμα των δέντρων πάνω από τα κεφάλια τους. Ήταν μια ωραία, ήσυχη μέρα. Παρ’ όλα αυτά ο Αστερίξ έβρισκε τον εαυτό του σε μια υπόκωφη κατάσταση αναστάτωσης και νευρικότητας. Ήταν λες και είχαν μπει μυρμήγκια κάτω από το δέρμα του και κόβανε βόλτες.

«Δεν με συμπαθείς,» παρατήρησε ουδέτερα η Τίνα, με την ερευνητική ματιά της καρφωμένη επάνω του. «Δε με συμπάθησες από την πρώτη στιγμή που με είδες.»

Καλά πως της είχε έρθει αυτό τώρα; Ο Αστερίξ εξεπλάγη αρκετά ώστε τα μάτια του να ψάξουνε τα δικά της. Ήθελε να συμφωνήσει όμως η γλώσσα του είχε δεθεί κόμπος.

Η Τίνα ξεφύσηξε και του έριξε ένα ύφος, σαν να του έλεγε, λοιπον, θα μου πεις ή θα περιμένουμε το γρασίδι να φυτρώσει;

Ο Αστερίξ απάντησε με ένα δικό του ύφος, τι θες να σου πω;

«Γιατι!;» Η Τίνα αναφώνησε, ψιλοτσαντισμένη που ο Αστερίξ – συνήθως γρήγορος να καταλάβει – αρνήθηκε να παίξει το ρόλο του στη συζήτηση.

Ο Αστερίξ συνειδητοποίησε ότι η μικρή δεν θα άφηνε το θέμα αν δεν έπαιρνε μια καταληκτική απάντηση. Έκανε να σκεφτεί τι να της πει, μα τελικά ένας ήταν ο λόγος που έχανε τόσο εύκολα την υπομονή του μαζί της.

«Γκρινιάζεις.»

Τα λόγια του ήταν σεισμός, και ταρακούνησαν τα θεμέλια του ουδέτερου ύφους που η Τίνα προσπαθούσε να κρατήσει. Την πλήγωσε και τη θύμωσε και φάνηκε στο πρόσωπό της. Ο Αστερίξ όμως είχε ξεκινήσει και δεν θα σταματούσε, όσο κι αν τα μελιά της μάτια τον κοιτούσαν με παράπονο, ευχόμενα να πάρει πίσω ό,τι είπε.

«Συνέχεια, γκρινιάζεις για πράγματα που δεν μπορούν να αλλάξουν. Για τους Δρυΐδες, για τους Ρωμαίους, για τους συγχωριανούς μας, για τον καιρό, τη μέρα, τη νύχτα, για το φαγητό, για το νερό-»

«Προσπαθώ να βελτιώσω-»

«Όχι.» Τόνισε ο Αστερίξ.  «Προσπαθείς να τα κάνεις όλα όπως τα θες εσύ. Ότι δεν ταιριάζει με αυτό που θες, θες να το αλλάξεις και θες όλοι οι άλλοι να σε υπακούσουν-»

«Το πηγάδι.» Διέκοψε η Τίνα, απείθαρχη όπως πάντα και έτοιμη για τον αντίλογο. «Τι έχεις να πεις για το πηγάδι.» Και εκμεταλλεύτηκε το σάστισμα του για να υποστηρίξει τη θέση της. «Σας είπα να ανοίξουμε άλλο πηγάδι, και το κάναμε και η τοποθεσία που επέλεξα ήταν πολύ καλύτερη από την προηγούμενη και-»

Τις τελευταίες βδομάδες, ο Αστερίξ είχε μαζέψει τόσα αποθέματα εκνευρισμού, που τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να σταματήσει τον κατακλυσμό που επερχόταν.

«Και πως το έκανες αυτό;» Την διέκοψε, έτοιμος να τραβήξει τα μαλλιά του. «Μας έπρηξες για δυο εβδομάδες μέχρι που δεν θα ησυχάζαμε αν δεν σου λέγαμε ναι!» Δαγκώθηκε να μην τη πει κακομαθημένο.

«Μα το παλ-»

«ΤΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΙΧΕ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΠΗΓΑΔΙ, ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΠΗΓΑΔΙ!» Ο Αστεριξ άρχισε όντως να τραβάει, όχι τα μαλλιά του, αλλά τα φτερά του καπέλου του.

«Μπορεί να ήταν μια χαρά αλλά το καινούριο είναι τέλειο, τέλειο από κάθε άποψη-»

«Γιατί πρέπει να είναι όλα τέλεια;» βαριανάσανε ο Αστερίξ, με πρόσωπο πρησμένο και κατακόκκινο. Ένιωθε σαν να εξηγεί την αλφαβήτα. «Γιατί δεν βλέπεις την ομορφιά γύρω σου αντί να είσαι μονίμως στην τσίτα! Πως γίνεται να μην καταλαβαίνεις ότι δεν υπάρχει τέλειο; Τα πράγματα είναι όπως είναι-»

«Αν σκέφτονταν όλοι όπως εσύ τότε κανείς ποτέ δεν θα κατάφερνε τίποτα!» Η Τίνα κατηγόρησε αλλά ήταν σα να πέρασε από το ένα του αυτί και να βγήκε από το άλλο, καθώς ο άντρας συνέχισε ακάθεκτος-

«-κι αν εγω συνέχεια προσπαθώ να τα κάνω τέλεια θα είναι σαν- σαν – σαν- σαν να προσπαθώ να κάνω τους Ρωμαίους Γαλάτες!»

Η Τίνα τον κοιτούσε λες και ήταν τρελός και τα λόγια του τίποτα παραπάνω από ασυναρτησίες που ζήτημα ήταν να έβγαζαν νόημα και στον ίδιο.

«Σαν να προσπαθείς να κάνεις ένα όμορφο λουλούδι, ομορφότερο!» Ξαναπροσπάθησε ο Αστερίξ. «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΕΛΟΣ! Όσο όμορφο κι αν είναι πάντα μπορει να γίνει ομορφότερο. Πάντα μπορεί να γίνει πιο τέλειο!»

«Ακριβώς! Άρα γιατί να μην-»

«ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΚΥΝΗΓΑΣ;» Ο Αστεριξ ύψωσε την φωνή του. «Είναι σα να θες να πας στο φεγγάρι! Τι έχει το φεγγάρι που ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΕΔΩ?»

«Θα σου πω τι δεν έχει.» Η Τίνα μίλησε, σιωπηλά και με βλέμμα ατσάλινο, πικραμένο. «Ανθρώπους. Ανθρώπους που το μόνο που ξέρουν είναι να καταπιέζουν, να πληγώνουν άλλους ανθρώπους.»

«ΤΩΡΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΕΣΥ;» Βρυχήθηκε ο Αστερίξ. «ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΕΜΕΝΑ Μ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΤΟΥΣ ΓΑΛΑΤΕΣ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΟΤΙ ΤΟΥΣ ΛΕΝΕ ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ; ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΠΑΝΤΟΥ ΤΙΣ ΜΟΥΡΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ ΚΑΙ ΤΑ ΟΧΕΙΡΑ ΤΟΥΣ; ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΜΟΥ ΝΑ ΞΕΧΝΟΥΝ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΩΝ ΡΩΜΑΪΚΩΝ; ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΓΑΛΑΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ  ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΜΑΛΑΚΑ ΤΟΝ ΚΑΙΣΑΡΑ;»

(Σ.τ.Ε.Α. Για όσους η φράση τελειωμένος μαλάκας φαίνεται ξένη στο παρόν κείμενο, σας έχουμε εδώ μια εκδοχή που ίσως προτιμάτε: %$#@*^)

Η Πεισματίνα τον κοιτούσε με τα μελιά μάτια ορθάνοιχτα και τα μισάνοιχτα χείλια της να τρέμουν.

«Θα μπορούσαμε να μαζέψουμε όλους τους Γαλάτες και να επαναστατήσουμε. Το ξέρεις, το έχεις πει κι εσυ.» Συνέχισε ο Αστεριξ, χωρίς φωνασκίες αλλά τρέμοντας ακόμη από θυμό. «Θα μπορούσαμε να μαζευτούμε όπως έγινε και με τον Βερσιζεντορίξ, και με το μαγικό ζωμό να τους πετάξουμε έξω από τη Γαλατία. Δεν θα ήταν… τέλειο αυτό;» της έφτυσε τη λέξη κατάμουτρα. «ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ;»

Η Τίνα αναπήδησε, αλλά ήταν πολύ σοκαρισμένη για να κάνει κάτι παραπάνω από το να τραυλίσει ακατάληπτους ήχους. Στην αμυντική της στάση, όμως, ο Αστερίξ είδε μια τάση, μια επιθυμία να συμφωνήσει. Να πει, ναι, ναι, αυτό θα ήταν τέλειο. Και αυτό τον εξόργισε ακόμη περισσότερο.

«Και ξέρεις τι θα συνέβαινε τότε, ε; Ξέρεις ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της δοξασμένης σου επανάστασης;! Πόσοι Γαλάτες θα ήταν ΝΕΚΡΟΙ; ΠΟΣΑ ΠΑΙΔΙΑ; Πόσα χωράφια θα καιγόντουσαν. Θα μέναμε μισοί, κι όλα αυτά γιατί; Για να διώξουμε έναν κατακτητή που θα συναντήσει τη μοίρα του έτσι κι αλλιώς. Όλα πεθαίνουν. Και η μεγάλη ρωμαική αυτοκρατορία δεν είναι εξαίρεση. Όλα αυτά θα τελειώσουν κάποια στιγμή, ΔΕΝ ΤΟ ΒΛΕΠΕΙΣ; Ίσως μια μέρα εμείς να είμαστε οι κατακτητές…»

Έσπαγε ένα γαλατικό έθιμο με αυτούς τους στοχασμούς που εξέφραζε για το μέλλον. Οι Γαλάτες νοιάζονται μόνο για το παρόν, αλλά τα λόγια τον έπνιγαν, ήθελε να τα βγάλει. Να τα βγάλει και να τα τρίψει στη μούρη αυτής της μικρής που δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλούσε. Που δεν καταλάβαινε την απλή λογική που ακολουθούσε κάθε Γαλάτης, την οποία ακολούθησε και ο Βερσιζεντορίξ όταν παρέδωσε τα όπλα του στα πόδια του καίσαρα: παρέδωσε τα όπλα, όμως φρόντισε να του χτυπήσει και τον κάλο του στη πορεία.

«Μα αυτό δεν- δηλαδή τι; Εμείς να μην….;» Παραμιλούσε η κοπέλα, που ‘χε χάσει τα λόγια της από το σοκ.

«ΚΙ ΙΣΩΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΑΣ ΠΕΣΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ, ΑΛΛΑ ΤΙ ΘΕΣ ΝΑ ΚΑΝΩ ΕΓΩ ΓΙΑ ΑΥΤΟ; ΝΑ ΧΤΙΣΩ ΚΟΛΩΝΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΣΤΗΡΙΞΩ, ΜΠΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΛΑΒΩ ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΝΑ ΚΑΤΑΡΕΥΣΕΙ;!»

Η Τίνα δεν φαινόταν ούτε να κατανοεί ούτε να συμφωνεί, όμως δεν προσπαθούσε πια να τον διακόψει. Μια ύποπτη γυαλάδα είχε καλύψει τα μελιά της μάτια, τον κοιτούσε με παράπονο, σαν μην μπορεί να αντιληφθεί για ποιόν λόγο ο Αστερίξ είχε ξεσπάσει πάνω της με τέτοιον τρόπο, πρωτοφανή ακόμη και για τα δικά του δεδομένα.

Το απορημένο, σοκαρισμένο της παράπονο, ο Αστερίξ το ‘νιωσε σα μια χούφτα καρφίτσες που του τρυπάνε την καρδιά. Όμως δεν αναιρούσε το γεγονός πως η μικρή δεν είχε ακούσει λέξη από όσα της είπε.

Σηκώθηκε κι έφυγε, βροντώντας την μεταφορική πόρτα πίσω του, αφού πρώτα είχε βροντήξει κυριολεκτικά την καρδιά της Τίνας.


Το επόμενο πρωί, ο Πανοραμίξ παρατήρησε το πρώτο φως της αυγής και αναρωτήθηκε πως και η κοπέλα δεν είχε ακόμη σηκωθεί από το κρεβάτι. Η κουρτίνα που είχε κρεμάσει για να της προσφέρει μια κάποια ιδιωτικότητα ήταν τραβηγμένη, κρύβοντας τη μικρή και το κρεβάτι της από τη θέα. Η ησυχία που επικρατούσε ήταν απόλυτη.

«Τίνα;»

«Μμ.»

Αν και ο ήχος ακούστηκε νυσταγμένος, η Τίνα αποκρίθηκε πολύ γρήγορα.

«Δεν θα βρεθείτε με τον Αστερίξ σήμερα;»

Μετά από μια στιγμή σιωπής, έφτασε η πικαρισμένη, απότομη απάντηση. «Δεν νομίζω ότι του είναι και πολύ ευχάριστο.»

Ανακουφισμένη που ο Πανοραμίξ δεν απάντησε, η Τίνα συνέχισε να κείτεται κουκουλωμένη στο κρεβάτι της. Όσο την ένοιαζε που ο Αστεριξ δεν την συμπαθούσε, άλλο τόσο νοιαζόταν και που δεν θα ξανα-εξασκούνταν ποτέ πια μαζί. Καθόλου, δηλαδή. Είχε πολλά πράγματα να περνάει το χρόνο της έτσι κι αλλιώς. Απλά ήταν που το κρεβάτι της ήταν τόσο ζεστό και χουχουλιάρικο και δεν ήθελε να το αφήσει ακόμα, για αυτό δεν είχε σηκωθεί.

Για αυτό και τα τρία διακριτά χτυπήματα στην πόρτα της καλύβας που ακούστηκαν μετά από λίγο δεν την τάραξαν καθόλου. Η Τίνα χώθηκε πιο βαθιά στην κουβέρτα γιατί όποιον κι αν έκρυβε αυτή η πόρτα δεν την αφορούσε. Ο επισκέπτης ήταν σίγουρα κάποιος χωριανός που ήθελε τη βοήθεια του Πανοραμίξ. Κανείς δεν ερχόταν να αναζητήσει εκείνη, γιατί κανένας δεν νοιαζόταν αν ζούσε ή αν πέθαινε.

Μόνο οι ήχοι του περιβάλλοντος έφτασαν στα αυτιά της στο επόμενο λεπτό. Η καρέκλα του Πανοραμίξ να τρίζει καθώς ο γερο-Δρύιδης σηκώθηκε να απαντήσει στο κάλεσμα του επισκέπτη, το άνοιγμα της πόρτας…

Σιωπή.

Δύο ζευγάρια βήματα αντήχησαν στο ξύλινο πάτωμα. Κι έπειτα, το τράβηγμα της κουρτίνας που έκρυβε την κουκουλωμένη Πεισματίνα από τη θέα.

«Άρρωστη είσαι;»

Η Τίνα δεν χρειάζόταν να δει με τα μάτια της τον Αστερίξ για να αναγνωρίσει τη χαρακτηριστική φωνή, ένα μέρος ένρινη, ένα μέρος βραχνή και λίγο βαριεστημένη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ξαφνιάστηκε. Με το ζόρι κρατήθηκε να μην πετάξει την κουβέρτα από πάνω της για να τον δει με τα μάτια της.

Πριν προλάβει να υπερνικήσει το σοκ της και να κατεβάσει κάποια πληρωμένη απάντηση, η βαριά, στομωμένη μύτη του σπαθιού που χρησιμοποιούσαν στις εξασκήσεις τους την σκούντηξε στον ώμο, πάνω από την κουβέρτα. «Πανοραμίξ, λες να πέθανε;»

«Α, δεν ξέρω,» στοχάστηκε η βραχνή γερασμένη φωνή από πιο βαθιά στο δωμάτιο. «Αν και μια χαρά μούγκριζε πριν.»

«Μήπως ήταν το τελευταίο μουγκρητό πριν τα κακαρώσει;»

Έχοντας ανεχτεί πια αρκετά, και απηυδισμένη από τα χαχανιτά των δύο ανδρών, το κορίτσι ξεκουκούλωσε το κεφάλι της για να αγριοκοιτάξει τον μικροκαμωμένο ξανθό μπελά που την είχε βρει.  «Μόνο ο θάνατος θα με έκανε να μην σου μιλάω, δηλαδή;»

Ο Αστεριξ ανασήκωσε τους ώμους, γέρνοντας πάνω στο ένα από τα δύο σπαθιά σαν μπαστούνι, ενός κρατούσε το δεύτερο χαλαρά στο άλλο χέρι. «Απλά δεν περίμενα να τα παρατήσεις τόσο εύκολα.»

Τα μαύρα του μάτια έμειναν καρφωμένα στο πρόσωπο της, ξέροντας πάρα πολύ καλά τι κουμπιά είχε μόλις πατήσει στο μυαλό της. Εκείνη πέταξε τα σκεπάσματα στην άκρη και πήδηξε να σταθεί με τα γυμνά της πόδια στο έδαφος, κρύο ακόμη από την υγρασία του πρωινού. Ούτε που σκέφτηκε να ρίξει κάτι πιο ουσιώδες πάνω από τη λεπτή νυχτικιά της, ούτε που την ένοιαξε να κρύψει τα μακριά της μαλλιά, που δεν είχε προλάβει ακόμη να τα πλέξει. Μόνο όρμησέ κατευθείαν για το δεύτερο σπαθί. Η αντίδραση του να πισωπατήσει ήρθε πολύ αργά. Η Τίνα βούτηξε το όπλο από τη χαλαρή λαβή του πολεμιστή.

Με ένα ύφος λες και τον είχε ήδη κατακερματίσει σε μονομαχία, ίσιωσε τους ώμους της αγέρωχα. Ο Αστερίξ γέλασε λιγάκι, κουνώντας το κεφάλι, πριν φέρει το σπαθί του επ’ ώμου και βγει από την καλύβα για να αφήσει τη νεαρή να ετοιμαστεί.

Όσο κι αν απόρησε με την ευκολία του Γαλάτη να παριστάνει ότι δεν έγινε τίποτα, δεν τόλμησε να ρωτήσει γιατί.

Η Τίνα προκαλούσε την τύχη της συνεχώς, έπαιρνε ρίσκα, μάθαινε καινούρια πράγματα, κυνηγούσε τη δράση και την περιπέτεια. Όμως τώρα έβαλε την ουρά στα σκέλια, πίεσε τον εαυτό της να ξεχάσει το συμβάν, να παρασυρθεί από την καθημερινότητα. Η ανάμνηση του της κόστισε πολλές άγρυπνες νύχτες. Πόσο καιγόταν να ρωτήσει, να του απαιτήσει μια απάντηση, ακόμη και μια απολογία για τον τρόπο που είχε ξεσπάσει τα νεύρα του πάνω της. Αλλά η κοπέλα δεν μπορούσε να ρισκάρει ξανά να διαταράξει τις λεπτές ισορροπίες με τον Αστερίξ. Ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους που έκαναν τη ζωή στο χωριό λίγο πιο υποφερτή. Οπότε δέχτηκε αυτό που της δόθηκε κι έβγαλε το σκασμό.

Στις ανθρώπινες σχέσεις, η Τίνα είχε την εντύπωση πως δεν πρέπει να προκαλείς την τύχη σου.

 

Chapter 6: Ο Γύρος της Γαλατίας

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΩΝ ΤΡΕΛΩΝ

Κεφάλαιο 3: Ο Γύρος της Γαλατίας

 

«Πανοραμίξ;»

«Μη με ρωτήσεις πάλι πόσες κουταλιές αποξηραμένο ακόνιτο βάζω στο μαγικό φίλτρο, Τίνα, να χαρείς. Δεν έχει σημασία με ποιόν τρόπο θα με ρωτήσεις, ούτε τη στιγμή που θα επιλέξεις, δεν υπάρχει περίπτωση να σου πω.»

«Όχι, άλλο ήθελα να σε ρωτήσω…»

«Ούτε γιατί βάζω αστακό, ούτε τι είναι αυτό το μαύρο λάδι που φυλάω μακριά από τη φωτιά. Σου λέω ξανά, δεν έχει να κάνει με το μαγικό ζωμό.»

Αν και η Πεισματίνα είχε εμπεριστατωμένους λόγους να αμφιβάλλει γι’ αυτό (ένας εκ των οποίων ήταν το γεγονός ότι είχε κρεμαστεί ανάποδα από το κλαδί του δέντρου έξω από το παράθυρο για να κρυφοκοιτάξει, όταν ο Δρυΐδης την είχε διώξει από την καλύβα για να ετοιμάσει το ζωμό). Παρ' όλα αυτά, αντιλαμβανόταν ότι τον είχε πρήξει αρκετά και δεν είπε τίποτα.

«Βασικά… Δεν θέλω να ρωτήσω για μαγικά. Αν δεν σε πειράζει, για ανθρώπινα θέλω να σε ρωτήσω.»

Ο Πανοραμίξ προσπάθησε να κρύψει την ανακούφισή του. «Αν είναι για ανθρώπινα, δωσ’του να καταλάβει.»

«Πως μπορεί να αλλάξει ένας άνθρωπος;»

Ο Δρυΐδης ανασήκωσε το βλέμμα από το τσουκάλι που ανακάτευε, μα δεν αποκρίθηκε αμέσως. Αντ’ αυτού, άφησε την κουτάλα και βολεύτηκε στην κουνιστή του καρέκλα. Η Τίνα ένιωθε πως το γαλανό του βλέμμα διαπερνούσε τη σάρκα και τα κόκαλά της, πως ξεψάχνιζε τις σκέψεις και τα συναισθήματα της, λες και ήταν ψάρι από τα μπαούλα του Αλφαβητίξ.

«Θες να σου πω την αλήθεια μου, Τίνα;» Είπε ο γερο-Δρυΐδης τελικά. «Δεν έχω ιδέα.»

Όταν η Τίνα σιγουρεύτηκε πως μιλούσε σοβαρά, άρχισε να απογοητεύεται.

«Μα, πως γίνεται να μην έχεις ιδέα; Είσαι Δρυΐδης, είσαι σοφός, τόσα πράγματα έχουν δει τα μάτια σου!»

«Κι όμως σε αυτό το θέμα δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Δεν γνωρίζω κανένα τρόπο ή και κανένα μαγικό που να μπορεί να αλλάξει την πεμπτουσία ενός ανθρώπου, την ψυχή, το χαρακτήρα του. Δεν γνωρίζω καν αν μπορεί ο άνθρωπος να αλλάξει αυτά τα τόσο θεμελιώδη και ουσιαστικά.»

Το συνοφρύωμα της μικρής δεν έλεγε να σπάσει. «Μα… Έχεις δει ανθρώπους να αλλάζουν… Σίγουρα έχεις δει.»

Ο αριστερός ώμος του Πανοραμίξ ανασηκώθηκε κάτω από τη λευκή του ρόμπα, αργά και διστακτικά. «Έχω δει ντροπαλούς να γίνονται θρασείς, χαζούς να μαθαίνουν πως να φαίνονται έξυπνοι… Έχω δει ανθρώπους δυστυχισμένους να ευτυχούν και καλοσυνάτους να γίνονται σκληροί και άπονοι. Δεν μπορώ να πω ότι άλλαξε κανείς τους ουσιαστικά.»

«Άλλαξε η ζωή τους, όμως.» Πίεσε η Πεισματίνα.

«Ριζικά θα έλεγε κανείς.» Συμφώνησε ο Πανοραμίξ.

«Άρα…» η Πεισματίνα έγειρε μπροστά στην καρέκλα της, πιο κοντά στο Δρυΐδη. «Αφού η αλλαγή ήταν τόσο μεγάλη και ριζική… Γιατί να μην είναι ουσιαστική;»

Ο Πανοραμίξ αναστέναξε σκεπτικά, κι έφερε το ένα γόνατο πάνω στο άλλο. «Πες μου, Πεισματίνα. Όλα αυτά που σου συνέβησαν όσο περπατάς σε αυτή τη γη… Κάθε μικρή λεπτομέρεια, κάθε μεγάλο γεγονός, κάθε χαρά και κάθε πόνος… Τα γεγονότα της ζωής σου… Επηρεάζουν καθόλου αυτό που είσαι ως άνθρωπος;»

«Εννοείς…» Η κοπέλα δίστασε. «Ας πούμε, ρωτάς… Αν ζούσε η μάνα μου; Αν δεν είχα μεγαλώσει με τον θειό μου;»

«Αν η μαμά σου ζούσε…» Επανέλαβε ο Πανοραμίξ, η φωνή του απαλή σαν ανοιξιάτικο συννεφάκι. «Αν δεν είχες μεγαλώσει με το θείο σου, τον Δρυϊδη. Θα ήσουν ο άνθρωπος που έχω μπροστά μου σήμερα;»

«Όχι…»

«Άρα όλα αυτά που έζησες σε επηρεάζουν σε κάποιο βαθμό, μου είναι άγνωστο σε ποιόν ακριβώς, αλλά επηρεάζουν αυτό που είσαι. Και για πες μου τώρα… Αυτά τα γεγονότα μπορούν να αλλάξουν ποτέ; Μπορεί ότι έγινε να ξεγίνει;»

«Όχι.» Αποκρίθηκε η Τίνα, κι ένιωθε πολύ βαριά την καρδιά της. «Κι αφού αυτά δεν μπορούν να ξεγίνουν, έτσι κι εγώ δεν μπορώ να ξεφύγω από αυτά. Δεν μπορώ να αλλάξω, γιατί δεν αλλάζουν αυτά, ό,τι κι αν κάνω.»

Ο Πανοραμίξ μειδιούσε με έναν εκνευριστικό τρόπο που της φαινόταν απελπιστικά αταίριαστος με τη συζήτηση.

«Και τα γεγονότα που δεν έχουν ακόμη συμβεί;» Ρώτησε καλοσυνάτα ο Δρυΐδης. «Το αύριο που σε περιμένει εκεί έξω, τι λες, αυτό θα σε επηρεάσει;»

Η Πεισματίνα κάγχασε. «Προφανώς. Αλλά ούτε κι αυτό θα αλλάξει όσα έγιναν μέχρι τώρα. Ό,τι κι αν γίνει, η μάνα μου νεκρή θα παραμείνει. Κι ο πατέρας μου θα την έχει παρατήσει με ‘μένα στην κοιλιά, κι ο θείος μου θα έχει επιβαρυνθεί και εγώ-…»

Από το παράθυρο μπορούσε να δει τον βραδινό ουρανό. Τα σύννεφα διαγράφονταν απειλητικά στον ουρανό, κι οι πρώτες σταγόνες της βροχής έπεφταν σε νανουριστικούς σκοπούς. Μια οξιά χόρευε με το αεράκι, και στο βάθος η καλύβα του Κακοφωνίξ φωτιζόταν ακόμη από ένα μοναχικό κερί.

«Κι αυτός ο πόνος δεν λέει να φύγει όσα χρόνια κι αν περάσουν.» Η θλιμμένη φωνή του γερο-Δρυΐδη την επανέφερε στην πραγματικότητα. Το χαμόγελο του είχε χαθεί, όμως η Πεισματίνα δεν αισθάνθηκε καλύτερα. Θα προτιμούσε να συνεχίσει να αισθάνεται εκνευρισμό, παρά να πλακώνεται από το βαρύ πέπλο που είχε σκιάσει την καλύβα τους.

«Είναι μάταιο να ευχόμαστε να αλλάξει το παρελθόν μας.» Συνέχισε ο Πανοραμίξ, σα να μην καταλάβαινε πως η μικρή ήθελε μονάχα να κουκουλωθεί στο κρεβάτι της και να ξεχάσει. «Το μέλλον μας όμως, εμείς δεν το ορίζουμε;»

«Τι σημασία έχει;» Αντιγύρισε εκνευρισμένα η Πεισματίνα. «Αφού το παρελθόν μας ορίζει, ό,τι κι αν κάνουμε δεν μπορούμε να ξεφύγουμε.»

«Και λες πως το μέλλον μας φαίνεται προδιαγεγραμμένο, πως βαδίζουμε στις ράγες που όρισε το παρελθόν. Κι εγώ έρχομαι να σου κάνω μια τελευταία ερώτηση: γιατί αυτό να είναι κάτι κακό;»

«Δεν ξέρω για ‘σένα, όμως εμένα μου φαίνεται πολύ κακό να μην έχω επιλογή. Να έχει οριστεί η ζωή μου από πράγματα που δεν μπορούν να αλλάξουν.»

«Τα γεγονότα δεν μπορούν να αλλάξουν, είναι αλήθεια. Η αντίληψη μας γι’ αυτά, όμως; Αυτή δεν μπορεί να αλλάξει; Το πως αξιολογούμε αυτά που μας συνέβησαν, το τι πιστεύουμε για τον άνθρωπο που είμαστε σήμερα, όπως διαμορφώθηκε από αυτά; Πες μου, Τίνα. Τι πιστεύεις για τον εαυτό σου;»

«Ε;»

«Τι έχεις να πεις για την Πεισματίνα; Πως θα την χαρακτήριζες; Πως θα την περιέγραφες σε κάποιον που δεν την έχει γνωρίσει ποτέ; Λοιπόν;»

«Ε, ξέρω ‘γω; Καλή είναι.»

Ο Πανοραμίξ χαμογελούσε με έναν προκλητικό, μυστηριώδη τρόπο, που την έκανε να μην μπορεί να συναντήσει τη ματιά του. «Έτσι, ένα σκέτο «καλή είναι»... Αυτό έχεις μόνο να πεις;»

«Ε, τι άλλο… Θέλω να πω, εσείς θα κρίνετε αν είμαι καλή ή όχι. Τι νόημα έχει αν αρχίσω εγώ να επαινώ τον εαυτό μου;»

«Δεν έχει νόημα, λες ε;»

«Εμ, τι, έχει;» Ρώτησε η Πεισματίνα, καθαρά ρητορικά, γιατί ήταν τόσο σίγουρη πως είχε ήδη τη σωστή απάντηση.

«Κι αφού λοιπόν μια χαρά καλή θεωρείς την Πεισματίνα μας…» Αποκρίθηκε ο Πανοραμίξ, σκύβοντας λίγο προς το μέρος της. «Τότε γιατί να ψάχνεις πως να την αλλάξεις;»

«Γιατί δεν είναι τέλεια- και μη μου πεις κι εσύ αυτά τα φούμαρα ότι δεν έχει νόημα να προσπαθούμε για το τέλειο!»

Ο Πανοραμίξ γέλασε λίγο. «Εντάξει λοιπόν, ας μην το πάμε εκεί, κι ας σε ρωτήσω απλά, τι σημαίνει για ‘σένα τελειότητα. Πως φαντάζεσαι μια τέλεια Πεισματίνα;»

Η Τίνα άνοιξε το στόμα της να αποκριθεί, μα συγκρατήθηκε πάνω στην ώρα. Μια Τίνα που να σας μοιάζει περισσότερο, της ήρθε να απαντήσει. Μια Τίνα που είναι σαν κι εσάς, αρά μπορείτε να την συμπαθήσετε. Μια Τίνα που μπορεί να ζει ισάξια ανάμεσα σας.

"Είσαι μοναδική στον κόσμο, Τίνα."  Της έλεγε πάντα ο θείος της, όταν η μικρή γυρνούσε κλαίγοντας από το σχολείο, επειδή οι συμμαθητές της την κορόιδευαν πάλι. "Όσο κι αν ψάξω, δεν θα βρω άλλη Τίνα σαν κι εσένα. Ίσως κάποιοι άνθρωποι να μην μπορούν να το δουν, όμως εσύ δεν πρέπει να το ξεχνάς ποτέ."

Η Πεισματίνα κατέβασε το κεφάλι, για να αποφύγει τη ματιά του Πανοραμίξ. «Δεν είμαι σίγουρη.»

Ο Πανοραμίξ δεν φάνηκε να χάβει την απάντηση της. Παρ’ όλα αυτά δεν της έφερε αντίρρηση, μόνο σηκώθηκε από την καρέκλα του για να επιστρέψει στη δουλειά του. «Τροφή για σκέψη, λοιπόν. Πάνω στην ώρα για να βγάλουμε το γιατρικό από τη φωτιά.»

Και την άφησε κουρνιασμένη στην καρέκλα της, να στοχάζεται πιθανούς δρόμους προς την τελειότητα.


Μερικές μέρες αργότερα, η Τίνα βημάτιζε πάνω κάτω στην καλύβα του Πανοραμίξ. Κουνούσε τα χέρια και αγόρευε μανιωδώς, φαινομενικά χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα.

«Μα πως γίνεται αυτός ο Ρωμαίος να έχει το ΘΡΑΣΟΣ να πιστεύει ότι μπορεί να ορθώνει τείχος γύρω από το χωριό ΜΑΣ, να μας στερεί την πρόσβαση στο δάσος ΜΑΣ και να ελπίζει ότι θα βγει και νικητής;!»

Με τον Αστερίξ και τον Οβελίξ να έχουν αναχωρήσει για τον Γύρο της Γαλατίας υπό τις ζητωκραυγές του χωριού, ο Πανοραμίξ πέρασε τις μέρες μέχρι να επιστρέψουν σχετικά ήσυχα. Έφτιαξε τους ζωμούς του και τάισε τα περιστέρια του, και είχε και την επιπλέον διασκέδαση να παρακολουθεί τη μουτρωμένη Τίνα να σκάει από ζήλια σε μια γωνιά. Όταν φυσικά δεν ενέδιδε σε εξάρσεις επαναστατικότητας και οργής, με το ζήλο που άρμοζε σε έναν νέο άνθρωπο που είχε συνηθίσει να καταπολεμάει τη βαρεμάρα του κόβοντας απεριόριστες βόλτες στο δάσος.

Αλλά με το τείχος να περικυκλώνει το χωριό, αποκόβοντας από το δάσος του, το οποίο μάλιστα τώρα έσφυζε από Ρωμαίους, η Τίνα αναγκάστηκε να μείνει περιορισμένη εντός των τειχών.

Το κυνήγι γινόταν με οργανωμένες εξόδους όλων των αντρών του χωριού και η διαδικασία ήταν η εξής. Ισοπέδωναν ένα μέρος του τείχους, όρμαγαν μοιράζοντας καρπαζιές, μάζευαν τα αγριογούρουνα της ημέρας μέχρι να σταθούν πάλι στα πόδια τους οι Ρωμαίοι και μετά τους ξανασάπιζαν στο ξύλο όπως επέστρεφαν στο χωριό. Μέχρι την επόμενη μέρα οι Ρωμαίοι είχαν επισκευάσει το τείχος και τα κεφάλια τους, οπότε η διαδικασία ξεκινούσε από την αρχή.

«Η αλαζονεία!» Συνέχισε το κορίτσι, με το δάκτυλο υψωμένο. «Ergo incipit decidere Imperium Romani

«Για άσε την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να ξεκινήσει με την ησυχία της και πιάσε μου εκείνο το μαχαίρι.» Είπε χαμογελαστά ο Πανοραμίξ και ετοιμάστηκε να καθαρίσει το ψάρι που θα έτρωγαν σήμερα.

Η Τίνα συμμορφώθηκε. Όλο συμμορφωνόταν αυτές τις μέρες. Ούτε που ζήτησε να συνοδεύσει τον Οβελίξ και τον Αστερίξ στην περιπέτεια τους, περιμένοντας φυσικά ότι θα δεχτεί αρνητική απάντηση. Ο Πανοραμίξ δεν είχε πρόβλημα να πηγαίνει το κορίτσι μαζί τους, καθώς είχε απόλυτη πίστη ότι θα την κρατήσουν ασφαλή. Όμως η παρούσα αποστολή ήταν-

«Ευαίσθητη από άποψη χρόνου, ναι, ξέρω, ξέρω.» Επανέλαβε τα λόγια του το κορίτσι, αφού σωριάστηκε σε μια καρέκλα, φέροντας τον αέρα της πλήρους παραίτησης και πληρέστερης μιζέριας.

Με μίσος της για τους Ρωμαίους να έχουν φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα, ο Πανοραμίξ δεν ήθελε το κορίτσι να πηγαίνει στο δάσος περισσότερο για τη δική τους προστασία, παρά για της ίδιας. Ένα μάτσο Ρωμαίοι να κείτονται νεκροί από τα βέλη της Πεισματίνας μόνο κακό θα έκανε στο ήδη τεταμένο κλίμα που επικρατούσε. Και ο Πανοραμίξ ήξερε ότι αν και η Τίνα δεν σκότωνε Ρωμαίους για να μην στενοχωρήσει τον Οβελίξ, ακόμη δεν είχε συνειδητοποιήσει τη σημαντική διαφορά: άλλο να «σκοτώνεις» τους λεγεωνάριους στο ξύλο και άλλο απλά να τους σκοτώνεις.

Έτσι σε μια προσπάθεια να κρατήσει το νιάτο απασχολημένο, της ανέθεσε να παραδίδει τα διάφορα ματζούνια που έπρεπε να λαμβάνουν καθημερινά κάποιοι συγχωριανοί τους, στο πλαίσιο κάποιας θεραπείας που τους είχε συστήσει ο Πανοραμίξ για τα χρόνια προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Και που θα πήγαινε; Αν οι γυναίκες του χωριού την έβλεπαν κάθε μέρα, μπορεί να κατάφερναν να δουν πίσω από το τείχος αδιαφορίας που είχε ορθώσει η Τίνα γύρω της, και να την συμπαθήσουν. Ίσως και η Τίνα να έβρισκε κάτι παραπάνω να πει για αυτές, πέραν του ότι ήταν εν αγνοία τους πατροναρισμένα θύματα των αντρών τους, και άρχιζε να αμφισβητεί την πεποίθηση της ότι δεν μοιράζονταν καμιά ομοιότητα.

Έλα που όμως το κορίτσι τον εξέπληξε γιατί τα έκανε πλακάκια με το Μαθουσαλίξ, ο οποίος ως ενενηντατριάχρονος είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη της βοήθειας του Δρυΐδη. Ο γεράκος, πολεμιστής στα νιάτα του, δήλωνε πάντα ρητά ότι δεν ήταν ξενοφοβικός. Δεν είχε κανένα πρόβλημα με τους ξένους, αρκεί όμως οι ξένοι να μην έρχονταν στο τόπο του. Ο περήφανος Γαλάτης, που κουβαλούσε ιστορίες ενός αιώνα και μυαλό αναπάντεχα κοφτερό για την ηλικία του, είδε στη μαχητική Τίνα τις δόξες του παρελθόντος. Και η Τίνα, στην εθνικιστική και βαρεμένη της κατάσταση, είδε στο Μαθουσαλίξ μια αδελφή ψυχή.

Έτσι περνάγανε τα δυό τους ώρες ολόκληρες να αγορεύουν και να μοιράζονται ιστορικά παραδείγματα που αποδείκνυαν όχι μόνο τη ρωμαϊκή αθλιότητα, αλλά και τη παρακμή του γαλατικού ιδεώδους από τον Βερσιζεντορίξ μέχρι τις νωθρές μέρες του σήμερα. Και η Τίνα γύρναγε σπίτι πιο ήρεμη και εκτονωμένη.

«Και ποιόν εκτός του Βερσιζεντορίξ θα θυμούνται τα παιδιά των παιδιών μας;» Ρωτούσε κάθε τόσο ο Μαθουσαλίξ, με φωνή ψηλή, βραχνή και τρεμάμενη, καθισμένος σε έναν κομμένο κορμό μπροστά στο σπίτι του. «Σε λίγο θα σταματήσουμε τα τσιμπούσια και θα αρχίσουμε τα όργια.»

Η Τίνα ένευε εμφατικά και είχε αναλάβει να τελειώσει το ψάθινο καλάθι που έπλεκε ο γεράκος πριν παθιαστεί για μια ακόμη φορά με το θέμα. «Και θα καίμε και φύλλα και λιβάνια, από αυτά που κάνουν τους Ρωμαίους να σέρνονται στα τέσσερα!»

«Να φιλάνε τον καίσαρα;» Ρώτησε ο ενενηντατριάχρονος, που ήταν λίγο περήφανος στα αυτιά.

«Στα τέσσερα! Να σέρνονται στα-»

Ο γεράκος κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά. «Τα σέλινα αργούν ακόμη. Πρέπει να περιμένουμε την άνοιξη.»

Η Τίνα σταμάτησε να πλέκει, προβληματισμένη με αυτή τη νέα πληροφορία. «Όχι, καλύτερα αρχές καλοκαιριού.» Του είπε δυνατά.

Ο γεράκος ξανακούνησε το κεφάλι. «Τα σέλινα δεν θέλουν ζεστό καιρό. Δεν είναι σαν τις ντομάτες.»

Το βλέμμα του κοριτσιού ξεστράτισε προς τα τείχη του χωριού και το τοίχος των Ρωμαίων, λες και αν επέμενε αρκετά, θα κατάφερνε να δει το δάσος. «Τα μανιτάρια θα είναι μούρλια αυτή την εποχή.»

Παρά το γεγονός ότι η Τίνα δεν ύψωσε την φωνή της, ο Μαθουσαλίξ δεν είχε κανένα πρόβλημα να πιάσει το συγκεκριμένο σχόλιο. «Και τα αντίδια και τα σπανάκια… Φτιάχνεις μια πίτα άλλο πράμα.»

«Όταν νικήσουν το στοίχημα ο Αστερίξ και ο Οβελίξ, να πάμε να μαζέψουμε.»

«Και όσο μαζεύουμε θα σου δείξω να στήνεις και παγίδες για κουνέλια.»

«Α, πως τις στήνεις εσύ; Να σου δείξω πως το κάνω εγώ για να συγκρίνουμε;»

Ο Μαθουσαλίξ ξέσπασε σε τσιριχτά χαχανητά που του έφεραν δάκρυα στα μάτια.

Η Τίνα έκανε να προσβληθεί, όμως ο γεράκος την χτύπησε δυο τρείς φορές στον ώμο για να την συγχαρεί. «Γειά σου πιτσιρίκα με το τσαγανό σου! Οι μικροί που δεν έχουν απόψεις θα καταδικάσουν τη Γαλατία!» Της είπε περήφανα και σηκώθηκε να μπει στην καλύβα του και να φέρει τα σύνεργα και τις παγίδες που είχε ετοιμάσει.

Μόνον όταν η Κα Μαθουσαλίξ ανακοίνωνε ότι το φαγητό ήταν έτοιμο διέκοπταν οι δύο συνομιλητές και η Τίνα, υπό το άγριο βλέμμα της γυναίκας, επέστρεφε στην καλύβα του Δρυΐδη.

Με την νικητήρια επιστροφή των δύο πολεμιστών, ο Ρωμαίος Επιθεωρητής ήρθε να γίνει μάρτυρας των σπεσιαλιτέ που αποδείκνυαν ότι οι Γαλάτες κατάφεραν να ολοκληρώσουν το Γύρο της Γαλατίας. Κι αφού ο Αστερίξ τον σέρβιρε και την σπεσιαλιτέ του χωριού τους, μια αχνιστή «κοπανιστή», ο Ρωμαίος αποχώρησε βιαστικά και αεροδυναμικά.

Όμως η Τίνα δεν γιόρταζε σαν όλους τους άλλους. Η νίκη τους δεν την εξέπληξε, η ελευθερία κίνησης στο δάσος δεν την χαροποίησε όσο θα περίμενε κανείς. Στο γιορτινό τσιμπούσι δεν πήγε, γιατί θα αναγκαζόταν να κάτσει παράμερα με τις γυναίκες, οι οποίες δεν της είχαν και ιδιαίτερη αδυναμία.

 Ήταν για ακόμη μία φορά, το φάντασμα της γιορτής.

Ήθελε όσο τίποτα να φύγει, να γυρίσει στην ασφάλεια της καλύβας του θείου της και να κρυφτεί στο κρεβάτι των παιδικών της χρόνων. Όμως η Τίνα ήξερε πολύ καλά πως δεν είχε καμιά δικαιολογία να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί δεν ήταν παιδί πια.

Μην γυρίσεις γρήγορα.

Κι όμως, τι είχε να την κρατήσει σε αυτό το χωριό;


«Γιατί ο Αστερίξ δεν έχει παντρευτεί, ξέρεις;»

Ο αδιάφορος τόνος της δεν θα έπειθε ούτε Ρωμαίους, οπότε πως να πείσει κοτζάμ Πανοραμίξ; Ο γερο-Δρυΐδης της έριξε μια πλάγια ματιά.

«Έχεις συγκεκριμένο λόγο που ρωτάς;»

«Περιέργεια.» Είπε η μικρή, ανασηκώνοντας τους ώμους, χωρίς να πάρει τα μάτια της από το τσουκάλι που ανακάτευε.

«Περιέργεια…» Μουρμούρισε ο Δρυΐδης, χαμογελώντας κάτω από τα μουστάκια του, με την προσοχή του στραμμένη στα λαχανικά που ψιλόκοβε. Η Τίνα κοκκίνησε, αλλά δεν είχε χρόνο να υπερασπιστεί τον εαυτό της γιατί ο Δρυΐδης συνέχισε. «Μάλλον δεν θα έχει βρει την κατάλληλη.»

Ήταν σειρά της Τίνας να του ρίξει μια πλάγια ματιά. «Ξέρω, ξέρεις.» Του ψιθύρισε, και ο μυστηριώδης τόνος τον διασκέδασε όσο και τον προβλημάτισε.

«Τι ξέρεις;»

«Στη Λουτέτια, ο θείος γιατρεύει κάθε λογής ανθρώπους. Και Ρωμαίους. Οπότε ξέρω.»

Τα γαλανά μάτια του Δρυΐδη έψαξαν το πρόσωπο της. Δεν είχε πραγματικά την παραμικρή ιδέα τι εννοούσε η νεαρή.

«Τι κάνει ένα ζευγάρι… στο κρεβάτι.»

Αντί για το καρότο που έκοβε, ο Πανοραμίξ πήγε να κόψει το δάκτυλό του από το ξάφνιασμα.

«Δεν μου περνάει από το μυαλό που το πηγαίνεις με αυτή τη συζήτηση…» Είπε, κρατώντας τον τόνο του προσεκτικό, κοιτώντας την συνοφρυωμένος.

Η Τίνα του έριξε μια στοχευμένη ματιά. «Ότι μπορεί να συμβεί είτε είναι αντρόγυνο… είτε… με δύο… μμμμ-» Προσπαθούσε να τον κάνει να καταλάβει χωρίς να χρειαστεί να το πει ξεκάθαρα, όμως ο Πανοραμίξ είχε χρόνια να αισθανθεί τόσο μπερδεμένος.

«Ο Αστερίξ…» συνέχισε με τον ίδιο τρόπο η κοπέλα, «ο Οβελίξ… Εργένηδες και πολύ… στενοί φίλοι.»

Και μόνο τότε κατάλαβε ο Δρυΐδης περί τίνος επρόκειτο, με μερικές στιγμές καθυστέρηση. Δεν μπόρεσε παρά να καγχάσει μπροστά σε έναν τέτοιο ισχυρισμό. Η Τίνα τον παρεξήγησε όμως, γιατί έσπευσε να τον καθησυχάσει:

«Μην ανησυχείς! Δεν θα πετάξω βλακεία, το μυστικό τους είναι ασφαλές μαζί μου!»

«Αγαπητή μου…» Ο Δρυΐδης ξεκίνησε να της εξηγήσει, αν και το δικό του μυαλό είχε αρχίσει να πεταρίζει προς αυτήν την κατεύθυνση. Ήταν, αλήθεια, όσο απίθανο ετοιμαζόταν να την πείσει ότι είναι; Οι Γαλάτες δεν είναι Ρωμαίοι. Οι ρόλοι των δύο φύλων είναι αυστηροί και συγκεκριμένοι. Και ακόμα κι αν δεν κουβαλούν τους κανόνες άλλων κοινωνιών, που θεωρούν τέτοιες πρακτικές αφύσικες και κολάσιμες, η αυστηρή εικόνα του ανδρισμού δεν επιτρέπει εύκολα κάτι τέτοιο. Εδώ ο άντρας ορίζεται από την γυναίκα και η γυναίκα ορίζεται από τον άνδρα. Τα ενδιάμεσα μπορεί να μην είναι κολάσιμα, προκαλούν όμως ανεπιθύμητη προσοχή που λίγοι δύνανται ή επιθυμούν να αντιμετωπίσουν.

Το κορίτσι τον κοιτούσε, περιμένοντας υπομονετικά.

«Καταλαβαίνω πως μπορεί να φαίνεται,» είπε τελικά ο Πανοραμίξ, «αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι η σχέση αυτών των δύο βασίζεται σε αισθήματα ριζωμένα βαθιά, που κρατούν τριάντα χρόνια, από την παιδική τους ηλικία. Ο Οβελίξ ήταν από μικρός… αγαθός, καλόκαρδος, εύπιστος. Και ο Αστερίξ… έκοβε το μυαλό του όπως και τώρα. Και έφερε πάντα μια βαθιά ευθύνη και μια αδέκαστη ηθική πυξίδα. Δεν άντεχε την αδικία. Και πριν ο Οβελίξ πέσει στη χύτρα με το μαγικό ζωμό, ήταν στόχος για πειράγματα που για την ψυχή ενός νεαρού παιδιού δεν ήταν πάντα ευκολοχώνευτα.»

Φαινομενικά, η Τίνα ήταν αφιερωμένη στο ανακάτεμα της χύτρας, όμως ο Δρυΐδης μπορούσε να δει πως οι σκέψεις της έτρεχαν σαν χείμαρρος. «Ναι, αλλά όλο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν το θέλουν…»

Ήταν ο Πανοραμίξ αυτός που επέλεξε να κρατήσει ουδέτερο πρόσωπο. Για άλλη μια φορά η Τίνα είχε βγάλει τα συμπεράσματά της, κι ο Πανοραμίξ ήξερε πόσο μάταιο θα ήταν να προσπαθήσει να της αλλάξει γνώμη.

Η Τίνα όμως δεν αντελήφθην ή επέλεξε να μην σεβαστεί την επιθυμία του Δρυΐδη να τελειώσει τη συζήτηση εκεί.

«Δεν θα έπρεπε να επιτρέπουν σε τίποτα και σε κανένα να τους εμποδίζει… Εμείς δεν θα μπορούσαμε να-»

«Να μπλεχτούμε στις προσωπικές τους υποθέσεις, Τίνα;»

Τα αυτιά της Τίνας είχαν πάρει μια ωραία κόκκινη απόχρωση που θύμιζε ώριμες ντομάτες. «Ε, όχι, δηλαδή…. Ναι. Αλλά όχι να μπλεχτούμε… Να βοηθήσουμε. Ένας καλός άνθρωπος δεν πρέπει να βοηθάει τους συνανθρώπους του;»

«Για να γίνει πιο τέλειος, εννοείς; Έχει κάποια σχέση αυτό με τη συζήτηση περί τελειότητας, που είχαμε τις προάλλες;»

Η Πεισματίνα αντέδρασε σαν αλεπού που την έπιασαν να μπαίνει νύχτα στο κοτέτσι. «Και τι κι αν έχει; Κακό θα ήταν; Νομίζω θα ήταν ευτυχισμένοι μαζί.»

«Και ποιος σου είπε ότι τώρα δεν είναι;»

«Ε; Δεν-»

«Την ευτυχία του καθενός μόνο ένας μπορεί να την αποφασίσει. Ο εαυτός του. Εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για τους άλλους είναι να τους ακούμε και να τους καταλαβαίνουμε. Να τους αφουγκραζόμαστε, Πεισματίνα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη καλοσύνη.»

Ο Δρυΐδης έριξε τα κομμένα καρότα στη χύτρα, και άφησε την κοπέλα να τα ανακατέψει με την ησυχία της. Ήλπιζε πως η μικρή θα περιοριζόταν σε αυτά τα ανακατέματα, κι όχι σε άλλα που θα προκαλούσαν ακόμη μεγαλύτερους μπελάδες.

Chapter 7: Μυτούλες και Κουφετάκια

Summary:

Τι μπελάδες περιμένουν την Πεισματίνα στην Αίγυπτο; Το πρώτο μέρος της ιστορίας είναι εδώ!

Καλή διασκέδαση!!

Notes:

(See the end of the chapter for notes.)

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ

Κεφάλαιο 1: Μυτούλες και Κουφετάκια

Μη γυρίσεις γρήγορα.

Κάνε υπομονή, κορίτσι μου. Κάνε λίγη υπομονή, και ποιος ξέρει από που θα φυσήξει ο άνεμος αύριο.

Μην γυρίσεις.

Απλά δεν περίμενα να τα παρατήσεις τόσο εύκολα.

Μη γυρίσεις.

Μη χείρον, βέλτιστον, σκεφτόταν η Πεισματίνα, καθώς αγνάντευε από το παράθυρο του Πανοραμίξ το χιόνι που έντυνε σιγά-σιγά τις αχυρένιες σκεπές. Το βαρύ χειμωνιάτικο κρύο κατέφτασε στο παραθαλάσσιο χωριό της Αρμορικής, κι η Τίνα δεν μπορούσε να φύγει ακόμη κι αν είχε κάπου να πάει. Κι έτσι για πρώτη φορά στη ζωή της, δεν έτρεξε να κρυφτεί από τον κόσμο. Πίσω δεν μπορούσε να γυρίσει, μπροστά ελλόχευε δρόμος άγνωστος που της φαινόταν δύσβατος, οπότε η Τίνα έμεινε στην μέτρια κατάσταση που βρισκόταν. Χωρίς καλά-καλά να το καταλαβαίνει, έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία.

Και ανταμείφθηκε γι' αυτό.


 «Δύο δάκτυλα.»

«Μα-»

«Ξεκίνα με δύο δάκτυλα.»

«Μα και τρία μπαίνουν-»

«Αααγκχ- Άσ’τα τα τρία για αργότερα, τώρα βάλε δύο να κάνουμε τη δουλειά μας.»

«Τς. Μμμ.»

 «Είναι σφιχτό;»

«Θα με αφήσεις να συγκεντρωθώ;»

«Σε λίγο δεν θα είναι τόσο σφιχτό.»

«Δεν είναι η πρώτη μου φορά ξέρεις.»

«Χαλάρωσε-»

«Άσε με-»

«Χαλάρωσε τη μέση σου, ασ’την να κάνει τη δουλειά της-»

«Δεν είναι η πρώτη φορά-»

«Καλύτερα. Τώρα τσίμπα το.»

«Να το τσιμπήσω;!»

«Ναι, δύο δάκτυλα. Απαλά…!»

«Εεμ, χαίρεται…;»

Η χορδή επέστρεψε στη θέση της, στέλνοντας το βέλος προς το δέντρο πέντε-έξι βήματα μακριά, όμως το προσπέρασε και χάθηκε πίσω από μια συστάδα χιονισμένων θάμνων. Ο ήχος της προσγείωσης του χάθηκε μέσα στο μονωτικό χαρακτήρα του χιονιού, που τείνει να αποσιωπεί αντί να ενδυναμώνει. Όμως οι δύο φιγούρες στο κέντρο του μικρού ξεφώτου δεν φάνηκαν να νοιάζονται και πολύ.

Την προσοχή τους είχε κλέψει ο ξένος που στεκόταν στο χιονισμένο ανάχωμα στα δεξιά τους. Επρόκειτο για ένα μικρόσωμο άνδρα που δεν έμοιαζε ούτε με Γαλάτη ούτε με Ρωμαίο. Το δέρμα του ήταν μελαμψό, καφέ σαν κορμός δέντρου. Ήταν ντυμένος με περίεργα ρούχα, πολύ ελαφριά για τον χειμώνα της Αρμορικής: μια αραχνοϋφαντη ρόμπα από λευκό λινό και ένα πανωφόρι που έμοιαζε καμωμένο από δέρμα ζώου, αν υπήρχε ζώο που ήταν κίτρινο με μαύρες βούλες. Ο ξένος ακολούθησε με τα μάτια την τροχιά του βέλους για μια στιγμή, όμως συνήλθε γρήγορα.

«Συγχωρήστε την ενόχληση,» είπε, απευθυνόμενος στην κοπέλα που στεκόταν πίσω από τον πολεμιστή και του μάθαινε τοξοβολία. «Θα μπορούσατε να με κατευθύνετε προς το… Χωριό των Τρελών

Η Τίνα και ο Αστερίξ σήκωσαν αυτομάτως το χέρι, δείχνοντας ταυτόχρονα προς το χωριό τους.

«Είναι μακριά;» Ο ξένος, που με μια δεύτερη ματιά φαινόταν αρκετά αγχωμένος, απηύθυνε και τη δεύτερη ερώτηση στην κοπέλα.

Η Τίνα έλαμψε που κάποιος της ζητούσε οδηγίες, αλλά παρα-ήταν ξαφνιασμένη για να αντιδράσει γρήγορα. Ο Αστερίξ την πρόλαβε, αφού αναπήδησε λες και είχε πεταχτεί από τον ύπνο. «Όχι, καθόλου. Βγείτε από το δάσος και θα το δείτε.»

«Προς τα εκεί, είπατε;» Ο ξένος στράφηκε στην Τίνα για επιβεβαίωση, ενώ έφευγε ήδη προς την κατεύθυνση που είχαν υποδείξει. Η Τίνα κούνησε το κεφάλι καταφατικά, κι ο ξένος εξαφανίστηκε πριν κανείς προλάβει να ρωτήσει ποιός ήταν και από που είχε έρθει.

Αυτά τα έμαθαν αργότερα, στην καλύβα του Πανοραμίξ. Ο ξένος, ο Νουμερομπίς, ήταν παλιός φίλος του Δρυΐδη τους, αρχιτέκτονας από την μακρινή χώρα της Αιγύπτου. Είχε έρθει στο χωριό με ένα σκοπό: να επιστρατεύσει τις μαγικές ικανότητες του Πανοραμίξ ώστε να χτίσει ένα αρχοντικό παλάτι για τον Ιούλιο Καίσαρα, άξιο να δοξάσει τη μεγαλοπρέπεια του Αιγυπτιακού πολιτισμού. Αν κατόρθωνε να το ολοκληρώσει μέσα σε τρεις μήνες, χρόνος αδιανόητος για ένα οικοδόμημα τέτοιου εκτοπίσματος, η Κλεοπάτρα θα νικούσε το στοίχημα που έβαλε με τον Καίσαρα, κι ο Ιούλιος θα παραδεχόταν δημοσίως πως ο λαός της δεν έχει παρακμάσει.


Για το ταξίδι στην Αίγυπτο, η Τίνα τρία πράγματα είχε να πει έως τώρα:

Το θέαμα του Πανοραμίξ να κοκκινίζει και να χάνει τα λόγια του σαν σχολιαρόπαιδο με τη νόστιμη μύτη της Κλεοπάτρας ήταν ανεκτίμητο.

Το δεύτερο σημείο ενδιαφέροντος ήταν ότι για πρώτη φορά οι άλλοι τρεις θεώρησαν δεδομένο ότι θα έρθει μαζί τους.

Τρίτον και σημαντικότερον, όμως, η μύτη της Κλεοπάτρας.

«Δεν μπορείς να πεις, έχει νόστιμη μύτη.» Μονολόγησε ο Αστερίξ, ενώ ο Πανοραμίξ ένευε ονειροπόλα. Η βασίλισσα είχε μόλις έρθει με το θεόρατο της άρμα, που το τραβούσαν τρεις σειρές από σκλάβους. Αφού επιθεώρησε την πρόοδο του ανακτόρου, τους διέταξε να μην ενοχλούνται καθώς είχε έρθει ινκόγκνιτο. Έπειτα μάζεψε τις 25 αυλικές και τη φιλαρμονική που την συνόδευε και έφυγε.

«Πολύ νόστιμη.» Συμφώνησε ο Δρυΐδης.

«Είδες τη μύτη της, Ιντεφίξ;» Ρώτησε ο Οβελίξ τον σκυλάκο, που γαύγισε με έμφαση.

Η Τίνα κάγχασε με τον αέρα ενός προσβεβλημένου ανθρώπου. «Δεν είναι νόστιμη!»

«Έλα τώρα, Πεισματίνα, μην κάνεις σαν μωρό.» Την μάλωσε ο Αστερίξ μαλακά. «Κι η δική σου μύτη μια χαρά είναι.»

«Δεν το λέω γι’ αυτό!»

«Μπορεί να μην είναι αυτό που θα έλεγες μια στερεοτυπικά όμορφη μύτη, αλλά έχει έναν αέρα, μια… νοστιμιά.» Τόνισε ο Πανοραμίξ με το βλέμμα χαμένο στο διάστημα.

Η Τίνα ήταν πραγματικά εκτός εαυτού. «Μα δεν βλέπετε τι κάνετε;!»

Οι τρείς Γαλάτες γύρισαν να την κοιτάξουν με μια απαθή μακαριότητα στο βλέμμα που την τσάντισε ακόμη περισσότερο.

«Είναι μια γυναίκα σε θέση εξουσίας!»

Οι Γαλάτες παρέμειναν ασυγκίνητοι, εντελώς αδιάφοροι προς το θέαμα της Κλεοπάτρας να εμπνέει σεβασμό ανάλογο με αυτόν που προσφερόταν στον Καίσαρα, ή στους θεούς. Όμως για την νεαρή Γαλάτισσα ήταν σαν όαση στα κουρασμένα της ματάκια. Γι' αυτό κι η αδιαφορία τους την εξαγρίωνε.

«Μπορεί να είναι αλαζόνας, αγενής και ψιλομύτα, αλλά αναγκάστηκε να γίνει όλα αυτά για να επιβληθεί! Για να μην την βλέπουν άνθρωποι σαν τον Ιούλιο Καίσαρα ως ένα κατώτερο όν, μια απλή γυναικούλα ή χειρότερα, ένα κομμάτι κρέας! Κι εσείς αντί να της δείξετε τον ελάχιστο σεβασμό και να ενοχληθείτε από την δυσάρεστη της προσωπικότητα, το μόνο που κάνετε όταν σας προσβάλλει είναι να παραδέχεστε ότι η μυτούλα της είναι νόστιμη! Απλά νόστιμη!»

«Αφού είναι!» Αναφώνησε τελικά ο Αστερίξ, ανασηκώνοντας τους ώμους, ενώ ο Πανοραμίξ χαμογελούσε και ο Οβελίξ είχε χάσει ενδιαφέρον εδώ και ώρα.

«Δεν είναι απλά νόστιμη!» Επέμεινε η Τίνα και κάρφωσε το βλέμμα της ονειροπόλα προς το βάθος, όπου το άρμα της Κλεοπάτρας αχνοφαινόταν ακόμη. «Είναι θεσπέσια

«Αυτό δεν είπαμε κι εμείς, Αστερίξ;» Ρώτησε ο Οβελίξ τον φίλο του.

Ο Αστερίξ θα ακούμπαγε ένα χέρι στον ώμο του φίλου του, αν το έφτανε. Αντ’ αυτού του χτύπησε το μπράτσο. «Αυτό ακριβώς, Οβελίξ.»

«Τότε όλοι συμφωνούμε. Δεν βλέπω γιατί τσακωνόμαστε.»

Η Τίνα τους έριξε μια τελευταία αηδιασμένη ματιά και τους παράτησε στην ανδρική τους άγνοια.

Όλα πήγαιναν πολύ καλά. Αν δηλαδή εξαιρέσει κανείς τις τρελές διαφορές θερμοκρασίας από μέρα σε νύχτα, τις φακές χωρίς ίχνος αγριογούρουνου, την απεργία των εργατών, το σαμποτάζ περί οικοδομικών υλικών, τη μύτη της καημένης Σφίγγας και τις αρχιτεκτονικές ικανότητες του Νουμερομπίς. Α! Υπήρξε μια μικρή αναποδιά όταν επισκέφθηκαν τις πυραμίδες, αλλά χάρη στον Ιντεφίξ όλα πήγαν καλά τελικά. Άσε που ήπιε και ο Οβελίξ μαγικό ζωμό, κάτι που έκανε την Τίνα να μουτρώσει απερίγραπτα.

Κοιμόντουσαν όλοι μαζί σε μια σκηνή, οι τέσσερις Γαλάτες και ο Νουμερομπίς, κάτι που καταστούσε τα φράγματα του ιδιωτικού χώρου αδύνατα. Όμως σύντομα ντροπές περί μερικής γύμνιας χάθηκαν μέσα στη καθημερινή επανάληψη. Οι πουκαμίσες της Τίνας έτσι κι αλλιώς έπεφταν φαρδιές γύρω από τους μηρούς της, ενώ το ανδρικό στέρνο δεν ήταν κάτι που έχρηζε απόκρυψης.

Το παλάτι προχωρούσε και η Τίνα είχε μάθει ένα σωρό ενδιαφέροντα περί αρχιτεκτονικής, κυρίως από τον Πανοραμίξ, καθώς ο Νουμερομπίς παρα-ήταν αγχωμένος για να απαντήσει στις ερωτήσεις της, ακόμη κι αν διέθετε τις σωστές απαντήσεις. Ο Πανοραμίξ είχε επίσης αναλάβει αν διορθώσει τα σχέδια, και ανέθεσε στην Τίνα μερικούς από τους απλούστερους υπολογισμούς.

Έτσι σκυμμένη όπως ήταν πάνω από τη μακέτα, δεν κατάλαβε πως την είχε πάρει η νύχτα, παρά μόνο όταν το φως είχε μειωθεί τόσο πολύ που δεν έβλεπε πια τίποτα. Και μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι ο Πανοραμίξ, που της είχε πει ότι θα λείψει για λίγο και θα επιστρέψει σύντομα, δεν είχε επιστρέψει ποτέ.

 

Κι αυτή λοιπόν, βγήκε να τον αναζητήσει. Έψαξε στις σκηνές των εργατών, στον κοινό χώρο του φαγητού, έψαξε ανάμεσα στις μισοτελειωμένες κολώνες του παλατιού... Τίποτα. Ήταν λες κι άνοιξε η γη να τους καταπιεί, και τον Πανοραμίξ και τους άλλους δύο.

«Νουμερομπίς;» Φώναξε το κορίτσι, μπαίνοντας στην σκηνή που μοιράζονταν. Ο Αιγύπτιος αναπήδησε λες και είχε δει φάντασμα.

«Τίνα! Τίνα!» Έτρεξε προς το μέρος της και την αγκάλιασε τόσο σφιχτά που ένιωσε τα πλευρά της να μελανιάζουν. Ασυνάρτητα έβγαιναν από το στόμα του αναστατωμένου Νουμερομπίς. «Ήρθαν και- τους πήραν – και- κίνδυνος! Κροκόδειλοι!»

«Κροκόδειλοι;» Η Τίνα παρασύρθηκε από τον πανικό του. Φρικιαστικές εικόνες άρχισαν να περνούν μπροστά στα μάτια της: το βασιλικό δωμάτιο της Κλεοπάτρας, καμωμένο από λεπτοδουλεμένο μάρμαρο, χρυσό και ελεφαντόδοντο. Όλα τα στολίδια πνιγμένα στο αίμα, στα μυαλά που είχαν στάξει από σπασμένα κρανία. Στο πάτωμα κείτονταν ακρωτηριασμένα μέλη: ένα χέρι εκεί, μισό σώμα εδώ και έντερα, ανθρώπινα έντερα να λερώνουν τα μάρμαρα. Το πρόσωπο του Πανοραμίξ, να μισοφαίνεται ανάμεσα από τα τεράστια, φρικιαστικά σαγόνια του κροκόδειλου. Σκαλωτό δέρμα ερπετού, κρύο και άπονο, νύχια και μια διπλή σειρά από δόντια, κοφτερά σαν ξυράφι. 

"Ποιός;!" Ρώταγε η κοπέλα, ταρακουνώντας τον καημένο τον Νουμερομπίς. "Που;! Πότε;! Ποιός;!"

«Εμένα!» Αναφώνησε ο Νουμερομπίς και άρχισε να χοροπηδάει γύρω γύρω αναστατωμένα. «Εγώ θα καταλήξω στους κροκόδειλους, σαν κουφετάκι θα με καταπιούν. Ένα τόσο δα μικρό κουφετάκι, λευκό και αθώο και θα με ξεσκίσουν με τις δοντάρες τους.» Αναρίγησε, μασουλώντας τα νύχια του και μην μπορώντας να σταματήσει το νευρικό του βηματισμό. «Τι θα απογίνω χωρίς αυτούς, τι θα απογίνω, τι θα απογίνω-»

«ΝΟΥΜΕΡΟΜΠΙΣ!»

Ο Αιγύπτιος αναπήδησε ξανά, αυτή τη φορά με τόση φόρα, που το κεφάλι του παραλίγο να ακουμπήσει το ταβάνι της σκηνής.

«ΠΟΥ… ΕΙΝΑΙ… ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ;»

Δέκα λεπτά αργότερα, η υστερία του αρχιτέκτονα είχε καταλαγιάσει κάπως και η Τίνα μπόρεσε να βγάλει κάποιο νόημα. Στρατιώτες της Κλεοπάτρας είχαν έρθει και είχαν συλλάβει τους τρεις Γαλάτες, με την κατηγορία ότι είχαν αποπειραθεί να δηλητηριάσουν την βασίλισσα των βασιλισσών. Κάτι που ήταν φυσικά μια παρεξήγηση, μια τραγική παρεξήγηση-

«Κι εγώ;!» Αναφώνησε το κορίτσι, απελπισμένο.

Μόνον τότε ο Νουμερόμπις φάνηκε να συνειδητοποιεί τη θέση του νεαρού κοριτσιού. Μια Γαλάτισσα μόνη σε ένα ξένο μέρος, με τους τρεις φίλους της να κινδυνεύουν να φαγωθούν. Και ο Νουμερομπίς, ο μόνος της σύμμαχος και ο μόνος ικανός να της βρει ένα τρόπο να γυρίσει σπίτι, να είναι καταδικασμένος στην ίδια μοίρα με τους Γαλάτες, αφού χωρίς την βοήθεια τους, δεν θα τελείωνε το παλάτι όχι σε ένα μήνα, αλλά ούτε και με έναν χρόνο καθυστέρηση. Κι όλα χάρη σε μια παρεξήγηση, μια τραγική παρεξήγηση-

«Κι εγώ;» Ρώτησε η Πεισματίνα ξανά τον αρχιτέκτονα με φωνή ψηλή και υστερική. «Δεν πληρώ εγώ τις προϋποθέσεις ούτε για να συλληφθώ; Δεν είμαι δηλαδή ικανή ούτε μια απόπειρα δολοφονίας να οργανώσω; Δεν είμαι καλό κουφετάκι για τους κροκόδειλους εγώ; Μα βέβαια, κύριε, βέβαια, η Τίνα είναι καλή μόνο για υπολογισμούς ενώ όλοι οι υπόλοιποι συλλαμβάνονται!»

Υπό το σοκαρισμένο βλέμμα του αρχιτέκτονα, το κορίτσι κλώτσησε το πρώτο αντικείμενο που βρήκε στο δρόμο της, και βγήκε από τη σκηνή κουτσαίνοντας.


Στα μπουντρούμια του παλατιού, ο Πανοραμίξ έριχνε βότανα στην κανάτα με το νερό.

«Πανοραμίξ, γιατί δεν μπορούμε απλώς να πούμε την αλήθεια;» Ρώτησε ο Αστερίξ τον Δρυΐδη για δεύτερη και τελευταία φορά, καθώς εκείνος ετοίμαζε το αντίδοτο που θα τους επέτρεπε να βάλουν σε λειτουργία το σχέδιο του.

«Εγώ νόμιζα ότι δεν πρέπει να λέμε ψέματα,» Είπε ο Οβελίξ με την ήρεμη φωνή του, «γιατί αν ένας αρχίσει να λέει ψέματα, τότε θα αρχίσουν όλοι, και στο τέλος θα υπάρχουν περισσότερα ψέματα από ότι αλήθειες και δεν θα ξαναγίνουν τσιμπούσια στο χωριό, γιατί χωρίς εμπιστοσύνη δεν μπορεί να υπάρχει συντροφικότητα.»

Ο Δρυΐδης και ο πολεμιστής, στράφηκαν στον κατασκευαστή μενίρ και τον κοίταξαν αποσβολωμένοι.

Ο Οβελίξ ανασήκωσε τους ώμους. «Έτσι μας είχες πει στο σχολείο.» Είπε στο Δρυΐδη.

«Μα, Οβελίξ αυτό ήταν πριν από εικοσιπέντε χρόνια!» Αναφώνησε απορημένος ο Αστερίξ.

«Έτοιμο!» Είπε ο Πανοραμίξ και τους έδωσε να πιούν. «Ναι, κι εσύ Οβελίξ, αυτό δεν είναι μαγικός ζωμός.»

Notes:

Που πηγαίνει η Τίνα; Θα βρει τους φίλους της πριν είναι αργά;

Chapter 8: Βιασύνες

Notes:

(See the end of the chapter for notes.)

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ

Κεφάλαιο 2: Βιασύνες

 

Η Τίνα διέσχισε την πόλη τυφλωμένη από οργή, με τις γροθιές σφιγμένες και την πλάτη καμπουριασμένη. Ούτε που αντελήφθην ότι στο παρατσάκ γλίτωσε από ένα αμάξι με δύο άλογα που διέσχιζε το σκοτεινό σοκάκι, ούτε και πρόσεξε τις βρισιές που έστελναν προς το μέρος της θυμωμένοι Αιγύπτιοι, γιατί μέσα στη μανία της είχε γίνει δημόσιος κίνδυνος για τους λίγους περαστικούς και πάγκους εμπόρων που απέμεναν τέτοια ώρα.

Ούτε που κατάλαβε πότε έφτασε στο παλάτι. Προσπέρασε την πρώτη γραμμή φρουρών, χωρίς να βλέπει μπροστά της, σερφάροντας σε ένα κύμα αδρεναλίνης. Αν περίμενε να την σταματήσει κάποιος, είχε άδικο. Μάλλον γιατί η Τίνα είχε ήδη απομακρυνθεί κι ανέβαινε δυό και τρία τα σκαλοπάτια.

Άσε που ήταν σίγουρη ότι δεν την θεώρησαν και καμιά φοβερή απειλή. Κοντόφθαλμοι, αδαείς!

Την προηγούμενη φορά που είχε έρθει στο παλάτι, δύο ήταν οι φρουροί που φύλαγαν τις μεγάλες, βαριές, ξύλινες πόρτες. Όμως τώρα μόνο ένας φρουρός, ψηλός και με ρωμαλέα εμφάνιση, στεκόταν σκοπός και μάλιστα φαινόταν έτοιμος να αποκοιμηθεί, έτσι που είχε γείρει στο δόρι του. Με την προσοχή της καρφωμένη στις πόρτες πίσω του, απλά τον έσπρωξε για να τον βγάλει από τη μέση, ώστε να ανοίξει τη πόρτα και να κάνει τα πρώτα της βήματα στο μαρμάρινο πάτωμα. Όμως ο ψηλός φρουρός την ακολούθησε μέσα στον άδειο, ημισκότεινο προθάλαμο και ξεκίνησε να της φωνάζει στα αιγυπτιακά. Κι εκεί η Τίνα ένιωσε μια ακατανίκητη επιθυμία να φερθεί με κάθε γαλατική αβρότητα.

Η πρώτη μπουνιά προσγειώθηκε στον κρόταφό του, κάτω από το χείλος του κράνους του. Η Τίνα συνέχισε με μπουνίδια στο στήθος του, που της ερχόταν στο ύψος του κεφαλιού της, και δεν νοιάστηκε που οι γυμνές γροθιές της μάτωσαν πάνω στον ατσάλινο, στραπατσαρισμένο του θώρακα. Όμως η μανία της απέδωσε, γιατί ο φρουρός κραύγασε από πόνο, λες και η Τίνα τον είχε πετύχει στο ψαχνό. Ο φρουρός, μελαμψός και με τα μαύρα του μαλλιά να φτάνουν πλούσια κάτω από το σαγόνι του, προσπάθησε παραπαίοντας να την περιορίσει.

Μετά από μερικές στιγμές πάλης που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια σειρά από ανταλλασσόμενα χαστουκάκια, ο φρουρός με το καρέ μπόρεσε να την πιάσει από πίσω, πιέζοντας τα χέρια της στο σώμα της και κραυγάζοντας κι αυτός από πόνο, λες και φορούσε η Τίνα τον ατσαλένιο θώρακα και μπηγόταν το ατσάλι στο δικό του σώμα κι όχι στο δικό της.

Στο εντωμεταξύ, από το πουθενά εμφανίστηκε κι ένας δεύτερος φρουρός, που φορούσε ένα ολόλευκο κράνος. Την προσέγγισε από μπροστά όσο πάλευε τη λαβή του συναδέλφου του. Η Τίνα έριξε το βάρος της στον φρουρό πίσω της, σήκωσε το πόδι και κλώτσησε τον δεύτερο στο λαιμό.

 Έπειτα προσγείωσε το ίδιο πόδι στον κάλο του άντρα που την κρατούσε. Ο φρουρός υποχώρησε με μια ακόμη κραυγή πόνου και η Τίνα γύρισε να του δώσει μια μπουνιά που προσγειώθηκε κάτω από το σαγόνι του και έστειλε το κεφάλι του προς τα πίσω. Έπειτα κλότσησε τον άλλον στην κοιλιά, στέλνοντάς τον στον τοίχο, δίπλα σε μια κοντή κολώνα όπου στεκόταν ένα πορσελάνινο βάζο. Ο άντρας γλίστρησε στο μαρμάρινο δάπεδο, πιάστηκε από την κολώνα για να κρατηθεί όρθιος, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να σκάσει με το κεφάλι στον τοίχο πίσω του, και να πάρει μαζί του και την κολώνα και το βάζο.

Η πορσελάνη έσπασε πάνω στο κεφάλι του, το οποίο περιέργως δεν έφερε κράνος, όπως είχε υποθέσει αρχικά η Τίνα. Tο λευκό πράγμα ήταν ένας επίδεσμος. Η Τίνα δεν ήταν σε θέση να νοιαστεί, την προσοχή της είχε κλέψει ο άλλος φρουρός, αυτός με το μελαχρινό καρεδάκι, ο οποίος την είχε ξαναπιάσει από πίσω, αυτή τη φορά από το λαιμό. Η Τίνα προσγείωσε τον αγκώνα της στα πλευρά του, ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι που η λαβή του φρουρού που τσίριζε χαλάρωσε αρκετά. Κι έτσι το κορίτσι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να στραφεί και να του χώσει άλλη μια μπουνιά, αυτή τη φορά στο μάγουλο.

Ο φρουρός πισωπάτησε, αλλά δεν λιποθύμησε. Η Τίνα με μισό μυαλό ζήλεψε για άλλη μια φορά τον Οβελίξ, που με μια ανάστροφη έστελνε τον οποιονδήποτε σε κώμα. Σε μια νέα έξαρση θυμού και ενεργητικότητας, η Τίνα έπιασε τον μελαμψό φρουρό από τα πέτα και του έχωσε μια γερή κουτουλιά. Κάτι που ομολογουμένως επηρέασε το κορίτσι περισσότερο από τον ίδιο. Η δύναμη της σύγκρουσης τον έκανε να πισωπατήσει και να φέρει ζαλισμένα τα χέρια του στο μέτωπό του, όμως η Τίνα εκσφενδονίστηκε προς τα πίσω και προσγειώθηκε με τον κώλο στο πάτωμα, γλιστρώντας μακριά με το χαρακτηριστικό ήχο που προκαλείται από την τριβή με το γυαλισμένο μάρμαρο.

Με το δωμάτιο να έχει αρχίσει να ψιλογυρίζει και την Τίνα να έχει λαχανιάσει κανονικά, το μάτι της έπεσε σε ένα ακόμη πορσελάνινο βάζο, σε ένα τραπέζι στην άλλη πλευρά του προθάλαμου. Ήταν κοντά στον φρουρό που αν και όρθιος, στηριζόταν με την πλάτη στον απέναντι τοίχο, κρατούσε πονεμένα με το ένα χέρι το κεφάλι του και με το άλλο το στήθος. Η Τίνα με ένα αγκομαχητό έσπρωξε τον εαυτό της να σταθεί στα πόδια της, και επιτέθηκε παραπαίοντας για ακόμη μια φορά στο φρουρό, αρπάζοντας το βάζο από το τραπέζι του. Του το έφερε στο κεφάλι, παύοντας τις ξεψυχισμένες του πια φωνές.

Επιθεώρησε με κομμένη την ανάσα τους δύο φρουρούς που κείτονταν αναίσθητοι, διακοσμημένοι με θραυσματα πορσελάνης. Μόνον και μόνον τότε άρχισε να συνειδητοποιεί ότι είχε μόλις στραφεί στη βία, όχι για να υπερασπιστεί την τιμή ή τη ζωή της, όχι για να προστατέψει καποιον τρίτο, αλλά απλά και μόνο επειδή ήταν θυμωμένη και ήθελε να εκτονωθεί.

Ποτέ δεν είχε αισθανθεί πιο ελεύθερη.

 Όταν τέσσερις αιγύπτιοι φρουροί, οι οποίοι έφεραν κι αυτοί επιδέσμους και μελανιές, εισέβαλαν στον προθάλαμο, η Τίνα σήκωσε τα χέρια στη διεθνή χειρονομία της παράδοσης.


 «Λοιπόν, βασίλισσα;» Είπε ο Πανοραμίξ. «Βλέπετε πως το γλυκό δεν είναι δηλητηριασμένο!»

«Μα τότε τι έπαθε ο δοκιμαστής μου;» Ρώτησε εκνευρισμένα η βασίλισσα, καθισμένη στο θρόνο της.

«Οβελίξ!» Μάλωσε χαμηλόφωνα ο Αστερίξ, με εκνευρισμό που αυξανόταν, καθώς ο φίλος του όχι μόνο είχε φάει τα τρία τέταρτα μια πελώριας τούρτας, αλλά τώρα καθάριζε και την πιατέλα.

«Μα έχουν μείνει μερικά αμυγδαλάκια.»

«Πείτε να φέρουν τον δοκιμαστή. Θα τον κάνω καλά.» Έλεγε στο εντωμεταξύ ο Πανοραμίξ στη βασίλισσα.

«ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΚΑΝΩ ΚΑΤΙ, Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΣΤΕΡΙΞ ΔΕΝ ΣΥΜΦΩΝΕΙ.»

«ΓΙΑΤΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΟΒΕΛΙΞ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΦΕΡΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ!»

«ΩΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ, ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΝΩ  ΚΑΡΠΑΖΙΕΣ ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΟΣ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΡΩΩ ΑΜΥΓΔΑΛΑΚΙΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ;»

«ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΡΠΑΖΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΜΥΓΔΑΛΑΚΙΑ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥΣ… ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΙ ΚΑΛΗ ΑΝΑΤΡΟΦΗ!!!»

Αυτά αντηχούσαν στην αίθουσα του θρόνου ενώ ο Πανοραμίξ χορηγούσε στον δηλητηριασμένο δοκιμαστή το αντίδοτο που είχε προστατέψει ήδη τους τρεις Γαλάτες από το επικίνδυνο γλυκό, το οποίο περιείχε τα αμυγδαλάκια της έριδος.

«Νιώθω καλύτερα! Πολύ καλύτερα!» Αναθάρρεψε ο δοκιμαστής και στάθηκε στα πόδια του. «Νιώθω καλά! Πεινάω!»

Κι εκεί, ο Πανοραμίξ ήταν έτοιμος να συνεχίσει τα ψέματα στην Κλεοπάτρα ότι το γλυκό δεν ήταν δηλητηριασμένο, και η αδιαθεσία του δοκιμαστή οφειλόταν στην ευαισθησία που του είχαν προκαλέσει τα βαριά φαγητά στο στομάχι. Έτσι φαινομενικά θα λυνόταν η παρεξήγηση. Η βασίλισσα θα τους άφηνε να φύγουν, και θα απέλυε και το δοκιμαστή, ο οποίος κρυφά είχε σιχαθεί αυτή τη δουλειά γιατί δηλητηρίαζε τη ζωή του.

Όμως πριν ο Πανοραμίξ προλάβει να συνεχίσει με το εξαιρετικό και αναίμακτό του σχέδιο, δύο μπανταρισμένοι φρουροί μπήκαν στην αίθουσα. Κρατούσαν από τα μπράτσα μια αναψοκοκκινισμένη Τίνα, λες και το κορίτσι έτρεφε κρυφές ελπίδες να δραπετεύσει και δεν χαμογελούσε με τον αέρα ενός ανθρώπου πολύ ικανοποιημένου υπό τις παρούσες συνθήκες.

Το απορημένο «Μα τι κάνεις εσύ εδώ;» του Αστερίξ συνέπεσε με το «Μα τι σημαίνουν όλα αυτά;» της Κλεοπάτρας.

Οι φρουροί ελευθέρωσαν την Τίνα, ώστε ο ένας να πλησιάσει τη βασίλισσα και να της μιλήσει στα αιγυπτιακά, ενώ ο άλλος πήγαινε να σταθεί σκοπός στην πόρτα από την οποία είχαν μπει. Η Τίνα παραπάτησε προς το μέρος του Αστερίξ και του Οβελίξ, ενώ άφηνε το βλέμμα να πλανηθεί στο πελώριο δωμάτιο, χτισμένο με πολύχρωμα μάρμαρα και διακοσμημένο με χρυσοποίκιλτα αγάλματα. Το βάθρο όπου στεκόταν ο θρόνος της Κλεοπάτρας ήταν στον τοίχο απέναντι από την πόρτα, και καμιά δεκαριά σκαλιά ψηλό. Στα δεξιά της κάθονταν οι κυρίες των τιμών της, όμορφες νεανίδες ντυμένες με τα καλύτερα φορέματα.

«Αν ήρθες για αμυγδαλάκια, έχουν περισσέψει μερικά.» Την ενημέρωσε ο Οβελίξ, με τη μύτη σηκωμένη στο ταβάνι και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.

«Αμυγδα- μα όχι, εγώ να συλληφθώ ήρθα-»

«Εσύ.» Ήχησε δυνατά η φωνή της Κλεοπάτρας στην αίθουσα κι όλοι στράφηκαν να δουν ποιόν εννοούσε. Όταν η Τίνα κατάλαβε ότι το βασιλικό δάκτυλο έδειχνε εκείνη, ένιωσε ξαφνικά μια ανεξήγητη ζέστη, ακόμη κι αν η νύχτα ήταν ψυχρή. «Η μικρή Γαλάτισσα δεν είσαι εσύ; Σε θυμάμαι. Ο Νουμερομπίς σε έφερε μαζί με αυτούς τους τρεις και σε είδα και στο εργοτάξιο.»

Το κορίτσι χρειάστηκε μερικές στιγμές για να συνειδητοποιήσει ότι η πανέμορφη αρχοντική γυναίκα που στεκόταν στο βάθρο της και αγνάντευε τους κοινούς θνητούς που στέκονταν χαμηλότερα, την θυμόταν κι ας την είχε δει όλες κι όλες δυό φορές. Επίσης η αποστροφή με την οποία η βασίλισσα κοίταζε τα ρούχα της, έκανε την Τίνα να σαστίσει ακόμη περισσότερο.

«Ναι, δηλαδή…» Το κορίτσι προσπάθησε να σιάξει διακριτικά τη λινή της πουκαμίσα που ήταν μέσ’ τη ζάρα.  «Μαζί τους είμαι κι εγώ, απλά οι στρατιώτες που στείλατε να μας συλλάβουν με ξέχασαν.»

«Κι εσύ δεν κρατήθηκες, έτρεξες αμέσως να επανορθώσεις,» μουρμούρισε ο Αστερίξ κάτω από τα μουστάκια του, χαμογελώντας σφιγμένα.

«Σκάσε τώρα, και μου τα ψέλνεις αργότερα.» Του μουρμούρισε η Τίνα με το δικό της σφιγμένο χαμόγελο.

«Σιωπή!» Η Κλεοπάτρα χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα. «Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει γιατί οι Γαλάτες δεν σταματούν να σαπίζουν στο ξύλο τους φρουρούς μου; Πρώτα εσείς οι τρεις, και μετά το κορίτσι ήρθε να αποτελειώσει τον έναν που είχε απομείνει όρθιος! Τελικά θέλετε ή δεν θέλετε να δείτε πως πεθαίνει μια βασίλισσα;!»

Οι τρεις Γαλάτες γύρισαν να κοιτάξουν έκπληκτοι την Τίνα, η οποία συνέδεε στο μυαλό της την έλλειψη φρουρών, τους επιδέσμους και την ήδη στραπατσαρισμένη πανοπλία του φρουρού με το καρεδάκι. Με όλα τα μάτια στραμμένα επάνω της, τα μάγουλα της μικρής άρχισαν να κοκκινίζουν και προσπάθησε διακριτικά να κρύψει τις ράχες των χεριών της, όπου το δέρμα στους κόμπους της κάθε γροθιάς είχε σχιστεί από τις μπουνιές και έτρεχε αίμα.

 «Όπως ήμουν έτοιμος να σας εξηγήσω, βασίλισσα μου,» επανήλθε ο Πανοραμίξ από την έκπληξη και έδειξε με το χέρι του τον υγιή πια δοκιμαστή, «δεν υπάρχει κανένας λόγος να μας συλλάβετε-»

«Γιατί δεν το κάναμε εμείς.» Πετάχτηκε το κορίτσι και εξεπλάγη από τον Πανοραμίξ, που αντί να εκτιμήσει  τη βοήθεια που του προσέφερε, εκείνος αναστέναξε παραιτημένα.

Η Κλεοπάτρα όμως πια είχε καρφώσει την Τίνα με το βλέμμα. «Μίλα καθαρά, κορίτσι, τι δεν κάνατε εσείς;»

«Συγχωρήστε τη μικρή, ω βασίλισσα-» Ο Πανοραμίξ διέκοψε με την ηλίθια ελπίδα ότι η Τίνα δεν θα τίναζε στον αέρα το σχέδιο του, όμως η Κλεοπάτρα σήκωσε κοφτά το χέρι, απαιτώντας τη σιωπή του χωρίς ούτε καν να του ρίξει ένα βλέμμα.

«Τι δεν κάνατε εσείς;» Επέμεινε η Κλεοπάτρα.

«Δεν στείλαμε το δηλητηριασμένο γλυκό, φυσικά.» Αποκρίθηκε το κορίτσι, μπερδεμένο και απορημένο, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί ο Δρυΐδης την κοίταζε τόσο διαπεραστικά.

Σιωπή επικράτησε στην αίθουσα ενώ η Κλεοπάτρα κάρφωνε με το ατσάλινο βλέμμα της τους τέσσερις Γαλάτες, που στέκονταν μπροστά στο βάθρο της, οι τρεις νέοι μαζί και προς την άκρη, και ο Πανοραμίξ λίγο πιο μπροστά και στο κέντρο.

«Όταν έλεγα εγώ απλά να πούμε την αλήθεια.» Μουρμούρισε ο Αστερίξ σιωπηλά.

«Αστερίξ,» Αναστέναξε ο Πανοραμίξ, που όταν είχε οργανώσει το σχέδιο δεν είχε συνυπολογίσει την ξαφνική άφιξη της Τίνας, «στους βασιλιάδες δεν λες την αλήθεια, παρά μόνον εαν έχεις πολύ, πολύ καλούς λόγους να το κάνεις.»

Μόνον τότε η Τίνα σιγουρεύτηκε ότι είχε χάσει επεισόδια και έσκυψε προς το μέρος του Αστερίξ και του Πανοραμίξ. «Μα για ποιά αλήθεια μιλάτε;»

«Α, ότι το γλυκό ήταν δηλητηριασμένο.» Ο αδιάφορος τόνος του Οβελίξ αντήχησε πιο δυνατά από ότι τα μουρμουρητά των υπολοίπων.

«ΦΡΟΥΡΟΙ!» Φώναξε η Κλεοπάτρα, βράζοντας από θυμό που τολμούσαν οι Γαλάτες να νομίζουν ότι θα την κορόιδευαν κατάμουτρα.

«Μα καλά, δεν το ήξερε ότι ήταν δηλητηριασμένο;» Έσκυψε η Τίνα προβληματισμένα να ρωτήσει τον Αστερίξ, ο οποίος αναστέναζε κουρασμένα, ενώ το δωμάτιο γέμιζε μπανταρισμένους και μελανιασμένους φρουρούς.

«Ναι,» της αποκρίθηκε εκείνος, «αλλά ο Πανοραμίξ αποφάσισε να παριστάνει ότι δεν είναι, γιατί-»

«Γιατί δεν είχα αποδείξεις.»

Ήταν η βραχνή, βαθιά φωνή του Πανοραμίξ που αντήχησε δυνατά στην αίθουσα και έκλεψε την προσοχή φρουρών, κυριών της αυλής, βασιλισσών και Γαλατών. «Το γλυκό είναι όντως δηλητηριασμένο. Απλά εγώ και οι φίλοι μου ήπιαμε ένα αντίδοτο πριν το φάμε, το ίδιο που έδωσα και στο δοκιμαστή σας, βασίλισσα. Θεώρησα ότι έτσι η παρεξήγηση θα λυνόταν πιο γρήγορα και θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε στο εργοτάξιο και να προλάβουμε την προθεσμία. Ήμουν σίγουρος ότι σύντομα θα έλυνα το μυστήριο του πραγματικού ενόχου και θα ερχόμουν να σας ειδοποιήσω, με αποδείξεις αυτή τη φορά.»

«Παραδέχεσαι ότι μου είπες ψέματα, δρυΐδη, και περιμένεις τώρα να σε πιστέψω;»

Ο Αστερίξ ήξερε από ανέλπιδες καταστάσεις. Και ο τρόπος με τον οποίον κοίταζε τώρα η Κλεοπάτρα τον Πανοραμίξ υποσχόταν να θερίσει κάθε ελπίδα που απέμενε στην κατάσταση.

«Μα…» Είπε η Τίνα, η οποία ακόμη δεν είχε μάθει την αξία του να κρατάει το στόμα της κλειστό. «Τι λόγο είχαμε εμείς να σας σκοτώσουμε, δεν βγάζει κανένα νόημα.»

Ο Αστερίξ έκλεισε τα μάτια, λες και αυτό θα αναιρούσε το γεγονός ότι η Πεισματίνα είχε μόλις αποκαλέσει την Βασίλισσα της Αιγύπτου παράλογη. Το κορίτσι όμως πρέπει να παρεξήγησε την παγωμένη έκφραση του προσώπου της Κλεοπάτρας, γιατί από το στόμα της, που είχε μείνει ανοιχτό για να εξυπηρετήσει καλύτερα την σοκαρισμένη, παραπονεμένη έκφραση του προσώπου της, ούτε ένα ίχνος απολογίας δεν βγήκε.

«Εμείς είμαστε με το μέρος σας!»

Η Τίνα μίλησε με τον απελπισμένο αέρα ενός παρεξηγημένου ανθρώπου που ήθελε σώνει και ντε να επανορθώσει την εικόνα του στα μάτια μιας βασίλισσας που είχε χαραχτεί ως είδωλο στην καρδιά του.

«Εμείς ταξιδέψαμε 7.000 μίλια* από τη Γαλατία για να σας βοηθήσουμε να φτιάξετε το παλάτι, να νικήσετε το στοίχημα. Να βάλετε στη θέση του αυτόν τον- τον-»

Η Πεισματίνα ήταν έτοιμη να αρχίσει τα %$#@*^ , όμως το χέρι του Δρυΐδη τη γράπωσε από το μπράτσο προειδοποιητικά και τη σιώπησε.

 «Τον αλαζόνα…» Είπε η Τίνα και ξέσφιξε τα δόντια. «Τον καίσαρα. Εμείς αντιστεκόμαστε τώρα και για πάντα στον κατακτητή, που νομίζει ότι μπορεί να ισοπεδώνει τους ξένους πολιτισμούς για να επιβάλλει τον δικό του! Που τολμάει να προσβάλλει ακόμη και τον αιγυπτιακό, που χωρίς αυτόν ο κόσμος θα είχε χάσει τόσα θαύματα! Εμείς σας θαυμάζουμε τόσο πολύ- δηλαδή…»

Αν το κορίτσι μπορούσε να φανεί ακόμη πιο αναψοκοκκινισμένο, θα γινόταν. Με τις γροθιές να πιάνουν και να αφήνουν νευρικά τη λευκή πουκαμίσα της, λερωμένη τώρα από το αίμα που έτρεχε από τη ράχη των χεριών της, η Πεισματίνα προσπάθησε να κρατήσει το βλέμμα της βασίλισσας.

«Εγώ σας έχω σε τόσο μεγάλη εκτίμηση. Είστε ένας φάρος ελπίδας και έμπνευσης για όλες τις γυναίκες εκεί εξώ, που αντί να τιμώνται για τις γνώσεις και την αξία τους, χαμηλώνουν το κεφάλι μπροστά σε άνδρες που τόσο συχνά αποδεικνύονται ανάξιοι του σεβασμού τους! Το να θέλει κανείς να σκοτώσει εσάς… Θα είναι μια πράξη κατάπτυστη, μια απόλυτη προδοσία!»

Όταν η μικρή ολοκλήρωσε το μονόλογό της, υπό το διαπεραστικό, μα όχι πια παγωμένο βλέμμα της Κλεοπάτρας, έμεινε να κοιτάει την βασίλισσα με ύφος απελπισμένης ικεσίας. Είχε το ύφος ανθρώπου που τον αδίκησαν, που του πρόδωσαν τα ιδανικά. Πουυ προσέβαλαν όχι τον ίδιο, ή τις πράξεις, ή τις ικανότητες του, αλλά προσέβαλαν το ήθος του. Ο Αστερίξ την είχε δει να παρακαλάει το θείο της ή τον Πανοραμίξ για να της διδάξουν εκείνο ή να της δείξουν το άλλο, όμως όλα ωχριούσαν μπροστά στην επιθυμία της, την ανάγκη να ακούσει την Κλεοπάτρα να λέει τις πολυπόθητες λεξούλες: σε πιστεύω. Δεν είμαι κοντόφθαλμη, δεν είμαι σαν όλους τους άλλους. Μην ανησυχείς, δεν θα σε απογοητεύσω. Σε πιστεύω.

Μερικές κυρίες των τιμών της και δυό-τρεις φρουροί σκούπισαν διακριτικά τα δάκρυα από τα μάτια τους. Η Τίνα είχε ξεστομίσει λόγια που δεν απαιτείτο μετάφραση για να καταλάβεις το νόημα τους. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη της Βασίλισσας που στεκόταν στο βάθρο της, με τη θεσπέσια μύτη της σηκωμένη αγέρωχα, και κρατούσαν την ανάσα τους, αγωνιώντας για την ετυμηγορία.

«Αστερίξ-;»

«Όχι τώρα, Οβελίξ.» Ψιθύρισε ο Γαλάτης και έπιασε τον αγκώνα του φίλου του, κρατώντας και αυτός την ανάσα του μέσα στο γενικό κλίμα σασπένς που είχε παραλύσει την αίθουσα.

 «Πολύ καλά, μικρή.»

Η αίθουσα ξέσπασε σε ένα συλλογικό αναστεναγμό.

«Και σε συγχωρώ για την αυθάδεια σου,» συνέχισε η Κλεοπάτρα, αγέρωχη και αγέλαστη, «αρκεί να μην επαναληφθεί. Μια χωριατοπούλα όπως εσύ δεν μπορεί να μιλάει έτσι για τον Ιούλιο, Καίσαρα της Ρώμης… Όσο αλαζόνας κι αν είναι στ’ αλήθεια.»

Αν ο Αστερίξ διέκρινε ένα μικρό χαμόγελο στην αυστηρή της έκφρασης, διαβεβαίωσε τον εαυτό του πως έκανε λάθος. Η βασίλισσα συνέχισε, όταν οι ψίθυροι μεταξύ των κυριών της αυλής καταλάγιασαν.

«Κι αν δεν ήταν οι Γαλάτες που δηλητηρίασαν το γλυκό, τότε ποιος ήταν ο δράστης;»

Η Τίνα έλαμψε ολόκληρη που κοτζάμ βασίλισσα ζητούσε την άποψη της σε ένα τέτοιο θέμα.

«Οποιοσδήποτε.» Ανασήκωσε πάλι τους ώμους, μιλώντας με τον αέρα ειδικού. «Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να έχει στείλει αυτό το γλυκό… Κάποιος που ήξερε για το μαγικό ζωμό, και πόσο καλά προχωράει το εργοτάξιο… ή κάποιος από τους εχθρούς σας. Το πιο εύκολο για το δολοφόνο ήταν να φορτώσει το φταίξιμο σε τέσσερις ξένους.»

Η Κλεοπάτρα κοίταξε ξανά βαθιά στα μελιά μάτια της κοπέλας, που για άλλη μια φορά τα κρατούσε τόσο πολύ ορθάνοιχτα που έμοιαζαν στρογγυλα σαν μανταρίνια.

«Γαλάτες, είστε ελεύθεροι να φύγετε.»

Notes:

*Σ.τ.Ε.Α. Όταν η Τίνα λέει πως ταξίδεψαν 7000 μίλια, αναφέρεται στο ρωμαϊκό μίλι που ισοδυναμεί με ~1,5 σημερινό χιλιόμετρο

Chapter 9: Καρνάβαλος

Notes:

Είχαμε μείνει εκεί που η Κλεοπάτρα μεγαλόψυχα τους άφησε να φύγουν...

Ανυπομονώ για τα σχόλια σας!
Καλή ανάγνωση!!

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ

Κεφάλαιο 3: Καρνάβαλος

 

Δεν ήταν και οι τέσσερεις Γαλάτες ελεύθεροι να φύγουν. Η Κλεοπάτρα το ξεκαθάρισε αυτό με μια καθυστέρηση.

«Δηλαδή, Αστερίξ, όταν η Κλεοπάτρα είπε «μέλος της αυλής» εννοούσε ότι η Τίνα θα γίνει σαν αυτές τις κοπελίτσες που κάθονταν παράμερα;»

Ο Αστερίξ έστρεψε το βλέμμα προς το ταβάνι της σκηνής και αναστέναξε. Στο μυαλό του ήρθαν οι νεαρές, πανέμορφες κυρίες των τιμών, που έλαμπαν από πάνω μέχρι κάτω. Τα μαλλιά τους ήταν πλεγμένα σε περίτεχνους κότσους και στολισμένα με ασημιά και χρυσά κοσμήματα, ενώ τα ρούχα τους ήταν φτιαγμένα από τα πιο φίνα υφάσματα. Η Κλεοπάτρα είχε τείνει το αυταρχικό της δάχτυλο σε δυο από αυτές.

Έπειτα με το ίδιο δάχτυλο η βασίλισσα είχε δείξει την Τίνα, με τα ιδρωμένα της μαλλιά πλεγμένα σε στεφάνι πάνω στο κεφάλι της. Την Τίνα με το ξεφτισμένο πράσινο παντελόνι, την λευκή πουκαμίσα από φτηνό λινό που, σαν όλους τους, δεν είχε αλλάξει τη τελευταία εβδομάδα. Την Τίνα με τις ματωμένες της μπουνιές.

Και η Κλεοπάτρα είχε διατάξει να την πάρουνε, να την γδύσουνε, να την τρίψουν μέχρι να φύγει από πάνω της κάθε ίχνος χώματος και άμμου που αναπόφευκτα αποκτά κανείς όταν περνά τις ώρες του στην ύπαιθρο. Να πετάξουν τα ρούχα της στη φωτιά, να την ντύσουν και να την στολίσουν μέχρι να γίνει άξια ακόλουθος μιας βασίλισσας.

Η Πεισματίνα δεν είχε μετανιώσει ποτέ τίποτα τόσο πολύ όσο είχε μετανιώσει, αν όχι την έφοδο στο παλάτι της Κλεοπάτρας, τότε σίγουρα την βιασύνη της να κάνει την έξυπνη και να χαλάσει το αναίμακτο σχέδιο του Πανοραμίξ.

«Αυτό που εννοούσε, Οβελίξ, είναι ότι η βασίλισσα δεν μας εμπιστεύεται.» Εξήγησε τελικά στον Οβελίξ. «Κράτησε την Τίνα στο παλάτι όχι επειδή θεώρησε ότι ήταν άξια για κυρία των τιμών, αλλά ως τιμωρία, ως όμηρο.»

«Και γιατί έπρεπε να της κάψει τα ρούχα;»

«Γιατί ακόμη και μια όμηρος δεν μπορεί να βρίσκεται δίπλα στην Κλεοπάτρα ντυμένη με λινά παντελόνια.»

«Κι όλα αυτά επειδή είπε την αλήθεια;» Αναρωτήθηκε ο Οβελίξ. «Δηλαδή αν έλεγε ψέματα τι θα της έκαιγε;»

Ούτε ο Αστερίξ, ούτε ο Πανοραμίξ είχαν κάποια καλή απάντηση, ενώ απαλά ροχαλητά έρχονταν από το κρεβάτι του Νουμερομπίς. Από το εργοτάξιο δίπλα ταξίδευε ο ήχος του μαστίγιου, όπου ο Πυραμιδονίς και ο Καμψομεσίς έκαναν υπερωρίες για να ξεχρεώσουν τα διάφορα σαμποτάζ που είχαν εμπνευστεί. Όπως και για την απαγωγή του Νουμερόμπις, τον οποίον οι Γαλάτες είχαν πάει να ελευθερώσουν αμέσως αφότου επέστρεψαν στο εργοτάξιο από το παλάτι και ο γραφέας του τους ενημέρωσε ότι το αφεντικό του εξαφανίστηκε λίγο μετά την φυγή της Τίνας.

«Δηλαδή τώρα πια θα φοράει φορέματα;» Ρώτησε ο Οβελίξ απορημένα.

Ο Αστερίξ ψιλογέλασε, γιατί αντιμετώπιζε την ίδια δυσκολία να φανταστεί την Τίνα με φούστες και μετάξια.  Έπειτα βολεύτηκε καλύτερα στα στρωσίδια του. «Και τι δεν θα 'δινα να ‘μουν από μια μεριά να τη βλέπω να βγάζει αφρούς από το στόμα.»

«Μην το γελάς, Αστερίξ,» ήρθε η φωνή του Δρυΐδη από το δίπλα κρεβάτι. «Η Πεισματίνα βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού και όλα λόγω των δικών μου χειρισμών.»

«Δεν φταις εσύ, Πανοραμίξ. Ήταν δική της πρωτοβουλία να μπουκάρει με το έτσι θέλω και να βιαστεί να μιλήσει. Πως θα μπορούσες να μαντέψεις ότι θα μας ακολουθούσε-» Η φωνή του Αστερίξ κόπηκε, αφού συνειδητοποίησε κι ο ίδιος την αδυναμία του επιχειρήματος του. Ένα μικρό γελάκι ακούστηκε από τη μεριά του Πανοραμίξ. «Εντάξει αυτό ίσως θα έπρεπε να το περιμένουμε, αλλά-»

«Δεν έχει αλλά, Αστερίξ. Δεν έπρεπε να την αφήσουμε πίσω και το ξέρεις. Έπρεπε να την συμπεριλάβουμε.»

Ο Αστερίξ αναστέναξε για δεύτερη φορά. Που είχαν φτάσει τα πράγματα που ήταν λάθος να διστάζουν να πάρουν μια μικρή κοπέλα μαζί τους στη φυλακή;

«Όμως κι αυτή δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί.» Αποκρίθηκε τελικά ο πολεμιστής. «Τόσα νοήματα της έκανες κι εκείνη δεν κατάλαβε τίποτα. Ήταν τόσο σίγουρη πως αυτό που είχε στο μυαλό της ήταν το σωστό, που αντί να περιμένει να πάρει γραμμή από εσένα, επέμεινε στα δικά της.»

«Αν δεν με απατά η μνήμη μου από σήμερα το πρωί, καλέ μου φίλε,» απάντησε ο Πανοραμίξ με ένα χαμόγελο στην φωνή του, «ούτε κι εσύ αρκέστηκες αρχικά στην γραμμή που χάραξα και επέμεινες να πούμε στην Κλεοπάτρα όλη την αλήθεια. Κάτι βέβαια που αν είχαμε κάνει,» αναστέναξε ο Δρυΐδης, «η Πεισματίνα δεν θα βρισκόταν τώρα υπό περιορισμό στο παλάτι.»

Ο Αστερίξ σιώπησε, ενθυμούμενος τη στιγμή νωρίτερα εκείνη τη μέρα, όταν είχε πραγματικά παραξενευτεί που ο Δρύιδης με απόλυτη ηρεμία είχε αρνηθεί να σχολιάσει τις παράλογες κατηγορίες που τους φόρτωνε η Κλεοπάτρα. Το μόνο που είχε πει ήταν ότι είχε μια ιδέα και ότι «δεν μπορεί να συζητήσει κανείς με την Κλεοπάτρα… είναι παλιοχαρακτήρας.» Κι έπειτα είχε αναφερθεί ονειροπόλα για άλλη μια φορά στη νοστιμιά της μύτης της.

«Πρέπει επίσης να σου αναγνωριστεί,» συνέχισε ο Πανοραμίξ, «ότι περίμενες να μείνουμε μόνοι μας για να μου μιλήσεις. Κι εκεί έγκειται μια μεγάλη διαφορά. Η Πεισματίνα δεν γνωρίζει την αδυναμία της. Ακόμη τουλάχιστον.»

Και με τον Πυραμιδονίς και τον υποτακτικό του να έχουν μάθει το μάθημα τους και να μην έχουν πια ελεύθερο χρόνο για μηχανορραφίες, οι Γαλάτες ήταν σίγουροι ότι σύντομα θα τέλειωναν με το ανάκτορο και η Πεισματίνα θα έβγαινε από τη δύσκολη θέση.


Η Τίνα έμεινε στη δύσκολη θέση για δυόμιση ολόκληρες εβδομάδες, και δεν προσπάθησε να δραπετεύσει, όσα καταχθόνια σχέδια κι αν διαμόρφωνε τις άγρυπνες νύχτες που περνούσε στα μαλακά και πολυτελή σεντόνια.

Περνούσε τις μέρες της μετακινούμενη από όμορφο δωμάτιο σε ομορφότερο δωμάτιο. Κοιμόταν στον ίδιο χώρο με τις δύο κοπέλες οι οποίες είχαν αναλάβει να «την κάνουν άνθρωπο», όπως φανταζόταν ότι μουρμούριζαν μεταξύ τους στα αιγυπτιακά.

Τα περισσότερα συνέβησαν την πρώτη κιόλας μέρα.

Η Τίνα είχε μόνο το προειδοποιητικό βλέμμα του Πανοραμίξ, που δεν αμέλησε να της ρίξει πριν οι τρεις Γαλάτες φύγουν και την παρατήσουν φυλακισμένη, για να την κρατάει ήρεμη. Πάσχισε να μην κάνει μεγάλη φασαρία όταν οι δύο νεανίδες την έγδυσαν και την βύθισαν σε μια μπανιέρα με νερό πολύ πιο καυτό από ότι είχε συνηθίσει. Η Τίνα σταύρωσε τα χέρια και με κατεβασμένα μούτρα άφησε τις υπηρέτριες να την τρίψουν από πάνω μέχρι κάτω, μέχρι που εξασφάλισαν ότι σίγουρα μια στρώση από το δέρμα της είχε φύγει μαζί με την άμμο, το χώμα και το ξεραμένο αίμα στις ράχες των χεριών της. Έπειτα άλλαξαν το βρόμικο νερό κι έριξαν μέσα στο φρέσκο έλαια και κάτι μικρά βοτσαλάκια που άφρισαν και διαλύθηκαν πριν φτάσουν στον πάτο. Και την άφησαν να μουλιάσει σαν ρεβύθι, ενώ οι πληγές στα χέρια της έτσουζαν από τα λάδια και τα αρώματα του μπάνιου.

Έπειτα την έντυσαν με μια απλή λινή πουκαμίσα που έμοιαζε πολύ με αυτή που φορούσε όταν έφτασε, αν και ποιοτικά δεν συγκρινόταν, και της έδειξαν το κρεβάτι της. Όταν η απορημένη Τίνα τις ρώτησε αν αυτό ήταν όλο, οι δύο νεαρές γέλασαν λες και είχαν μόλις ακούσει το μεγαλύτερο αστείο από τότε που ο Μωυσής ζήτησε την ελευθερία των Εβραίων.

Ήταν πολύ νωρίς όταν την ξύπνησαν το επόμενο πρωί και της έφεραν νερό να φρεσκαριστεί. Την πήραν, ωμή και ροδαλή ακόμη από το χτεσινό μπάνιο και συνέχισαν να συζητούν χαρωπά μεταξύ τους λες και η Τίνα δεν αισθανόταν σαν αγριογούρουνο στα χέρια του Οβελίξ. Αφού την κάθισαν κάτω, άπλωσαν στο πρόσωπο της μια παχιά στρώση από έναν πράσινο πολτό που σύντομα κατέστησε αδύνατη κάθε είδους κίνηση στους μύες του προσώπου. Με νοήματα της επικοινώνησαν ότι πρέπει να αποφεύγει τις εκφράσεις και την ομιλία μέχρι να βγάλουν τη γλίτσα από τη μούρη της. Η Τίνα έτσι κι αλλιώς δεν μιλούσε αιγυπτιακά, και οι κοπέλες δεν καταλάβαιναν γαλατικά, οπότε παρηγορήθηκε στη σκέψη ότι όταν τις έβριζε, δεν θα το καταλάβαιναν.

Και η Πεισματίνα για άλλη μια φορά έθεσε στον εαυτό της τη ρητορική ερώτηση: αν ήταν άντρας κρατούμενος, θα υπέφερε όλα αυτά τα βάσανα και την ταπείνωση;

Όσο οι δύο κοπέλες άπλωναν στα πόδια, τα χέρια και τις μασχάλες της Τίνας μια κρέμα που έκανε τις τρίχες να πέσουν χωρίς να τις αγγίξει ξυράφι, η κοπέλα κοιτούσε το ταβάνι και σιχτίριζε την ώρα και τη στιγμή που άνοιξε το στόμα της στην αίθουσα του θρόνου. Όταν της καθάρισαν τη γλίτσα από το πρόσωπο, που τώρα είχε πετρώσει και έβγαινε σε κομματάκια, η Τίνα ένιωθε το παραμικρό αεράκι στο πρόσωπο της πολύ πιο έντονα από ότι πριν. Αυτό την έκανε να αισθανθεί ακόμη πιο εκτεθειμένη.

Άλειψαν το σώμα της με κάτι που μύριζε όμορφα, αλλά αν πήγαινε για κυνήγι, τα αρώματα που ανέδιδε θα πρόδιδαν την παρουσία της από μέτρα μακρία, διώχνοντας κάθε υποψήφιο θήραμα. Αφού ξεμπέρδεψαν τους κόμπους με δύο χτένες και μεγάλη επιθετικότητα, τα μαλλιά της είχαν την ίδια μοσχομυριστή μοίρα με το σώμα της. Κι εκεί που ήλπιζε αφελώς ότι όλα τελείωσαν, κι ότι τώρα απλά θα την στόλιζαν σαν παγώνι, οι δύο νεαρές κυρίες των τιμών άρχισαν να περιεργάζονται το πρόσωπο της και να μουρμουράνε μεταξύ τους σε προβληματισμένα αιγυπτιακά. Η μια κατέφτασε κρατώντας ένα κομμάτι κλωστή. Η Τίνα σφίχτηκε στον πάγκο που καθόταν λες και η αθώα κλωστή ήταν κάποιο είδος αρχαίου βασανιστηρίου που μόνο οι όμορφες Αιγύπτιες γνώριζαν.

Αν και η δύο κοπέλες ήταν μελαχρινές, η μία είχε γαλάζια και η άλλη καστανά μάτια. Αυτή με τα καστανά, έδεσε τις δύο άκρες της κλωστής και την κράτησε στις άκρες των δακτύλων της σχηματίζοντας ένα οβάλ σχήμα. Έπειτα περιέστρεψε το ένα χέρι και η κλωστή πήρε το σχήμα του απείρου, ενώ η νεανίδα κρατούσε την κάθε πλευρά τεντωμένη, με δείκτη και μέσο στο πάνω μέρος και αντίχειρα στο κάτω. Έπειτα έφερε το συνοφρυωμένο της καλοβαμμένο πρόσωπο τόσο κοντά στο δικό της, που η Τίνα νόμιζε ότι θα τη φιλήσει. Όμως η Αιγύπτια απλά ακούμπησε τη κλωστή πάνω από το άνω χείλος της Γαλάτισσας, στο σημείο που τα δύο οβάλ του απείρου συναντιούνται, και κρατώντας το ένα χέρι σταθερό, άρχισε να ανοιγοκλείνει το άλλο.

Η κραυγή έκπληξης της Τίνας δεν συγκίνησε καμία από τις δύο. Συνέχισαν να συνοφρυώνονται πάνω από τις λεπτές τριχούλες στο άνω χείλος της, ενώ η μία χειριζόταν την κλωστή με τέτοια επιδεξιότητα και ταχύτητα, που η Πεισματίνα όσο κι αν υπέφερε (από την ταπείνωση περισσότερο, γιατί ο πόνος ήταν σχετικά μικρός), δεν μπόρεσε να μην θαυμάσει. Πριν το καταλάβει, η κλωστή είχε μεταφερθεί και σε άλλα σημεία του προσώπου της, αφαιρώντας όποια αυθάδη τρίχα έβρισκε μπροστά της. Τελευταία άφησαν τα φρύδια της, κι έπειτα επέτρεψαν στη μικρή να κοιταχτεί στο καθρέπτη. Συμμορφώθηκε, αν και δεν πίστευε ότι θα δει κάτι πολύ διαφορετικό.

Και με μια πρώτη ματιά, όντως το πρόσωπο της ήταν όπως πάντα. Όμως αφού κοίταξε το είδωλό της για παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα, συνειδητοποίησε ότι το δέρμα ήταν λείο και λαμπερό. Συνειδητοποίησε επίσης ότι οι τρίχες δεν αφαιρέθηκαν επειδή ήταν έντονες και φαίνονταν. Από μια απόσταση δεν πολυφαίνονταν έτσι κι αλλιώς και πριν αφαιρεθούν. Οι τρίχες που αφαιρέθηκαν, αφαίρεσαν και τις σκιές που αλλοίωναν τα χαρακτηριστικά της. Με το περίγραμμα των χειλιών της καθαρό, το στόμα της φαινόταν πιο γεμάτο και καλοσχηματισμένο. Τα τοξωτά της φρύδια, που δεν της φάνηκαν λεπτότερα από ότι πριν, της θύμισαν γεφυράκια που κάποιος είχε ξεχορταριάσει. Έκαναν το μέτωπο να φαίνεται πιο ψηλό, και έκοβαν κάτι από τη στρογγυλάδα των ματιών της. Ή ίσως ήταν και η ίδια που είχε στενέψει τα μάτια και κοιτούσε στον καθρέπτη προσπαθώντας να βρει κάτι αρνητικό για να γκρινιάξει.

Στράφηκε στις δύο νεαρές που την κοιτούσαν με ένα αλαζονικό ύφος, σα να της έλεγαν «στα λέγαμε εμείς, όμως εσύ το χαβά σου.» Έδειξε την κλωστή και τους ρώτησε σε μια νοηματική που γινόταν πλουσιότερη όσο περνούσε η ώρα, αν τα κατάφεραν όλα αυτά με ένα απλό κομμάτι κλωστή. Και σε μια έξαρση αυθορμητισμού, ζήτησε να διδαχτεί την τεχνική, λες και αυτό θα έκαμπτε κάπως τη δυσπιστία της.

Έπειτα ήρθε όντως η ώρα για μαλλιά και ρούχα, όμως η Τίνα δεν μεταμορφώθηκε σε πλουμιστό παγώνι. Ίσως που ήταν απλά μια όμηρος, ίσως οι κοπέλες την λυπήθηκαν και είπαν να ανταμείψουν την υπακοή της μέχρι τότε, πάντως της φόρεσαν ένα απλό λευκό φόρεμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Τίνα -που την τελευταία φορά που φόρεσε φόρεμα ήταν όταν ακόμη ζούσε η μητέρα της και επειδή δεν είχε επιλογή- δεν αισθανόταν άβολα. Το ύφασμα ήταν μαλακό και βολικό, όμως αγκάλιαζε το κοκαλιάρικο της σώμα πολύ σφιχτά για τα γούστα της. Το μπούστο και η πλάτη έπεφταν χαμηλά και στηρίζονταν με τιράντες, αφήνοντας εκτεθειμένους τους ώμους και το μικρό της ντεκολτέ, σημεία που η ίδια έκρυβε επιμελώς κάτω από φαρδιές πουκαμίσες. Το φόρεμα της ερχόταν κολλητό από το στήθος μέχρι τους μηρούς, και μόνο όταν έφτανε στα γόνατα επέτρεπε λίγη ελευθερία. Όμως καθώς τελείωνε, από μπροστά στο ύψος των γονάτων και από πίσω στη μέση της γάμπας, η παρηγοριά ήταν κυριολεκτικά πολύ μικρή.

Και η Τίνα που συνήθιζε να κρατά την πλάτη ίσια σαν σανίδα, βρέθηκε να καμπουριάζει μπας και κρύψει κάτι από ένα σώμα που εδώ το παρουσίαζαν σαν έργο τέχνης, όμως για την ίδια δεν είχε ποτέ άλλη αξία εκτός από την πρακτική.

Πάλι καλά τα παπούτσια ήταν ίσια, υφασμάτινα και βολικά, χωρίς βέβαια να μπορούν να συγκριθούν με τις μπότες της, που τις είχε φορέσει τόσο πολύ που είχαν φορμαριστεί πάνω στο πόδι της. Δεν την φόρτωσαν με κοσμήματα, παρά μόνο μια αλυσίδα στα μαλλιά, δύο ασημιά περικάρπια που της θύμιζαν χειροπέδες και μια ασημί ημικυκλική πλάκα που έδενε γύρω από το λαιμό. Κάλυπτε ένα κομμάτι δέρματος στο γυμνό της στέρνο, όμως την έκανε να αισθάνεται σαν αγελάδα που της φορέσανε κολάρο.

Της έβαψαν το πρόσωπο στο αιγυπτιακό στιλ, με έντονες γραμμές γύρω από τα ήδη έντονα της μάτια, και η Τίνα ήταν σίγουρη ότι έμοιαζε με καρνάβαλο. Έπλεξαν τα μακριά της μαλλιά, ώστε να κρατιούνται μακριά από το πρόσωπο της με πλεξίδες όχι πολύ διαφορετικές από αυτές που έφτιαχνε και η ίδια, όμως τα άφησαν λυτά από το σβέρκο και κάτω, να χύνονται σα μαύρος γυαλιστερός χείμαρρος μέχρι εκεί που η πλάτη αρχίζει να θεωρείται μέση. Και η Τίνα έβλεπε όνειρα το βράδυ ότι τα λυτά της μαλλιά είχαν συνείδηση, ζωντάνευαν και προσπαθούσαν να την στραγγαλίσουν.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, της δώσανε και ένα μπαούλο γεμάτο φορέματα, γιατί το στόλισμα έπρεπε να επαναλαμβάνεται καθημερινά. Από την άλλη πλευρά βέβαια, πάλι καλά που τα φορέματα ήταν πολλά, γιατί ήταν τόσο αραχνοΰφαντα και ευαίσθητα, και τόσο ατσούμπαλος ο εκνευρισμένος τρόπος που η Τίνα τα τραβολόγαγε επάνω της, που στην πρώτη κιόλας βδομάδα είχε σκίσει τα μισά. Το πως είχαν απηυδίσει μαζί της οι αυλικές, δεν περιγράφεται. Άσε που μετά την έβαζαν να τα ράβει και να τα ξαναράβει, μέχρι να επιστρέψουν στην κατάσταση που ήταν «Π.Τ». Προ Τίνας, δηλαδή.

Η πρώτη εβδομάδα πέρασε σερνάμενη.

Αφού ξυπνούσαν πήγαιναν σε μια σάλα, στην οποία συνήθως έρχονταν και οι περισσότερες αν όχι όλες από τις κυρίες των τιμών. Χωρίς να κάνουν τίποτα το ουσιαστικό, ή έτσι φάνηκε στην Τίνα, χαζοπέρναγαν τις ώρες ως το μεσημέρι, συζητώντας ή κοιτάζοντας του εαυτούς τους στο καθρέπτη (μια αγαπημένη ασχολία). Μερικές φορές έπαιζαν και παιχνίδια, που όμως βασίζονταν κατά κύριο λόγο στην ομιλία, κι έτσι η Τίνα δεν μπορούσε να συμμετάσχει ακόμη κι αν ήθελε.

Εκείνη επέλεγε να κάθεται σε μια γωνιά και να αγναντεύει νοσταλγικά τον ορίζοντα. Μερικές γυναίκες την πλησίασαν, όμως η Τίνα, στην φυλακισμένη της κατάσταση, δεν είχε καμία επιθυμία να προσπαθήσει να μιλήσει για χαζά θέματα. Αφού απέρριψε τις προσπάθειες τους να την προσεγγίσουν για δεύτερη και τρίτη φορά,  οι γυναίκες σταμάτησαν να την ενοχλούν.

Μετά γευμάτιζαν σε μια άλλη μεγαλύτερη σάλα. Έπειτα μπορεί να έβγαιναν στον κήπο όπου κάθονταν χωρίς να σκαρφαλώσουν έστω σε ένα από τα πολλά δέντρα που υπήρχαν εκεί. Ακόμη και η βόλτα που έκαναν στο έδαφος γινόταν με προσοχή, γιατί από ότι κατάλαβε το κορίτσι, φοβόντουσαν τα έντομα (μια παλιά πληγή, όχι μόνο για τις γυναίκες, αλλά γενικά για τους Αιγύπτιους).

Μετά ξαναμπαιναν στο παλάτι και συνήθως πήγαιναν στην αίθουσα του θρόνου, όπου θα μπορούσε να υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον αν οι κυρίες των τιμών και δη οι όμηροι, επιτρεπόταν να παρίστανται σε πολιτικές συναντήσεις. Αντ’ αυτού συνήθως κάθονταν παράμερα ενώ η Κλεοπάτρα συναντούσε ανθρώπους που ήθελαν να τη δουν και να της μιλήσουν. Τα θέματα συζήτησης ποίκιλαν από τα οικιακά προβλήματα του καθενός μέχρι και τον καιρό.

Και η Τίνα έμαθε ότι ακόμη και η Βασίλισσα των Βασιλισσών δεν μπορούσε να αποφύγει τα δυσάρεστα, ανιαρά, μα απαραίτητα καθήκοντα.

Ακόμη κι αν η Κλεοπάτρα απαιτούσε την παρουσία της αυλής της σε κάποια έκτακτη συνθήκη, όπως μια επίσκεψη στο ναό ή ένα μπάνιο με γάλα γαϊδούρας, ο τρόπος με τον οποίον περνούσαν οι ώρες δεν άλλαζε και πολύ. Η βασίλισσα δεν έβλεπε τίποτα το ενδιαφέρον στη μικρή Γαλάτισσα, και σπάνια της απήυθηνε το λόγο. Ακόμη και τότε η Τίνα είχε πάρει το μάθημα της. Κρατούσε τις απαντήσεις της σύντομες και όσο πιο αόριστες μπορούσε, ακόμη κι όταν η βασίλισσα της ζητούσε να επιβεβαιώσει δεδομένα για τις παραστάσεις από τον πολιτισμό της.

Ο καμένος φυσάει και το γιαούρτι.

Οι μόνοι πάπυροι που μπορούσε να διαβάσει ήταν γραμμένοι στη λατινική γλώσσα και από αυτούς δεν υπήρχαν πολλοί στη βιβλιοθήκη του παλατιού. Ή τουλάχιστον έτσι της είπε ο μισόκουφος βιβλιοθηκάριος, που την οδήγησε σε μια σκονισμένη γωνιά και την άφησε να αποκωδικοποιεί κακογραμμένα λατινικά για να ξεδιαλέξει όσα σχετίζονταν με μαγεία, κάτι που περιόρισε το πλήθος διαθέσιμων αναγνωσμάτων ακόμη περισσότερο. Άσε που αυτοί οι Αιγύπτιοι όλο με ξόρκια ασχολούνταν. Η Τίνα μπόρεσε να βρει μόνο δυό-τρεις αναφορές σε μαγικούς ζωμούς κι αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα κατατοπιστικές. Άσε που το φίλτρο των Γαλατών ήταν εφεύρεση του Πανοραμίξ. Η μικρή βρήκε ένα ξόρκι που χάριζε υπεράνθρωπη δύναμη και χρησιμοποιούσε μια μίξη βοτάνων που καίγονταν για να γίνουν βάση για τη γητεία. Αλλά καθώς είχε πάρει την πρωτοβουλία να οργανώσει τα αποθέματα του Πανοραμίξ, η Πεισματίνα γνώριζε πολύ καλά πως ο Δρυΐδης χρησιμοποιούσε μόνο ένα από αυτά και όχι τόσο συχνά όσο έφτιαχνε το μαγικό ζωμό.

Απογοητευμένη και αναστενάζουσα, κάθε βράδυ άφηνε πίσω της την βιβλιοθήκη και έπαιρνε το δρόμο για το δωμάτιο της. Η Τίνα είχε φτάσει σε τέτοιο αποκαρδιωμένο σημείο βαρεμάρας, που είχε αρχίσει να συλλογίζεται σοβαρά την ιδέα να ζητήσει από την Κλεοπάτρα να της επιτρέψει να κάνει μια εξόρμηση στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Όμως η ανάμνηση εκείνου του τελευταίου, διαπεραστικού βλέμματος που της είχε ρίξει ο Πανοραμίξ πριν φύγουν, την στοίχειωνε. Πρόσεχε, Τίνα. Μην κάνεις καμιά ανοησία. Η συμπεριφορά της ως όμηρος θα τους επηρέαζε όλους, η Τίνα δεν ήταν χαζή για να μην το καταλαβαίνει.

Chapter 10: Ομορφιά

Notes:

Η Τίνα είναι στις μαύρες της αυτή τη στιγμή... Αλλά όλα τα δυσάρεστα τελειώνουν!

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: KΛΕΟΠΑΤΡΑ

Κεφάλαιο 4: Ομορφιά

 

Η μικρή Γαλάτισσα πνιγόταν μέσα στο θυμό, την παραίτηση και το παράπονο. Το μόνο της έγκλημα ήταν η ειλικρίνεια. Το ίνδαλμα της την είχε καταδικάσει στη μιζέρια, τη βαρεμάρα και τα φορέματα.

Μετά από τρεις μέρες ρουτινιασμένης επανάληψης ανούσιων δραστηριοτήτων, η Τίνα ξεκίνησε να εξερευνά το παλάτι, φροντίζοντας να επιστρέφει τις ώρες του φαγητού και του απογευματινού «εναυλισμού». Χάζευε τα γλυπτά και τις τοιχογραφίες, την περίπλοκη αρχιτεκτονική και τους όμορφους κήπους, ενώ επιθυμούσε πιο πολύ από ποτέ να βρίσκεται κι εκείνη στο εργοτάξιο, ανάμεσα στην άμμο και τους ιδρωμένους εργάτες.

Το πιο κοντινό σε εργάτες που προσέφερε το παλάτι ήταν οι φρουροί. Εκείνοι ήξεραν να περνούν ποιοτικά το χρόνο τους. Η Τίνα τους κρυφοκοίταζε στους διαδρόμους, πως μίλαγαν λίγο, γέλαγαν πολύ και βαθιά. Πειράζονταν μεταξύ τους με μια καλοπροαίρετη οικειότητα που ήταν ανύπαρκτη μεταξύ των αυλικών.

Πως της έλειπε αυτό, πως το ζήλευε! Ένα απόγευμα, μετά από μια ιδιαίτερα βαρετή συνεδρία «εναυλισμού», η Τίνα δεν άντεξε άλλο. Πήρε το δρόμο για τα διαμερίσματα των φρουρών.

Πέραν από τη βαρεμάρα της, όμως, υπήρχε κι άλλος, βαθύτερος λόγος που κινητοποιούσε τις εξερευνήσεις της. Οι αμφιβολίες.

Μεταξύ των διαφόρων στοιχειωμάτων που την κρατούσαν ξάγρυπνη, δεν μπορούσε να χωνέψει την αναίτια βία στην οποία είχε ενδώσει, όταν εισέβαλε με το έτσι θέλω στο παλάτι μερικές μέρες πριν. Όταν το πρώτο σοκ ικανοποίησης ξέφτισε, η μικρή άρχισε να αναλογίζεται τους καημένους τους φρουρούς που ξυλοφόρτωσε, οι οποίοι ήταν ήδη στραπατσαρισμένοι από τον Οβελίξ και τον Αστερίξ. Φρίκαρε με το γεγονός ότι ούτε τα πρόσωπα τους δεν θυμόταν. Αν τους συναντούσε στους διαδρόμους, θα τους προσπερνούσε χωρίς να τους αναγνωρίσει!

Ήταν σωστό που τους έφερε τα βάζα στο κεφάλι; Θα μπορούσε απλά να τους έχει εξηγήσει την κατάσταση πολιτισμένα…

Η Πεισματίνα θυμόταν ακόμη εκείνη την καημένη τη γοτθική περίπολο, τότε που είχαν πάει να σώσουν τον Πανοραμίξ. Ο Αστερίξ και ο Οβελίξ πρώτα τους σάπισαν και μετά παραδόθηκαν σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Μα πως το κατάφερναν οι γαλάτες;! Πως μπορούσαν να κοιμούνται το βράδυ σαν γομάρια, χωρίς να τους βαραίνουν οι ηθικές προεκτάσεις της συμπεριφοράς τους; Ειδικά όταν οι χερούκλες τους έφεραν τη δύναμη του μαγικού ζωμού. Κι όμως κατάφερναν πάντα να πετυχαίνουν αυτή την λεπτή ισορροπία μεταξύ του «εκτονώνω τα νεύρα μου» και «σέβομαι τον συνάνθρωπό μου». Αυτή όσο κι αν προσπαθούσε κατέληγε είτε στο ένα άκρο είτε στο άλλο!

Ο άνθρωπος που έχει τιμή οφείλει να μην ξεσπάει τα νεύρα του πάνω σε άλλους, τελεία και παύλα. Έτσι απόλυτα είχε μάθει η Πεισματίνα. Όμως πόσο ξεκούραστο θα ήταν αν μπορούσε… Μόνο λιγάκι να ξεσπάει, που και που, ίσα για να κοιμάται το βράδυ εύκολα και ήσυχα. Μέσα στο γενικότερο αδιέξοδο όπου είχε φυλακιστεί, αντιμετώπιζε κι ένα ηθικό δίλλημα του οποίου την απάντηση είχε αρχίσει να αμφισβητεί.

Κοντοστάθηκε στο κατώφλι του εντευκτηρίου των φρουρών. Από την μισάνοικτη πόρτα ταξίδευαν αξιοζήλευτοι ήχοι: πειράγματα και χαχανητά, ζάρια να κυλάνε στο ξύλινο τραπέζι, μπάσα επιφωνήματα και ζητωκραυγές. Αυτός εδώ ο χώρος ήταν το καταφύγιο τους. Η ανδροκρατούμενη σπηλιά τους, μακριά από το γυναικοκρατούμενο παλάτι.

Κι αν δεν την ήθελαν ανάμεσα τους επειδή είχε χάσει τα παντελόνια της;

Η Τίνα έσπρωξε μακριά τις μαύρες σκέψεις, ξέμπλεξε τα δάκτυλα της από το ύφασμα του φορέματός της, πήρε μια βαθιά ανάσα… και χτύπησε τρεις διακριτικές φορές πάνω στην ξύλινη πόρτα.

Αμέσως επικράτησε σιωπή. Μήπως έπρεπε να το βάλει στα πόδια; Δεν θα άντεχε την απόρριψη τους, δεν θα άντεχε να επιστρέψει στις αυλικές χωρίς μια παρηγοριά, δεν-

Κάποιος άνοιξε την πόρτα, φανερώνοντας την στα βλέμματά τους. Με την προσοχή τους επικεντρωμένη πάνω της, τα γόνατα της είχαν αρχίσει να ψιλο-τρέμουν.

Η Τίνα καθάρισε το λαιμό της, όμως το γλωσσικό χάσμα μεταξύ τους ήταν πιο ευρύ από ποτέ. Με το ακροατήριο της να περιμένει απορημένα, η Τίνα δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Παριστάνοντας μια ψυχραιμία που σε καμιά περίπτωση δεν αισθανόταν, σήκωσε το χέρι και τους χαιρέτησε. Κάπως αποχαυνωμένα, την χαιρέτησαν κι αυτοί.

Έπειτα, με χειρονομίες, τους εξήγησε ότι ήταν η όμηρος και ότι δε μιλούσε αιγυπτιακά.

“Αιχμάλωτη. Captiva.” Επανέλαβε, δείχνοντας τον εαυτό της.

Οι φρουροί που ήταν εντός του οπτικού της πεδίου δεν φάνηκαν να εκπλήσσονται, ούτε όμως είχαν και κάτι να σχολιάσουν. Ένα άβολο κλίμα είχε κατακάτσει πάνω στο δωμάτιο, που πριν αντιλαλούσε με ευχάριστους, οικείους ήχους. Η Πεισματίνα ξεροκατάπιε.

Σε μια έξαρση αυθορμητισμού, έδειξε τα ζάρια. «Τι παίζετε;» Ρώτησε με χειρονομίες.

Αρχικά, ο φρουρός που στεκόταν στην πόρτα φάνηκε να έχει ξεχάσει και ο ίδιος τι έπαιζαν. Μετά της απάντησε στα αιγυπτιακά.

Η Τίνα ένευσε καταφατικά, κι ας μην είχε καταλάβει τίποτα. Αγχωμένος ιδρώτας έσταζε στην πλάτη της.

«Μπορώ να βλέπω;» Χειρονόμησε ξανά, δείχνοντας μια από τις άδειες καρέκλες.

«Ε;» Το επιφώνημα απορίας του φρουρού είναι κοινό σε όλες τις γλώσσες, φαίνεται. Την έδειξε με το δάκτυλο, δείχνοντας μετά το τραπέζι για να σιγουρευτεί.

Η Τίνα έδωσε ένα καταφατικό νεύμα, όλο ελπίδα.

Έπειτα ο άντρας στράφηκε στους συναδέλφους του και –μάλλον- τους εξήγησε το αίτημα της κοπέλας.

Αφού σιγουρεύτηκαν ότι κατάλαβαν καλά, μόνο που δεν ξέσπασαν σε ζητοκραυγές. Δυό-τρεις ένευαν πυρετωδώς να μπει μέσα και να κλείσει την πόρτα πίσω της. Η καρδιά της Τίνας πετάριζε ευτυχισμένα. Τέτοια υποδοχή δεν την περίμενε με τίποτα!

Ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της τράβηξε μια καρέκλα κοντά στην δική του και της ένευε ενθουσιωδώς να κάτσει δίπλα του. Η Τίνα ήταν έτοιμη να πάει, όταν ο φρουρός που της άνοιξε την πόρτα την έπιασε από τους ώμους και την οδήγησε στην πιο ήσυχη πλευρά του τραπεζιού. Μέσα στη ζάλη του γενικού ενθουσιασμού, η Τίνα δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί θέλησε να την χωρίσει από τους υποστηρικτές της, όμως δέχθηκε αυτό που της δόθηκε κι είπε και ευχαριστώ.

Το χαλαρό κλίμα είχε αρχίσει να επιστρέφει, καθώς οι φρουροί αστειεύονταν μεταξύ τους, σκουντώντας ο ένας τον άλλον με τους αγκώνες τους. Η Πεισματίνα δεν είχε ιδέα τι έλεγαν μεταξύ τους. Το μόνο πράγμα που την ένοιαζε ήταν η θερμή τους υποδοχή. Την κέρασαν μαύρη μπίρα, της εξήγησαν τους κανόνες του παιχνιδιού και των στοιχημάτων που τα συνόδευαν.

Κανένας Γαλάτης δεν την είχε αποδεχτεί ποτέ τόσο εύκολα. Αλλά έτσι είναι. Όταν έχεις μια γυναίκα για βασίλισσα, μαθαίνεις να σέβεσαι τις γυναίκες.

Στη νοηματική που γινόταν όλο πλουσιότερη, η Τίνα ξεδιάλυνε τα ονόματα τους. Ο φρουρός που της άνοιξε και την τράβηξε να κάτσει δίπλα του λεγόταν Ελευθερομπίς. Όμως την κοίταζε με προβληματισμό, σα να μην του άρεσε που είχε έρθει.

«Regina Cleopatra…. Tu…;» Τη  ρώτησε με σπαστά λατινικά.

«Μμ;» Κι εκεί η Τίνα κατάλαβε γιατί είχε διστάσει αρχικά να την αφήσει να κάτσει μαζί τους κι άρχισε να τον καθησυχάζει βιαστικά. «Α! Δεν με θέλει. Αργότερα. Postea. Δεν θα μπλέξετε, μην ανησυχείς!»

Της χαμογέλασε ευγενικά κι οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του ζάρωσαν. Όμως κάτι απέσπασε την προσοχή του. Η Τίνα ακολούθησε την φευγαλέα του ματιά. Ανάμεσα στους χαμογελαστούς άντρες, υπήρχε ένας κατσουφιασμένος.

Ο κατσουφιασμένος την κάρφωνε με τα μάτια. Στο πρόσωπο του διαγραφόταν καθαρά η αντιπάθεια. Η χαρακτηριστική αντιπάθεια και καχυποψία που επέρχεται όταν κάποιος σε βλάπτει χωρίς να έχεις κάνει κάτι για να το αξίζεις. Το κρανίο του ήταν καλυμμένο από έναν άσπρο επίδεσμο, όπως ο πρώτος που είχε φάει το βάζο στο κεφάλι.

Η Τίνα έκανε να σηκωθεί, όμως ο Ελευθερομπίς την κράτησε κάτω. Της ένευσε αρνητικά. Μισο-νεύοντας και μισο-μιλώντας, της είπε να κάτσει μαζί τους για λίγο και ότι μετά θα τη γύριζε ο ίδιος στο δωμάτιο της. Όμως η Τίνα είχε καταπιεί πολλά, δεν θα υποχωρούσε ακόμη και σ’ αυτό.

Σηκώθηκε όρθια και περικύκλωσε το τραπέζι, χωρίς να ξέρει καλά-καλά τι σκόπευε να κάνει ή τι έπρεπε να περιμένει. Ο κατσουφιασμένος φάνηκε να εκπλήσσεται από την αποφασιστικότητα της να τον προσεγγίσει. Η Πεισματίνα στάθηκε μπροστά του κι ακούμπησε την παλάμη της στο στήθος της, εκεί ακριβώς που τελείωνε το βαρύ περιλαίμιο.

Με το δάκτυλό της έδειξε το κεφάλι του και με ειλικρίνεια επανέλαβε την απολογητική χειρονομία. Ο κατσουφιασμένος δεν απαντούσε, μόνο έκλεβε αψυχολόγητες ματιές προς το τραπέζι από πίσω τους, όπου οι συνάδελφοι του ακόμη γέλαγαν και συζητούσαν. Η Τίνα, φοβούμενη ότι το νόημα της δεν ήταν ξεκάθαρο, έτεινε το χέρι της για χειραψία, ελπίζοντας πως έτσι θα εξομαλυνόταν η παρεξήγηση.

Τα χαχανιτά από το τραπέζι πίσω τους χειροτέρεψαν. Η Τίνα ακολούθησε το στοιχειωμένο βλέμμα του κατσουφιασμένου, μισο-περιμένοντας ότι αυτή ήταν το θύμα της κοροϊδίας… Αλλά δεν ήταν έτσι.

Ο κατσουφιασμένος, κατακόκκινος από ντροπή, πήρε το κράνος του και έφυγε τρέχοντας από το εντευκτήριο, ενώ τον ακολουθούσαν τα περιπαικτικά γέλια των συναδέλφων του. Κι η Τίνα συνειδητοποίησε ότι την αντιπαθούσε όχι γιατί είχε άδικα ξεσπάσει πάνω του, αλλά γιατί μια γυναίκα τον ξεφτίλισε μπροστά στους συναδέλφους του. Αν είχε μανίκια, η Τίνα θα τα σήκωνε και θα τον έπαιρνε στο κατόπι να τον ξυλοφορτώσει ξανά.

Αντ’ αυτού, όμως, η Πεισματίνα επέστρεψε στο τραπέζι. Η ξινίλα της έσταζε από το πρόσωπο της. Μαζί με τους νέους της φίλους, άρχισαν να κοροϊδεύουν τον κατσουφιασμένο που μόλις είχε φύγει. Και με τι δεν τον παρομοίασαν! Τι γυναικούλα τον είπαν, τι κότα, τι δειλό, τι αδύναμο.

Η Τίνα ένιωθε το επικριτικό βλέμμα του Ελευθερομπίς επάνω της, όμως τον αγνόησε επιδεικτικά. Πρώτη φορά ήταν κι αυτή μέρος μιας παρέας. Πρώτη φορά μπορούσε αυτή πρώτη να κοροϊδέψει, αντί να είναι το θύμα της κοροϊδίας.

Πρώτη και τελευταία, τόνισε στον εαυτό της εκείνο το βράδυ, που πάλι δεν μπορούσε να κοιμηθεί.


Με την ανακάλυψη των διαμερισμάτων των φρουρών, ξεκίνησε η χρυσή εποχή της Τίνας στο παλάτι.

Οποτε έβρισκε ευκαιρία, ξεγλίστραγε από τις όμορφες δεσμοφύλακες της και πήγαινε στο εντευκτήριο τους. Οι άντρες έπαιζαν παιχνίδια με χαρτιά, με ζάρια, με ταμπλό και πούλια. Την πρώτη εβδομάδα η Τίνα κυρίως παρατηρούσε ή όταν έβρισκε κάποιον φρουρό μόνο του, τον πλεύριζε για να την διδάξει. Μαζί με τους κανόνες του παιχνιδιού, άρχισε να πιάνει και μερικές αιγυπτιακές λέξεις.

Κάποιοι τζόγαραν και κάποιοι όχι, αλλά καθώς στην Γαλάτισσα δεν ανήκαν ούτε τα ρούχα που φορούσε, συμμετείχε μόνο στα παιχνίδια χωρίς στοιχήματα, ή, αφού βελτιώθηκε λίγο, οι φρουροί την έβαζαν να παίζει και στοιχημάτιζαν επάνω της.

Αν η Κλεοπάτρα ή οι κυρίες των τιμών της είχαν αντιληφθεί το που περνούσε την ώρα της, δεν είπαν ποτέ τίποτα. Όσο η μικρή ήταν στο μέρος που έπρεπε την ώρα που έπρεπε όλα ήταν καλά.

Πάνω στα ζάρια ήταν σκυμμένη η Τίνα όταν ο Ιντεφίξ ήρθε να παραδώσει το γράμμα που θα εξηγούσε στην Κλεοπάτρα πως ο Καίσαρας κατέστρεφε το εργοτάξιο. Ένας φρουρός είχε μπει στο απλό δωμάτιο που είχε στο κέντρο του το ξύλινο τραπέζι, και της είχε επικοινωνήσει με νοήματα ότι ο κοντός μουστακαλής συγχωριανός της είχε μόλις μπει στο παλάτι.

Πάλι καλά που η Γαλάτισσα είχε την εξυπνάδα να κατευθυνθεί αμέσως στη σάλα των αυλικών, αλλιώς θα είχε μπει σε μπελάδες. Όχι ότι είχε καμία όρεξη να υπομείνει τον εξευτελισμό που σίγουρα θα προξενούσε η συνάντηση με τον Αστερίξ, αλλά αν η Κλεοπάτρα την ζήταγε και δεν την έβρισκε, ποιος ξέρει τι θα γινόταν.

Οι δύο νεαρές κυρίες των τιμών ξεφούσκωσαν από ανακούφιση μόλις την είδαν. Την βούτηξαν και την έσυραν βιαστικά στα διαμερίσματα της Κλεοπάτρας, όπου η βασίλισσα φαινόταν να περνάει λίγο ποιοτικό χρόνο με τον εαυτό της.

«Έλα κάτσε μαζί μου, μικρή. Ένας από τους Γαλάτες ζήτησε να με δει.»

Και η Κλεοπάτρα την διέταξε με το αυταρχικό της δάχτυλο να σταθεί όρθια δίπλα της, λες και η Τίνα ήταν εμπόρευμα που ήθελε να μοσχοπουλήσει, ενώ ταυτόχρονα είπε στις αυλικές να φέρουν στο δωμάτιο τον Αστερίξ.

«Μα γιατί καμπουριάζεις, κορίτσι; Θα σε δουν οι φίλοι σου και θα νομίζουν ότι σε κακομεταχειρίζομαι.»

Διάφορες ειρωνικές απαντήσεις ήρθαν στο μυαλό της ζαρωμένης Πεισματίνας. Με κόπο κράτησε το στόμα της κλειστό.

«Λοιπόν;» Η καλή διάθεση της Κλεοπάτρας κλυδωνιζόταν ήδη επικίνδυνα και σύντομα θα βυθιζόταν εντελώς.

«Δεν αισθάνομαι άνετα.» Μουρμούρισε μέσα από σφιγμένα δόντια.

Τα πανέμορφα χείλη της Κλεοπάτρας είχαν αρχίσει ήδη να σουφρώνουν. «Θες να πεις ότι τα ρούχα που σου έδωσα δεν σου αρέσουν;»

Η φωνή του Πανοραμίξ της ψιθύριζε να πει ψέματα. Όμως η Κλεοπάτρα είχε ακόμη τιμητική θέση στην καρδιά της.

«Απλά, δεν τα έχω συνηθίσει.»

«Πες μου, μικρή.» Τη ρώτησε αυστηρά η βασίλισσα. «Είσαι γυναίκα;»

«Ναι, γυναίκα είμαι, απλά-»

«Ναι, είσαι. Τελεία και παύλα.» Απάντησε η Κλεοπάτρα με τα καλοβαμμένα μάτια της στενεμένα. «Όσο κι αν προσπαθείς να αποδείξεις το αντίθετο, είσαι και πάντα θα είσαι γυναίκα

«Μα εγώ δεν προσπαθώ να-»

«Αρκει.» Σήκωσε ένα κοφτό χέρι η Κλεοπάτρα. «Κάθε γυναίκα χρησιμοποιεί τα ρούχα της για να κάνει μια δήλωση. Έτσι κι εσύ φοράς παντελόνια και δυσανασχετείς με τα φορέματα, για να κάνεις μια δήλωση. Είσαι γυναίκα, μικρή, και μια αληθινή γυναίκα αισθάνεται άνετα με ότι κι αν φοράει. Οπότε θα σταθείς ίσια και θα συναντήσεις τον συγχωριανό σου περήφανα.»

Όταν ο Αστερίξ μπήκε για να παραδώσει τον Ιντεφίξ, ο οποίος Ιντεφίξ πήγε να παραδώσει το γράμμα στην Κλεοπάτρα και ανταμείφθηκε με ένα μεγάλο κόκκαλο, ότι απέμενε από τη καλή διάθεση της Κλεοπάτρας εξαφανίστηκε για τα καλά.

«Αυτό δεν θα περάσει έτσι! Ο Ιούλιος Καίσαρας δεν ξέρει να χάνει, μα την Ίσιδα! Πήγαινε, Γαλάτη, θα ασχοληθώ εγώ με το θέμα, μα τον Άμωνα και μα τον Ήλιο! Κορίτσι, συνόδευσε τον Γαλάτη στην πόρτα και περίμενε με εκεί. Θα έρθεις μαζί μου.» Κι έφυγε φουρκισμένη από το δωμάτιο.

Μέχρι τότε η Τίνα παρίστανε ότι ο Αστερίξ δεν υπήρχε στο δωμάτιο, ούτε και ότι η ίδια αισθανόταν μια ανεξήγητη ζέστη. Ήταν σίγουρη ότι ο Γαλάτης δεν την είχε αναγνωρίσει. Ήταν ο τρόπος που την κοιτούσε, όπως όλοι τους κοίταζαν τις όμορφες αυλικές της Κλεοπάτρας. Με την επιδοκιμασία ενός ανθρώπου που βλέπει ένα όμορφο λουλούδι και γυρνά το κεφάλι για να το χαζέψει.

Η Τίνα είχε εκνευριστεί για τα καλά. Δεν περίμενε από τον Αστερίξ να είναι τέτοιος σάτυρος και να κοιτά κορίτσια!

Όταν πια η βασίλισσα αποχώρησε, μόνο τότε ο Αστερίξ φάνηκε να αναγνωρίζει  ενεργά την παρουσία της. Συνάντησε τα μάτια της κοπέλας, και το βλέμμα του έγινε τόσο διαπεραστικό, που η Τίνα ήταν σίγουρη ότι την αναγνώρισε και προετοιμάστηκε για τις πλάκες που θα έκανε εις βάρος της. Όμως μετά η ματιά του Γαλάτη ταξίδεψε από τα πάνω της μέχρι τα κάτω της. Οι ώμοι που είχε ψιλοϊσιώσει η Τίνα, ζάρωσαν πάλι.

Χαμογελούσε στον εαυτό του με ένα εσωστρεφή τρόπο που έκανε την κοπέλα να αισθανθεί ακόμη πιο άβολα. Έβγαλε το καπέλο του στη Τίνα, με την ευγένεια που θα έδειχνε κάποιος σε μια όμορφη νεαρή που δεν είχε κάνει ακόμη τη γνωριμία της.

Σάτυρος, σάτυρος, σάτυρος!

Αυτή λοιπόν ήταν η μεταχείριση που θα δεχόταν αν όταν την είχανε πρωτογνωρίσει φορούσε φουστάνια αντί για παντελόνια. Μα πως δεχόταν η Κλεοπάτρα όλα αυτά τα βλέμματα χωρίς να θέλει να καρπαζώσει αυτούς που την κοιτούσαν;

«Ήσυχα, Ιντεφίξ.» Είπε ο Αστερίξ στο σκυλάκο που κρατούσε με το ένα χέρι, ενώ η αίθουσα αντηχούσε από χραατς, χριιιτς, χρουυτς. «Περίμενε πρώτα να δοκιμάσει ο δοκιμαστής της βασίλισσας το κόκκαλό σου.»

Αφού ο δοκιμαστής έσπασε τα δόντια του και μάτωσε το στόμα του στη γραμμή του καθήκοντος, ο Ιντεφίξ πήρε επιτέλους  το κόκκαλο του. Η Τίνα τους οδήγησε σιωπηλά μέσα από τους διαδρόμους που είχε μάθει πολύ καλά μετά από δέκα μέρες περιπλάνησης.

«Και πως και μιλάς λατινικά;»

Η Τίνα ανασήκωσε τους ώμους της κοφτά κι αδιάφορα, με θυμό που φούντωνε για τον φίλο της, που την κοίταζε στα μάτια και δεν την αναγνώριζε.

«Θα ξέρεις και τη μικρή Γαλάτισαα που φέραμε μαζί…» Της είπε, περπατώντας δίπλα της με τον Ιντεφίξ κουρνιασμένο στον αγκώνα του. «Την Τίνα; Είναι ντυμμένη κι αυτή σαν εσάς; Ούτε να την φανταστώ δεν μπορώ...»

Μώρε τι μας λες;

«Η Τίνα βλέπεις είναι μικρή ακόμη, και νομίζει ότι μόνο με το σπαθί μπορεί να κατακτήσει κανείς τον κόσμο… Δεν καταλαβαίνει την πραγματική δύναμη που έχει η ομορφιά…»

Η Τίνα δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Μιλούσε με έναν αδιάφορο, πολύξερο τρόπο, χωρίς να της δίνει καμία ευκαιρία ή να δείχνει κανένα ενδιαφέρον για το τι είχε να πει η ίδια. Έτσι είναι. Οι άντρες δεν νοιάζονται για το τι βρίσκεται κάτω από τα λυτά και λαμπερά μαλλιά, πίσω από ένα καλοβαμμένο πρόσωπο. Θέλουν μόνο να εντυπωσιάσουν την κάτοχο τους.

«Πάω στοίχημα θα σας έχει κάνει τη ζωή μαύρη.»

Η Τίνα ήταν έτοιμη να μπήξει τα κλάματα από τα νεύρα της.

«Εμείς ευχαριστούμε τον Τουτατή που την ξεφορτωθήκαμε, πάντως. Αλλά μην της πεις τίποτα γιατί δεν θα μας αφήσει σε ησυχία με τα μελοδραματικά της.»

Έφτασαν στον προθάλαμο στον οποίον η Τίνα είχε δείρει τους δύο φρουρούς, η πόρτα φάνηκε μπροστά τους, και το κορίτσι έδινε ιερές υποσχέσεις σε θεούς και δαίμονες ότι μόλις έβγαινε από εδώ μέσα και φορούσε πάλι τα παντελόνια της, ο Γαλάτης θα πλήρωνε ακριβά.

«Δεν μιλάς πολύ, ε; Σπάνια αρετή.» Είπε ο Αστερίξ, κι αναστέναξε με τον αέρα ενός ανθρώπου που υποφέρει καθημερινά από ακατάπαυστη μουρμούρα.

Η Τίνα του άνοιξε την πόρτα για να μην του ανοίξει το κεφάλι. Όμως η αντρική ηλιθιότητα του Αστερίξ δεν φάνηκε να έχει στερέψει ακόμη. Πριν το κορίτσι καταλάβει τι έγινε, ο Γαλάτης της είχε πιάσει το χέρι και της το είχε φιλήσει.

Με την Τίνα να έχει μείνει κάγκελο, ο Γαλάτης έκλεισε την πόρτα πίσω του. Και πίσω από την πόρτα, ακούστηκαν τα πνιχτά του χαχανητά.

Chapter 11: Κουτουλιές και Συνειδητοποιήσεις

Notes:

Τρελές ευχαριστίες στον καλό μου φίλο και beta-reader αυτής της ιστορίας, τον Κιωνούλη.

Καλή διασκέδαση!

(See the end of the chapter for more notes.)

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ

Κεφάλαιο 5: Κουτουλιές και συνειδητοποιήσεις

 

Στις δυόμιση εβδομάδες της παραμονής της, η μόνη φορά που η Τίνα βγήκε από το παλάτι ήταν για να κάθεται σα γλάστρα στο χαμηλότερο επίπεδο του άρματος της Κλεοπάτρας ενώ εκείνη, κατακόκκινη, διέταζε τον Ιούλιο να μαζέψει τις πολεμικές του μηχανές, να βοηθήσει στην επιδιόρθωση των ζημιών που προκάλεσε και να παίξει επιτέλους τίμια. Οι Γαλάτες ήταν επίτιμοι προσκεκλημένοι της, του φώναξε, επιδεικνύοντας την Τίνα που άφριζε σιωπηλά μέσα στο όμορφο της φόρεμα. Όποιος τολμά να πολιορκεί και να βομβαρδίζει τους επίτιμους καλεσμένους της Κλεοπάτρας, προσβάλει την ίδια τη Βασίλισσά της Αιγύπτου.

Και με το βομβαρδισμένο εργοτάξιο να αχνοφαίνεται στο βάθος, η Τίνα επέστρεψε στο παλάτι.


Οι ζημιές διορθώθηκαν, οι λεγεωνάριοι εκτίμησαν τι εστί αιγυπτιακή εργασία υπό τη ρυθμική μελωδία του μαστίγιου, το παλάτι τελείωσε εντός της τρίμηνης προθεσμίας, σπάζοντας ένα ρεκόρ αιώνων. Ο Νουμερόμπις με τους τρεις Γαλάτες έτρεξαν να ενημερώσουν τη βασίλισσα. Το στοίχημα είχε κερδηθεί, ο Νουμερομπίς δεν έγινε κουφετάκι για τους κροκόδειλους και τώρα δύο υπηρέτες κάλυπταν την σκυμμένη του φιγούρα με ατόφιο χρυσάφι.

«Περισσεύει μια ακρούλα.» Παρατήρησε ο Οβελίξ, δείχνοντας το σηκωμένο κώλο του αρχιτέκτονα, την κορφή της υποταγμένης του φιγούρας, που είχε μείνει ακάλυπτη από το χρυσάφι.

«Ε, ξαναγυρίζουμε.» Του είπε ο υπηρέτης κι έφυγε να φέρει κι άλλο χρυσό.

«Αύριο θα καλέσω τον καίσαρα στη βασιλική γαλέρα.» Ανακοίνωσε η Κλεοπάτρα, ικανοποιημένη, ήρεμη και χαμογελαστή. «Θα κατέβουμε το ιερό ποτάμι μέχρι το εργοτάξιο και κι εκεί, μαζί με το παλάτι θα προσφέρω στον καίσαρα την απόδειξη ότι ο λαός μου δεν έχει παρακμάσει.»

«Αυτό είναι!» Μίλησε το βουναλάκι χρυσού.

«Και η μικρή μας, ω βασίλισσα;» Ρώτησε ο Δρυΐδης, που είχε ήδη ψάξει το δωμάτιο και δεν είχε ανακαλύψει ίχνος από την Τίνα.

«Είναι ελεύθερη να επιστρέψει μαζί σας, φυσικά.»  Χαμογέλασε η Κλεοπάτρα μεγαλόψυχα, νεύοντας σε μια από τις νεαρές γυναίκες της αυλής της να πλησιάσει. «Μπορεί να κρατήσει ότι θέλει από τα είδη που της δόθηκαν για να κάνουν την παραμονή της εδώ πιο άνετη. Ρούχα, κοσμήματα. Ένα σουβενίρ, αν και είμαι σίγουρη ότι ο χρόνος που πέρασε κοντά μου θα της μείνει αξέχαστος.»

«Είμαι σίγουρος ότι σας ευγνωμονεί, ω βασίλισσα.» Αποκρίθηκε ο Δρυΐδης, προσπαθώντας να μην κοιτάξει στα μάτια τον Αστερίξ, γιατί θα του χαμογελούσε πονηρά και η Κλεοπάτρα θα καταλάβαινε ότι την ειρωνεύεται.

Η κυρία των τιμών είχε σηκωθεί ήδη επάνω και είχε έρθει να σταθεί μπροστά στο βάθρο της Κλεοπάτρας. Με τα σκούρα καστανά της μαλλιά να γυαλίζουν μέχρι την μέση της, υποκλίθηκε στην βασίλισσα που καθόταν στο θρόνο της, βαθιά, αλλά λίγο σφιγμένα και άβολα, λες και η κίνηση ήταν κάτι που δεν είχε τελειοποιήσει ακόμη.

Έπειτα στράφηκε προς την πόρτα και άφησε το δωμάτιο με γοργά βήματα χωρίς να συναντήσει τα μάτια κανενός. Οι ώμοι της είχαν ζαρώσει, ενώ το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο σημείο που ο τοίχος συναντούσε το ταβάνι. Με μια τελευταία, μπερδεμένη ματιά στη βασίλισσα, η οποία συζητούσε με το Νουμερομπίς τα διαδικαστικά, ο Πανοραμίξ ακολούθησε τη νεαρή γυναίκα στο διάδρομο, θεωρώντας ότι ίσως θα τους οδηγούσε στην Πεισματίνα.

Οι Γαλάτες εκτός του Οβελίξ αναγκάστηκαν να ανοίξουν λίγο το βήμα για να την προλάβουν, και ο Δρυΐδης έπιασε το σακούλι του για να μην του πέσει από τον ώμο. Το ασήμι στους καρπούς και στο λαιμό της έκανε τη λευκή της επιδερμίδα να λάμπει, και το γαλάζιο της λινό φόρεμα γέμιζε τις λίγες της καμπύλες. Όμως η γυναίκα κοιτούσε πεισματικά μπροστά, και η αίσθηση που απέπνεε ότι θέλει να ανοίξει η γη να την καταπιεί αυξανόταν με κάθε βήμα που την έπαιρνε μακριά από την αίθουσα του θρόνου και την έφερνε πιο κοντά στις πύλες του παλατιού.

Μόνον όταν ο Αστερίξ άρχισε να ρουθουνίζει από τα γέλια, ο Πανοραμίξ έβαλε τα κομμάτια του παζλ στη σωστή σειρά. Έπειτα συνόδευσε το φίλο του στα γέλια που αντήχησαν στους μαρμάρινους διαδρόμους.

«Ε, Τίνα, Τίνα; Η διαμονή σου θα μας μείνει αξέχαστη- χουυυυ χουχουχουχ.» Χτυπιόταν από τα γέλια ο Αστερίξ, ενώ το κορίτσι που παρέμενε πάντα δυό βήματα μπροστά τους παράταγε τα ασημένια περικάρπια στο πρώτο τραπεζάκι που συνάντησε.

«Μα τι συμβαίνει, παιδιά;» Ρώτησε ο Οβελίξ.

Τότε η Τίνα σταμάτησε απότομα και γύρισε να τους αντιμετωπίσει, παλεύοντας εντωμεταξύ με την αλυσίδα που έδενε την ασημένια πλάκα στο λαιμό της. Πως μπόρεσε ο Πανοραμίξ να μην την αναγνωρίσει; Η λευκή επιδερμίδα ήταν φως φανάρι πως δεν ήταν από εδώ, ενώ αυτός ο πεισμωμένος, απείθαρχος τρόπος που κρατούσε το πηγούνι της ψηλά ακόμα κι όταν οι ώμοι της είχαν ζαρώσει ήταν αδύνατο να παρεξηγηθεί. Απλά δεν περίμενε μια τέτοια μεταμόρφωση από το κοριτσάκι που πρωτο-συνάντησε μερικούς μήνες πριν. Ήταν αυτή η γυναικεία δεξιότητα να χειραγωγεί την εμφάνιση ενός ατόμου ξανά και ξανά, να μη μένει ποτέ στατική, που τον είχε μπερδέψει.

«Γυρίστε μόνοι σας- αααργχκ- στο εργοτάξιο.» Βαριανάσανε η κοπέλα παλεύοντας ακόμη με την αλυσίδα, ενώ ο Αστερίξ την λυπήθηκε και πήγε να την βοηθήσει. Έβγαλε τα μακριά μαλλιά από τη μέση, που καθώς πάντα παρέμεναν δεμένα πάνω στο κεφάλι της, ήταν μεγάλη έκπληξη να τα βλέπεις λυτά και την γύρισε για να λύσει το κόμπο από το σβέρκο της, χωρίς όμως να σταματήσει να γελάει. Ήταν απόδειξη του πόσο ήθελε να ξεφορτωθεί το κόσμημα γύρω από το λαιμό της, που η Τίνα δεν τον έσπρωξε μακριά.

«Γιατί; Λες να μείνεις εδώ τελικά; χιιχιχιχ-» Τη ρώτησε ο πολεμιστής, ενώ η κοπέλα πάσχιζε να κρύψει ότι μπορούσε από το φόρεμα της με τα χέρια που είχε σταυρώσει στο στήθος της.

«Εμένα πάντως, Πεισματίνα, με έπεισες.» Της είπε ο Δρυΐδης, που πια το γέλιο της έκπληξης του είχε περάσει και μόνο χαμογελούσε καλόκαρδα, κι εκείνη για πρώτη φορά κοίταξε πίσω της για να συναντήσει το βλέμμα του. «Ακόμη κι αν είναι κάτι που δεν σε ενδιαφέρει να γίνεις, μια χαρά μπορείς να το υποστηρίξεις.»

Όταν επιτέλους ο Αστερίξ της έβγαλε το κόσμημα, η Τίνα αναστέναξε και του το πήρε από το χέρι για να το αφήσει κι αυτό σε ένα άλλο τραπεζάκι. «Είπαμε να αλλάξω, αλλά όχι, κι έτσι, να μην μπορώ να αναγνωρίσω τον εαυτό μου….» Το μάτι της μαγνητίστηκε από τον τρίτο Γαλάτη. «Οβελίξ;»

Ο Οβελίξ όμως είχε γίνει κατακόκκινος. «Γειά. χιχιιχχιχι» της μουρμούρισε κάτω από τα μουστάκια του, ενώ το πόδι του σηκώθηκε στη μύτη και στριφογύρισε στο μάρμαρο. Ο Αστερίξ του έχωσε μια παιχνιδιάρικη αγκωνιά, κρυφογελώντας με τις ντροπές του.

Όταν η Τίνα ξεπέρασε το πρώτο σοκ, έριξε και στους δύο μια δύσπιστη ματιά απόλυτης προδοσίας, σήκωσε τη μύτη της και γυρίζοντας τους την πλάτη τους άφησε σύξυλους.

Όταν ο Αστερίξ της φώναξε να μην κάνει σα μωρό, εκείνη δεν ανταποκρίθηκε. Κι αντί να βγει από την εξώπορτα στο φως της μέρας, έστριψε δεξιά και χάθηκε σε ένα διάδρομο.

«Δεν μπορείς να πεις πάντως.» Είπε ο Αστερίξ στο Δρυΐδη, σκουπίζοντας τα δάκρυα του. «Κι η δική της μυτούλα έχει μια νοστιμιά άλλο πράγμα.»


Τώρα, στην ταπεινωμένη της κατάσταση, στράφηκε προς τα διαμερίσματα των φρουρών, επιθυμώντας να επαναφέρει κάπως την ισορροπία του σύμπαντος. Βρήκε μερικούς από τους άνδρες που είχε γνωρίσει καλύτερα και τους επικοινώνησε στη νοηματική και με τα λίγα αιγυπτιακά που είχε αποκομίσει από το χρόνο της μαζί τους πως είχε έρθει η στιγμή να φύγει. Είχε έρθει για να τους αποχαιρετήσει.

Εκείνοι αστειεύτηκαν μεταξύ τους, και αλληλο-σπρώχτηκαν με τους αγκώνες, άλλη μια συνδιάλεξη της οποίας το νόημα η Τίνα δεν θα μάθαινε ποτέ. Έπειτα την κάλεσαν στο ξύλινο τραπέζι, κι αυτό το κατάλαβε μια χαρά.

Κι έτσι κάθισαν με κούπες μαύρη μπίρα για μια τελευταία φορά, με τη διεθνή γλώσσα των ζαριών να τους ενώνει και την Τίνα να ζητοκραυγάζει τόσο δυνατά όσο κι αυτοί. Κι εκεί την βρήκε ο Αστερίξ λίγο αργότερα, έχοντας ακούσει τη φασαρία και υποπτευθεί πως η μικρή είχε περάσει τις μέρες τις στο παλάτι.

Η Τίνα τον είδε να στέκεται στο κούφωμα της πόρτας και να την παρατηρεί με το ένα φρύδι σηκωμένο, σαν να της έλεγε, «δεν μπορούσες να βγάλεις δυο εβδομάδες χωρίς να κυνηγήσεις μπελάδες;» Το κορίτσι αναστέναξε εκνευρισμένα. Σιγά μην την άφηναν να γυρίσει μόνη της. Αυτά τα φορέματα είχαν καταστρέψει κάθε πενιχρό ίχνος εμπιστοσύνης που της είχαν. 

Ο Αστερίξ εντωμεταξύ είχε ήδη εισβάλλει στο δωμάτιο, ακόμη κι αν κανένας δεν τον είχε προσκαλέσει. Η Τίνα φρόντισε να του ρίξει μια προειδοποιητική ματιά να μην κάνει τίποτα χοντροκομμένο. Δεν της άρεσε καθόλου ο τρόπος που κοίταζε τους φρουρούς. Ο Αστερίξ ανασήκωσε τους ώμους με τον αέρα ενός αθώου που δεν καταλαβαίνει γιατί τον κατηγορούν.

Η Τίνα δεν είχε επιλογή παρά να τον συστήσει. Οι φρουροί έκαναν ένα διάλλειμα μερικών δευτερολέπτων για να αναγνωρίσουν την παρουσία του Αστερίξ κι έπειτα επέστρεψαν στο παιχνίδι και τις συζητήσεις τους. O Αστερίξ κάθισε να παρακολουθήσει το παιχνίδι, που εσυνίστατο από δύο ζευγάρια ζάρια για κάθε παίκτη και στοιχήματα για το τι νούμερα θα πέσουν στο τραπέζι.

Η Τίνα ένευσε το στοίχημα της, τρία πεντάρια, ενώ οι φρουροί κραύγαζαν τις πιθανότητες. Ήπιε από την κούπα της, την οποία ο Αστερίξ βούτηξε για να επιθεωρήσει, δοκιμάσει και ξαναφήσει στο τραπέζι.

Μετά από δυό τρείς γύρους οι περισσότεροι είχαν βάρδιες να κάνουν, οπότε η Τίνα στράγγιξε το ποτήρι της, έφερε το χέρι στην καρδιά και τους αποχαιρέτησε. Κι οι φρουροί έκαναν το ίδιο, χαμογελώντας σιωπηλά.

«Είδες;» Τον ρώτησε η κοπέλα καθώς έπαιρναν δυό-δυό τα σκαλιά του παλατιού υπό το καυτό φως του μεσημεριού. «Μια χαρά άνθρωποι ήταν.»

«Είπα εγώ ποτέ τίποτα διαφορετικό;»

«Τους κοίταζες λες και ήταν ένοχοι για όλα τα εγκλήματα του κόσμου.»

«Γιατί δεν καταλάβαινες ότι σε κοίταζαν σα ξερολούκουμο.»

«Δεν με κοίταζαν-!»

«Αυτό ακριβώς εννοώ. Πέρναγες τόσο χρόνο μόνη σου με ένα μάτσο αγνώστους και δεν συνειδητοποιούσες καν ότι βρισκόσουν σε κίνδυνο.»

Όλος ο εκνευρισμός που μια βδομάδα τώρα η Τίνα προσπαθούσε να απωθήσει, είχε αρχίσει να ξαναβράζει στο στήθος της. «Πρόσεχε πως μιλάς για τους φίλους μου, γιατί-»

«Φίλοι σου;» Διέκοψε ο Γαλάτης δύσπιστα. «Πόσο καιρό τους ξέρεις ακριβώς;»

«Γιατί; ΕΣΕΝΑ ΠΟΥ ΣΕ ΞΕΡΩ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ, ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑ;» Κραύγασε εκείνη, μα το μετάνιωσε αμέσως, γιατί ο Αστερίξ της έριξε μια δεύτερη ματιά, με τα ξανθά του φρύδια ελαφρώς συνοφρυωμένα. «Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο ήταν αλήθεια, τουλάχιστον αυτοί δεν με είδαν διαφορετικά επειδή κάτι τρελές με αλείψανε με λάδια!»

«Ποιος σε είδε διαφορετικά;» Αντιγύρισε αμέσως εκείνος, ευτυχώς ξεχνώντας το ξέσπασμα της. «Σου φέρθηκα εγώ με τρόπο άλλο από ότι σου φερόμουν από την αρχή;»

Η Τίνα έχασε τα λόγια της για μια στιγμή, ενθυμούμενη τη συμπεριφορά του μια εβδομάδα πριν, όταν είχε έρθει με τον Ιντεφίξ. Την είχε περιγελάσει, την είχε κοροϊδέψει. Τα λόγια του την είχαν πληγώσει, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα διαφορετικό από τα συνηθισμένα. «Όχι…» Παραδέχτηκε με μισή καρδιά.

«Σου φέρομαι όπως μου εμπνέεις να σου φερθώ.» Επέμεινε ο Αστερίξ. «Όταν θυμώνω, φωνάζω. Όταν ακούω κάτι αστείο, γελάω.»

Η Τίνα ένευσε, με τη μύτη σηκωμένη. «Κι εγώ το ίδιο.»

«Και δεν βλέπω λόγο να αλλάξει αυτό!»

«Ούτε εγώ!» Συμφώνησε εκείνη με ψεύτικη περηφάνεια, μετά βίας συγκρατώντας τα δάκρυα της.

«Ωραία.» Ένευσε ο Αστερίξ, ενώ η ματιά του σάρωνε την έκφραση του προσώπου της. «Ναι, λοιπόν. Ωραία. Πάμε τώρα να βάλεις τα παντελόνια σου γιατί αυτά τα φορέματα σε κάνουν να σκέφτεσαι βλακείες.»

«Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ. Δεν καταλαβαίνω που διαφωνούμε!»


Όπως ο Αστερίξ είχε προβλέψει, η μικρή πήρε τα πάνω της όταν βρήκε και πάλι την ελευθερία της. Φόρεσε τα παντελόνια και τις πουκαμίσες της, φορτώθηκε πάλι το τόξο και τη φαρέτρα της. Ίσιωσε τη πλάτη της περήφανα κι επιθεώρησε το ολοκληρωμένο πια ανάκτορο. Πέταξε και τη σπόντα της στον Πανοραμίξ για τα κείμενα που είχε βρει στη βιβλιοθήκη του παλατιού, παριστάνοντας την αθώα, ότι τάχα μου δεν ψάρευε να μάθει κάτι για την συνταγή του μαγικού ζωμού.

Το φόρεμα που της έμεινε από την ομηρία της, η Τίνα το έριξε στην φωτιά και το άφησε να καεί μέχρι που δεν έμεινε στρίφωμα. O Πανοραμίξ της εξήγησε ότι μια μέρα θα το κοιτούσε και θα γελούσε με όλα αυτά που θα της θύμιζε, όμως εκείνη δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Ο Αστερίξ καταλάβαινε την πρόθεση του Δρυΐδη, όμως δεν αδικούσε τη μικρή. Δυό βδομάδες μπορεί να μην είναι μεγάλο διάστημα, αλλά όταν τις περνάς φυλακισμένος φαίνονται αιώνας. Τα νεύρα του οποιουδήποτε θα γίνονταν τσατάλια.

Την επόμενη μέρα ήταν τα εγκαίνια κι έπειτα οι Γαλάτες μπορούσαν πια να επιστρέψουν στο χωριό τους. Ο Οβελίξ επέμεινε να μην μείνουν ούτε μέρα παραπάνω. Θα του γύρναγε το μάτι, αν ξανα αναγκαζόταν να φάει φακές αντί για αγριογούρουνο. Έτσι και πέρασαν το τελευταίο τους βράδυ στην Αίγυπτο, αραγμένοι κοντά στη θράκα όπου έβραζε το τσουκάλι με τις φακές, ενώ οι φωτιές του καταυλισμού των σκλάβων εργατών τριγύρω τους έμοιαζαν με φλόγινες χορεύτριες μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της ερήμου.

«Αστερίξ;» Ακούστηκε η βαθιά φωνή του Οβελίξ, ενώ είχαν αράξει την αρίδα τους κάτω από τον έναστρο ουρανό.

«Μχμ;»

«Βαριέμαι.»

Μόνο τα μάτια του Αστερίξ στράφηκαν προς τον φίλο του. «Πάλι τις φακές σκέφτεσαι;»

Ο Οβελίξ δεν απάντησε, μόνο αναστέναξε μελαγχολικά.

«Η Τίνα που είναι;» Ρώτησε μετά από λίγο.

«Στην σκηνή.» Αποκρίθηκε ο Αστερίξ. «Μαζεύει τα πράγματά της για αύριο.»

«Πάλι;»

«Τι εννοείς πάλι; Τώρα τα μαζεύει.»

«Α.» Έκανε ο Οβελίξ, πριν αναστενάξει γι’ άλλη μια φορά. «Ε, θα είναι πολλά τότε, άμα τα μαζεύει από το πρωί.»

Ο Αστερίξ του έριξε άλλη μια πλάγια ματιά, αυτή τη φορά συνοφρυωμένη.

«Αν και δεν την αδικώ.» Συνέχισε μελαγχολικά ο γίγαντας. «Τρεις μήνες μείναμε εδώ. Είναι λογικό να έχει πολλά πράγματα να μαζέψει. Τρεις ολόκληρους μήνες μακριά από το χωριό, το χωριουδάκι μας, Αστερίξ. Τέσσερις αν μετρήσεις και το ταξίδι. Λες να έχουν μεγαλώσει πολύ οι λεγεωνάριοι; Λες να μην τους αναγνωρίσουμε;»

Ο Αστερίξ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το χαμόγελο του. «Θρεφτάρια θα έχουν γίνει με το χειμώνα που πέρασαν χωρίς να τρέχουν να σου ξεφύγουν.»

Ακόμη και ξαπλωτός, ήταν φανερό πως ο Οβελίξ κορδώθηκε με περηφάνια. «Πάντα το έλεγα εγώ ότι οι μπούφλες μου κάνουν καλό στην υγεία.»

Ο Αστερίξ ψιλογέλασε. Μερικές σιωπηλές στιγμές αργότερα, έκανε να σηκωθεί.

«Που πας;»

«Στην Τίνα.»

«Γιατί;»

«Να δω πόσα είναι αυτά τα πράγματα πια, που τα μαζεύει από το πρωί κι ακόμη να τελειώσει.»

«Για πήγαινε, βρε Αστερίξ.» Ακούστηκε η φωνή του Πανοραμίξ, που μέχρι τότε είχε παραμείνει σιωπηλός. «Άντε να δούμε μήπως μπορέσεις εσύ να την πείσεις να έρθει να κάτσει λίγο μαζί μας. Εγώ προσπάθησα πριν, αλλά έχει μουλαρώσει.»

Ο Αστερίξ στράφηκε προς τον δρυΐδη, που είχε μισοξαπλώσει κι αυτός και φαινόταν μόνο η καράφλα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του.

«Γιατί έχει μουλαρώσει;»

«Ό,τι ξέρεις, ξέρω, Αστερίξ. Ίσως θέλει λίγο χρόνο μόνη της για να συνηθίσει την ελευθερία της.»

«Γιατί έχω την αίσθηση ότι κάπου στα λόγια σου κρύβεται και ένα «ίσως και όχι»;»

«Για να το λες εσύ, φίλε μου, κάτι θα ξέρεις.» Ο ώμος του Δρυΐδη σηκώθηκε ανεπαίσθητα, ένα δείγμα της καλοπροαίρετης αδιαφορίας του, όμως ψύλλοι είχαν μπει στα αυτιά του Αστερίξ.

«Δε λες ότι με αποφεύγει;»

“Χμμ.”

«Μα γιατί;!» Φούντωσε αμέσως ο Αστερίξ. «Πλάκα της έκανα. Φάρσα, πείραγμα, πως το λένε;! Πάνε δέκα μέρες από τότε, συνήθως της περνάει στη βδομάδα. Πως γίνεται να είναι ακόμη θυμωμένη;»

«Με παρεξήγησες, καλό μου παιδί.» Διέκοψε ήρεμα ο Πανοραμίξ. «Eσύ λες ότι η Τίνα σε αποφεύγει, όμως αυτό εγώ δεν μπορώ να το ξέρω. Αν τα… πειράγματα σου την πλήγωσαν, μόνο εκείνη μπορεί να μας το πει.»

«Ε, όχι και την πλήγωσαν, Πανοραμίξ, απλά την θύμ--» Όμως ανάμνηση του ίδιου πρωινού κλωθογύριζε στο μυαλό του Αστερίξ, το ξέσπασμα της Τίνας και τα δάκρυα που θόλωναν τα μάτια της. Ο γαλάτης μουρμούρισε σκεπτικά, πιο πολύ προς τον εαυτό του παρά προς τους φίλους του. «Απλά μου έβαλε τις φωνές, λες κι ήταν μια ακόμη φορά που την είχα τσαντίσει…»

Ο Οβελίξ ψιλογέλασε. «Θυμάσαι όταν την πρωτογνωρίσαμε, Αστερίξ, που την είχα φορτώσει στον ώμο μου;»

«Ακριβώς, ναι, ευχαριστώ, Οβελίξ.» Ο πολεμιστής ένευσε προς το μέρος του και μετά απευθύνθηκε στην καράφλα του Πανοραμίξ. «Πάντα κάτι βρίσκει να προσβληθεί και να θυμώσει. Να πεις ότι έμπηγε τα κλάματα… Ούτε μια σφαλιάρα δεν μου ρίχνει! Δεν σταματάει να μου μιλάει, ούτε απαιτεί να της ζητήσω συγγνώμη. Πως θα ξέρω εγώ ποτέ πληγώθηκε, αν παριστάνει ότι όλα είναι μια χαρά;»

Ο Πανοραμίξ το σκέφτηκε για μια στιγμή. «Θα έλεγα ότι το τι έχει η Πεισματίνα στην καρδιά της είναι δική της δουλειά να το ξέρει, όπως κι εσύ να ξέρεις τι είναι στην δική σου.»

«Εγώ… Εγώ μια πλάκα έκανα.» μουρμούρισε ο Γαλάτης πολεμιστής και σωριάστηκε πάλι στην θέση του. «Δεν μπορούμε δηλαδή πια, ούτε πλάκες να κάνουμε;»

«Δεν θα το ευχόμουν, Αστερίξ.» Ψιλογέλασε ο γερο-σοφός. «Όπως θα μας διαβεβαιώσει και ο Οβελίξ, μια ζωή χωρίς πλάκες είναι σαν φακές χωρίς αγριογούρουνο.»

Ένας ακόμη μελαγχολικός αναστεναγμός έφυγε από τα χείλια του Οβελίξ, καθώς ο Αστερίξ άπλωνε πάλι την αρίδα του, για να χωνέψει τα λόγια του Δρυΐδη.


Η γαλέρα της Κλεοπάτρας μετέφερε τους Γαλάτες κατά μήκος της Μεσογείου, έξω από το Γιβραλτάρ και έπειτα βόρεια προς την Αρμορική. Και οι μέρες που περάσανε βασιλικά, έπρεπε κάπως να γεμίσουν.

«… Κι έπειτα του έχωσα μια κουτουλιά, μόνο που αντί να λιποθυμήσει αυτός, έχασα εγώ την ισορροπία μου.»

Η μόνη ελπίδα της Τίνας ήταν ο Οβελίξ, που τουλάχιστον δεν έβλεπε κάτι άξιο γέλωτος.

«Μα γιατί γελάτε;» Ρώτησε ο Γαλάτης τους δύο συγχωριανούς του.

«Γιατί δεν ξέρω να ρίχνω μπουνιές.» Απάντησε η Τίνα, αναστενάζοντας με ύφος ανθρώπου που έχει αποδεχτεί τη μοίρα του.

Ο Οβελίξ το σκέφτηκε για μια στιγμή. «Μα οι μπουνιές δεν είναι κάτι που πρέπει να ξέρεις πως γίνεται.»

 «Τα πόδια σου, Τίνα, οι μπουνιές ξεκινάνε από τα πόδια.» Ήρθε η φωνή του Αστερίξ, ο οποίος είχε στρέψει το σώμα του προς τη μικρή, έτοιμος να μεταλαμπαδεύσει τη σοφία του, για να επανορθώσει που την στενοχώρησε.

Η Τίνα του έριξε μια ματιά. «Όπως με το σπαθί;»

«Ακριβώς. Τα πόδια είναι που σου επιτρέπουν να κρατήσεις την ισορροπία σου, να δώσεις ώθηση στα χέρια, να δεχτείς το βάρος του άλλου. Για παράδειγμα, αυτή η κουτουλιά στο τέλος-»

«Ήταν λάθος, ξέρω, ξέρω.» Τον έκοψε το κορίτσι, ενώ ο Πανοραμίξ μπροστά της ξανάρχισε να γελάει.

«Όχι, δεν ήταν λάθος--» Υπερασπίστηκε ο Αστερίξ.

«Εμένα δεν μου αρέσουν οι κουτουλιές, γιατί τους παρακουράζουν τους Ρωμαίους.» Είπε ο Οβελίξ με την βαθιά φωνή του. «Όσες φορές τις έχω δοκιμάσει, κάτι κάνουν και χαλάνε την ατμόσφαιρα.»

«Ναι, Οβελίξ, γιατί η δικιά σου κουτουλιά φυτεύει τους Ρωμαίους στο έδαφος όπως το σφυρί τον πάσσαλο.» Είπε ο Αστερίξ. «Αλλά για όσους δεν έπεσαν στη χύτρα όταν ήταν παιδιά, μια σωστή κουτουλιά-»

«Ίσως δουλέψει καλύτερα στα αγριογούρουνα, ε Αστερίξ;» Διέκοψε ο Οβελίξ, που από την πρώτη κιόλας μέρα είχε φάει όσα αγριογούρουνα διέθετε το κελάρι του καραβιού. «Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ να κουτουλήσω αγριογούρουνο. Αν είχαμε ένα αγριογούρουνο τώρα θα το κουτουλούσα. Καλός αυτός ο ιπποπόταμος βρε παιδί μου, αλλά σαν το αγριογούρουνo δεν έχει.»

«Ναι, αλλά η σωστή κουτουλιά- γρρρρ-» Ο Αστερίξ προσπάθησε να ολοκληρώσει για μια ακόμη φορά, όμως ήταν η Τίνα που τον διέκοψε.

«Φαντάσου να αρχίζανε όλοι οι χωριανοί να κυνηγάνε με το κεφάλι μπροστά.» Είπε με φωνή πνιχτή από τα γέλια. «Θα γέμιζε το δάσος με Γαλάτες που θα έτρεχαν στα τυφλά και θα συναγωνίζονταν ποιος θα μαζέψει τα περισσότερα αγριογούρουνα πριν λιποθυμήσει από τις απανωτές διασείσεις.»

«Μην το επαναλάβεις αυτό στο χωριό, κορίτσι μου.» Γέλασε ο Πανοραμίξ. «Μπορεί και να γίνει το εθνικό μας σπορ, και τα μισά δέντρα του δάσους θα κατεδαφιστούν στην πρώτη εβδομάδα.»

Μετά τα γέλια που ακολούθησαν, επικράτησε σιωπή κι οι Γαλάτες αγνάντευαν τον έναστρο ουρανό από πάνω τους, ενώ ο Αστερίξ είχε μουτρώσει επείδη κανείς δεν τον άφησε να ολοκληρώσει τη θεωρία του περί σωστής κουτουλιάς.

Notes:

Ευτυχισμένο το 2025!

Κι έτσι τελειώνουμε με την Κλεοπάτρα... αχ, τι ταξίδι κι αυτό.

Επόμενο Κεφάλαιο: Ο Αστερίξ στην Ισπανία. Οι Γαλάτες επιστρέφουν στο χωριό, όπου τίποτα δεν έχει αλλάξει...

Chapter 12: ΙΝΤΕΡΛΟΥΔΙΟ: Στην Ισπανία

Notes:

Κάπως σα να αλλάζει ο άνεμος...

Χίλιες ευχαριστίες στον καλό μου φίλο και beta-reader Κιωνούλη!

(See the end of the chapter for more notes.)

Chapter Text

ΙΝΤΕΡΛΟΥΔΙΟ

Αστερίξ στην Ισπανία

 

Όταν οι Γαλάτες επέστρεψαν από την Αίγυπτο στο γνωστό χωριό στις ακτές της Αρμορικής, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Η Τινα ήρθε αντιμέτωπη με την ίδια πραγματικότητα που είχε αφήσει, με τους ίδιους ανθρώπους που είχε μάθει πια να αγνοεί (ή να αγνοεί επιδεικτικά, στην περίπτωση των γυναικών).

Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που δεν παρατήρησε ότι οι χωριανοί δεν την κοίταγαν με τόσο μισόκλειστο το μάτι τους. Είχαν τέσσερις μήνες να την δουν κι οι Γαλάτες δεν φημίζονται για τη μνήμη τους. Αν η μικρή άκουγε τον Αστερίξ και τον Πανοραμίξ, τότε θα ήξερε ότι οι έχθρες στο χωριό κρατάνε όσο τις κρατάμε. Η Τίνα όμως μπήκε στο χωριό με τη μύτη σηκωμένη, πεπεισμένη ότι θα δεχόταν δυσάρεστο καλωσόρισμα. Και πως αποκρίθηκαν οι χωριανοί; Σήκωσαν κι αυτοί τη μύτη τους περήφανα και της γύρισαν την πλάτη.

Το δάσος ήταν το ίδιο, τα μαθήματα του Πανοραμίξ και η εξάσκηση με τον Αστερίξ. Μόνο τα χιόνια είχαν λιώσει, για να ανοίξουν το δρόμο στην πολύβουη, πολύχρωμη άνοιξη να εγκατασταθεί για τα καλά. Τα χορτάρια φούντωναν, τα λουλούδια άνθιζαν, οι μελισσούλες βούιζαν και το ευχάριστο αεράκι μετέφερε τις αγριοφωνάρες των χωριανών ανάμεσα στα δέντρα και τα ρυάκια.

«ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΟΤΙ ΕΧΕΤΕ ΗΔΗ ΕΝΑΝ ΜΠΟΜΠΙΡΑ ΝΑ ΝΤΑΝΤΕΥΕΤΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΣΤΕ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟ;!»

«Εννοώ τον Πέπε, σαν ποιό να εννοώ!» Αποκρίθηκε ο Αστερίξ, δείχοντας τη σκηνή που εκτυλισσόταν πίσω του. Ο εν λόγω μπόμπιρας πάλι κρατούσε την αναπνοή του για να εκβιάσει τους μεγάλους να του κάνουν τα χατίρια. Στην προκειμένη περίπτωση το χατίρι ήταν να πάρουν και τον Ιντεφίξ μαζί, κάτι που ο Οβελίξ ήθελε να αποφύγει, γιατί ο μικρός και ο Ιντεφίξ τα είχαν κάνει πλακάκια εις βάρος του.

«Και θες να μου πεις ότι εγώ είμαι ο δεύτερος μπόμπιρας που θέλει ντάντεμα;!» Η Τίνα έδειξε κι αυτή τη σκηνή πίσω από τον Αστερίξ και συγκεκριμένα τον Οβελίξ, που προσπαθούσε κι αυτός να κρατήσει την αναπνοή του.

«Οβελίξ!» Σύριξε ο Αστερίξ κι έπειτα στράφηκε και πάλι στην κοπέλα. «Το γεγονός ότι το συζητάμε ακόμη αποδεικνύει-!»

«Ότι δεν είμαι εγώ αυτός που κάνει σαν μπόμπιρας!»

«Ότι ώρες-ώρες είσαι χειρότερη κι από μπόμπιρας!» Ο Γαλάτης της γύρισε την πλάτη, φεύγοντας λες και το θέμα είχε ήδη λήξει.

Η Τίνα τον πήρε από πίσω και συνέχισε να τον παρενοχλεί ενώ δεχόταν το παγούρι με το μαγικό ζωμό από τον Πανοραμίξ. «Μα στην Αίγυπτο-!»

«Άλλο η Αίγυπτος! Εκεί ήταν κι ο Πανοραμίξ--»

«Μα νόμιζα--»

«Νόμιζες ότι επειδή ήρθες μια φορά, τώρα θα σε παίρνουμε μαζί μας όπου πάμε;»

«Αφελές εκ μέρους μου, ε;» Σάρκασε η κοπέλα.

Ο Αστερίξ παρίστανε τον σκεφτικό.

«Ναι, πες με κι αφελή τώρα!»

«Γιατί δεν είσαι;» Εξεπλάγη στα ψεύτικα ο Αστερίξ.

Ο Πανοραμίξ ύψωσε τα χέρια για να ησηχάσει τα πνεύματα, όμως δεν πρόλαβε να βγάλει άχνα. Η Πεισματίνα ήρθε και κόλλησε τη μούρη της στη μούρη του Αστερίξ, σκύβοντας για να αποζημιώσει τους δέκα πόντους που του έριχνε σε ύψος.

«Αν θες να ξέρεις, εγώ στην Αίγυπτο ταπείνωσα έναν φρουρό. Τον έβρισα, τον περιγέλασα— με-μέχρι και γυναικούλα τον είπα.»

Ήταν σε προνομιούχα θέση για να δει την έκπληξη του Αστερίξ, πριν προλάβει να την κρύψει. «και- αυτό που κολλάει τώρα;»

Η Τίνα άνοιξε το στόμα, αλλά καμιά απάντηση δεν ήρθε. «Δεν ξέρω.»

Ο Αστερίξ έβαλε τα χέρια στη μέση κι αναστέναξε παραιτημένα. «Αυτό που για ‘σένα το οτιδήποτε γυναικείο είναι βρισιά, δεν μπορώ να το καταλάβω.»

 «Αυτό που ξέρω…!» Επανήλθε η Τίνα, «…είναι ότι θα σου δείξω εγώ πως καθόλου αφελής δεν είμαι. Θα έρθει μια μέρα που θα μετανοιώσεις αυτά που λες για εμένα. Θα έρθει η μέρα, που θα ρχομαι μαζί σας όπου κι αν πάτε. Κι αυτή η μέρα ξεκινάει σήμερα.»

Έπειτα όρθωσε το σώμα κι έβαλε μια ευγενική απόσταση μεταξύ τους.

 «Καλό ταξίδι.» Ευχήθηκε με ανωτερότητα, γύρισε την πλάτη της και τους άφησε σύξυλους.

«Δεν μπορούμε να την πάρουμε μαζί, Πανοραμίξ, δεν μπορώ να έχω και την Τίνα και τους άλλους δύο στο μυαλό μου, ειδικά εάν δεν σταματήσουν αυτή τη στιγμή να κρατάνε την αναπνοή τους

Τα τελευταία του λόγια τα απηύθυνε στον Οβελίξ και τον Πέπε που κόντευαν να γίνουν μπλε από την έλλειψη οξυγόνου.

Ο Αστερίξ πέρασε ένα κουρασμένο χέρι πάνω από τα μάτια του. «Θα μου πεις, δεν μπορούσα να της το εξηγήσω αυτό ήρεμα και πολιτισμένα; Έλα που δεν μπορώ όμως. Μπορείς εσύ να μου πεις γιατί μαζί της δεν μπορώ να κρατήσω το αναθεματισμένο το στόμα μου κλειστό;»

«Εκφράστηκες ειλικρινά, Αστερίξ.» Αποκρίθηκε ο γερο-Δρυΐδης, χτυπώντας του παρηγορητικά τον ώμο. «Η ίδια η Τίνα επιμένει να μην της φερόμαστε σαν κοριτσάκι. Εφόσον θέλει να είμαστε αυθόρμητοι απέναντι της, θα πρέπει κι η ίδια να μάθει να διαχειρίζεται τις συνέπειες.»

«Κι εγώ γιατί χάνω την ψυχραιμία μου;! Ώρες-ώρες και που αναπνέει με κάνει έξω φρενών!»

«Την απάντηση σε αυτή την ερώτηση μόνο εσύ μπορείς να την δώσεις, φίλε μου.»

Για να είναι απολύτως ειλικρινής, ο Αστερίξ θα ήθελε να ξεσπάσει τα νεύρα του στο Δρυΐδη, με τις σοφίες που πέταγε πρωινιάτικα. Αλλά κρατήθηκε, τον αποχαιρέτησε και ξεκίνησαν με τον Οβελίξ το ταξίδι τους για την Ισπανία.


Η Τίνα πέρασε τις επόμενες μέρες μεταξύ της καλύβας του Πανοραμίξ και του δάσους. Έκανε μικρές δουλειές εδώ κι εκεί, πράγματα που στους τρεις μήνες απουσίας τους είχαν παραμεληθεί. Ανανέωσε το αποθεμά της σε βέλη, έφτιαξε σαπούνι με αλισίβα, λάδι και λεβάντα. Η καλύβα δέχτηκε το επιμελές ανοιξιάτικο καθάρισμα, και η κοπέλα βοήθησε τον Πανοραμίξ να μαζέψει και να αποξηράνει τα βότανα της εποχής.

Όσο κι αν δυσκολευόταν με τους κατοίκους, όσο μόνη κι αν αισθανόταν, δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι η ζωή στο χωριό ήταν μια όμορφη ζωή. Το δάσος ήταν μια παιδική χαρά, η φύση ήταν πανέμορφη. Εδώ δεν υπήρχε η φασαρία και η βιασύνη της Λουτέτιας. Και όσο για περιπέτειες, θα της είχε κι αυτές, αν έκανε λίγη υπομονή. Θα έδινε στον Αστεριξ να καταλάβει πόσο παράλογος ήταν που δεν την εμπιστευόταν αρκετά για να την πάρει μαζί.

Υπομονή. Αν δεν είχε κάνει υπομονή, θα είχε χάσει την ευκαιρία να ταξιδέψει στην Αίγυπτο και να δει όλα αυτά τα θαύματα. Εντάξει, είχε στριμωχτεί με το όλο θέμα της ομηρίας, αυτό ήταν αλήθεια. Αλλά είχε μάθει και δει τόσα πολλά.

Υπομονή. Και με λίγη υπομονή, η ζωή στο χωριό δεν θα ήταν μόνο όμορφη, αλλά και γαλήνια.

 

 … δύο μέρες αργότερα… 

 

Εγώ θα φύγω, θα φύγω, θα φύγω.

Αυτές οι λεξούλες έπαιζαν σε επανάληψη μέσα στο μυαλό της Πεισματίνας, καθώς έχωνε όπως-όπως τα υπάρχοντα της σε δύο σάκους. Τη νύχτα είχε ξυπνήσει πάλι από έναν εφιάλτη με τους Ρωμαίους που είχε σκοτώσει στην  Γερμανία. Τα κενά τους βλέμματα την στοίχειωναν, όπως και η λιμνούλα αίματος μέσα στην οποία τους είχε αφήσει να κείτονται. Τι άγρια θηρία είχαν κατασπαράξει τα κουφάρια των λεγεωνάριων; Είχαν άραγε οικογένεια, παιδιά; Είχαν σίγουρα μια μάνα ή έναν πατέρα, που δεν θα τους ξανάβλεπε ποτέ και η Τίνα ήταν αυτή που τους είχε θερίσει τη ζωή.

Δεν είχε κλείσει μάτι ξανά μέχρι να ξημερώσει. Ήταν απασχολημένη να υπενθυμίζει στον εαυτό της πως πολύ καλά έκανε και τους σκότωσε. Τι δουλειά είχαν αυτοί να εισβάλουν στην πατρίδα της και να την οικειοποιηθούν; Με τις πράξεις τους, της είχαν δώσει κάθε δικαιώμα να τους αφήσει άψυχους στο δάσος… Τι άψυχους δηλαδή, αφού ως γνωστόν, οι Ρωμαίοι δεν έχουν ψυχή.

Αυτή η εσωτερική μάχη είχε γεννήσει και διάφορες άλλες κι η άυπνη Τίνα είχε γίνει ένα συναισθηματικό κουρέλι μέχρι να ξημερώσει. Εξ ου και τώρα μάζευε βιαστικά τα πράγματα της, για να γυρίσει στην ασφάλεια της καλύβας του θείου της, όπου δεν χρειαζόταν να «κάνει υπομονή» και να κρέμεται από τον κύριο Αστερίξ να της κάνει την χάρη να την πάρει μαζί του.

Έλα που όμως όλο και κάτι την καθυστερούσε. Να διπλοτσεκάρει κάτω από το κρεβάτι, μήπως έχει παραπέσει τίποτα; Να βεβαιωθεί ότι είχε διπλώσει τα σεντόνια και την κουβέρτα του κρεβατιού της. Μήπως να έριχνε κι ένα τελευταίο σκούπισμα στο  πάτωμα της καλύβας; Τόσους μήνες την φιλοξένησε ο Πανοραμίξ. Δεν ήταν σωστό να φύγει και να αφήσει την καλύβα μέσα στην σκόνη και την ακαταστασία.

Όσο καθυστερούσε, τόσο αυξάνονταν οι πιθανότητες να γυρίσει ο Πανοραμίξ και να την βρει πακεταρισμένη κι έτοιμη να φύγει. Κι έτσι θα την παρακαλούσε να μείνει, η Τίνα θα αρνιόταν κι έτσι θα έφευγε με το κεφάλι ψηλά και θα είχε αυτή το πάνω χέρι.

Εν ολίγοις, τους μήνες που ο Οβελίξ κι ο Αστερίξ έλειπαν στην Ισπανία, η Τίνα σκούπισε την καλύβα του Πανοραμίξ 48 φορές.


 «Δεν έφυγες τελικά, ε;» Είπε χαμογελαστός ο Αστερίξ, που είχε έρθει να επισκεφθεί τον Δρύιδη.

Μόλις χθες είχαν γυρίσει από την τελευταία τους περιπέτεια, έχοντας πια παραδώσει τον Πέπε με ασφάλεια στην οικογένεια του.

«Ποιος λέει ότι θα φύγω;!» Αναφώνησε κατευθείαν η Τίνα. «Πουθενά δεν θα πάω. Ολόκληρο δεντρόσπιτο έχω να φτιάξω!»

Ίσως ήταν η ανάγκη για μια καινούρια ασχολία, ίσως ήταν η επαφή με τον Νουμερομπίς που την είχε εμπνεύσει. Ίσως πάλι, προσπαθούσε να αποδείξει στον Αστερίξ ότι δεν έλεγε λόγια του αέρα.

«Μην ανυσηχείτε, τα έχω υπολογίσει όλα.» Τους καθησύχασε. «Δεν θα φορτωθώ σε κανέναν σας για βοήθεια. Δεν θα είναι τόσο μεγάλο όσο του Κακοφωνίξ. Αλλά αυτή η βελανιδιά, ξέρετε εδώ δίπλα…»

Το είχε αποφασίσει. Εάν ήταν να μείνει στο χωριό τότε δεν μπορούσε να συνεχίσει να κοιμάται πίσω από μια κουρτίνα στο εργαστήριο του Πανοραμίξ. Αρκετά του είχε σπάσει τα νεύρα του ανθρώπου, άσε που κάθε φορά που ήθελε να φτιάξει τα φίλτρα του, έπρεπε να την διώχνει από την καλύβα. Συνέχισε, βομβαρδίζοντας τον Δρυΐδη και τον Αστερίξ με τις λεπτομέρειες στις οποίες είχε καταλήξει τη χθεσινή νύχτα, που ως συνήθως είχε αποδειχτεί άγρυπνη κι αξημέρωτη.

Όταν άρχισε να ξεμένει από λόγια, οι δύο άντρες που με το ζόρι κρατιόντουσαν, έσκασαν επιτέλους στα γέλια.

«Γιατί γελάτε;» Ρώτησε ανήσυχα. «Λέτε δεν θα με αφήσει ο Μαζεστίξ;»

«Όχι, όχι- χουχουχου- δεν είναι αυτό- χαχαχα…»

«Τότε τι;!» Η ανασφάλεια της χάθηκε κάτω από τον εκνευρισμό της. «Νομίζετε ότι δεν μπορώ;! Αν αρχίσω τώρα θα είναι έτοιμο πριν τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου.»

«Α δεν το αμφισβητούμε, καλό μου κορίτσι, ίσα ίσα,» παραμίλησε ο Πανοραμίξ μεταξύ χαχανιτών, προσπαθώντας να διατηρήσει την ισοροπία του, την οποία απειλούσε ο Αστερίξ έτσι όπως είχε γείρει επάνω του, πασχίζοντας να αναπνεύσει από τα γέλια που τον έπνιγαν.

«Απλά μέχρι χθες μας έλεγες ότι δεν θα μείνεις άλλη μέρα στο χωριό και τώρα μας φέρνεις ένα μεγαλόπνοο σχέδιο που θα κρατήσει μήνες- και- χχχχαχαχαχαχχαχ-» έσκασε παλι στα γέλια ο Πανοραμίξ. Οι ιδιαιτερότητες και οι τρέλες των συγχωριανών ήταν η μόνη ποιοτική ψυχαγωγία που είχε στη διάθεση του και το να τις μοιράζεται με τον Αστερίξ τις έκανε ακόμη πιο απολαυστικές.

Ο Αστερίξ είχε σταματήσει να γελάει αλλά χαμογελούσε ακόμη πλατιά. Η Τίνα δεν μπόρεσε να δει την ζεστασιά στο βλέμμα του, γιατί εκτός από διασκέδαση υπήρχε και ζεστασιά, όχι μόνο στο δικό του, αλλά και στο βλέμμα του Πανοραμίξ. Αλλά η νεαρή είχε τυφλωθεί από ντροπή και θυμό. Πως τολμούσαν να την περιγελάνε έτσι, κατάμουτρα;

Έτσι τους παράτησε κι αυτή και πήγε να κρύψει το κατακόκκινο της πρόσωπο στο δάσος. Πήγε και στρώθηκε σε μια πέτρα και έμπηξε τα κλάματα με την ησυχία της. Αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή που δέχτηκε να αφήσει το θείο της για να έρθει σε αυτό το κωλοχώρι με τους τρελούς.

«Πραγματικά δεν ξέρεις πως να είσαι Γαλάτισσα, ε;»

Η φωνή ήρθε από τον κορμό στα δεξία της, κι η Τίνα αναπήδησε, καθώς δεν είχε ακούσει κανέναν να πλησιάζει. Ο μικρόσωμος Γαλάτης που πριν από λίγο την είχε ταπεινώσει, είχε το θράσος τώρα να στέκεται εκεί, γέρνοντας χαλαρά στο κορμό του δέντρου, με τα χέρια στις τσέπες του κόκκινου παντελονιού του και το έξυπνο βλέμμα του πάνω της.

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς,» του απάντησε όσο πιο περήφανα μπορούσε, παριστάνοντας ότι στρώνει τις μπότες της ώστε να κρύψει τα κοκκινά της μάτια. «Είμαι Γαλάτισσα έτσι κι αλλιώς, δεν είναι κατι που μαθαίνεται.»

«Κι εγώ έτσι νόμιζα αλλά στη δική σου περίπτωση δεν ισχύει.»

«Μπα; Δεν μου το κάνεις πιο λιανά αυτό;»

«Βλέπεις, δεν προσπαθούμε να αποφύγουμε τα δυσάρεστα. Απλά ξέρουμε πως να τα κάνουμε ευχάριστα. Αυτό είναι κάτι που, για παράδειγμα, οι Ρωμαίοι δεν θα μάθουν ποτέ.»

 «Γι' αυτό οι Ρωμαίοι έχουν κατακτήσει τον κόσμο και οι Γαλάτες έχουν παραδοθεί;» Ρώτησε η μικρή, η φωνή της μέλι που στάζει δηλητήριο.

Ο Αστερίξ απέστρεψε το βλέμμα, πιθανότατα για να κυριαρχήσει τον εκνευρισμό του. «Έλα, πάμε.» Της είπε χωρίς να της ρίξει μια ματιά, ίσιωσε το σώμα και κίνησε προς το χωριό.

Η Τίνα δεν είχε καμία διάθεση να πάει πουθενά. «Που να πάμε- Γιατί είσαι καν εδώ;»

Τότε ο Αστερίξ γύρισε να την κοιτάξει. Συνοφρυώθηκε, κεφάλι γερμένο στο πλάι. «Πως, στο όνομα του Τουτατή, θα ανεβάσεις όλα τα ξύλα στο δέντρο χωρίς σταγόνα μαγικού ζωμού;»

Δεν πήρε ούτε δευτερόλεπτο στην Τίνα να καταλάβει ότι μιλούσε για το δεντρόσπιτο της. Ο τόνος του, που στα αυτιά της δεν πρόδιδε τίποτα άλλο πέρα από αυθεντική σύγχηση, την παρέσυρε να ξεχάσει πόσο γρήγορα είχε συμβεί αυτή η μετάβαση από το ένα θέμα στο άλλο. Μόνο ενοχλήθηκε που ο Αστερίξ δεν θυμόταν τις εξηγήσεις που έδωσε εκείνο το ίδιο πρωινό. Τα είχε σκεφτεί και εξηγήσει όλα τόσο ωραία, αλλά μάλλον εκείνος ήταν πολύ απασχολημένος να πνίγεται στα γέλια που ούτε που άκουσε τρεις λέξεις από τα σχέδια της. Όμως, τώρα που τον είχε διαθέσιμο θα του άλλαζε τα φώτα.

Οπότε όταν η Τίνα σηκώθηκε από την πέτρινη της κούρνια, η ενεργητικότητα και η αυτοπεποίθηση της σηκωθήκανε κι αυτά. Περπάτησαν μαζί, όμως ο Γαλάτης δεν τους οδήγησε στο χωριό αλλά στο ξέφωτο όπου εξασκούνταν κάθε πρωί, όπου τα δύο στομωμένα σπαθιά τους περίμεναν πάνω στο γρασίδι. Στο εντωμεταξύ η κοπέλα του εξηγούσε το μηχανισμό που είχε κατά νου, κι ότι θα τα κατάφερνε ολομόναχη (το τόνισε αυτό, δεν ζητιάνευε βοήθεια.) Ο Αστερίξ ένευσε την κατανόηση του, αλλά κάτι στην έκφραση του προσώπου του έκανε τη Τίνα καχύποπτη.

Όμως όταν ο Γαλάτης της έβαλε το σπαθί στο χέρι, όλα ξεχάστηκαν. Τα αλληλοχτυπήματα, ο ιδρώτας κι η γλυκιά εξάντληση της εξάσκησης τη γέμισαν με μια ήρεμη, βαθιά ικανοποίηση.

Μόνο το βράδυ όταν είχε ξαπλώσει πια στο κρεβάτι της, το κορίτσι συνειδητοποίησε με φρίκη ότι ο πολεμιστής δεν νοιαζόταν καθόλου για τις θεωρείες τις περί δεντρόσπιτου. Σε μια χαρακτηριστική έξαρση αστεριξικικής πονηριάς, την είχε αφήσει να παραμιλάει, την είχε παρασύρει στην αυθόρμητη εξάσκηση και την είχε…;

Τι στα αλήθεια είχε συμβεί; Την είχε παρηγορήσει; Για την ίδια νοιαζόταν ή για τον εαυτό του όταν την έκανε να ξεχάσει τη στενοχώρια της και να χαμογελάσει;

Notes:

Την επόμενη φορά, Ρόδο και Ξίφος. Έρχονται μπουρίνια διχόνοιας στο Χωριό των Τρελών...

Chapter 13: Οριζόντιες Ρίγες

Notes:

Αυτή η ιστορία έχει αποκτήσει δικό της beta-reader, τον Κιωνούλη, που πάντα ξέρει να με κρατάει στην κατεύθυνση που θέλω να πάω...

Καλή Διασκέδαση!

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΡΟΔΟ ΚΑΙ ΞΙΦΟΣ

Κεφάλαιο 1: Οριζόντιες Ρίγες

 

Οι νύχτες στο ανυπόταχτο χωριό της Αρμορικής ήταν πάντα σιωπηλές. Μόνο οι ήχοι της φύσης και τα ροχαλητά των χωριανών έσπαγαν τη σιγαλιά, όμως καθώς η καλύβα του Πανοραμίξ ήταν σχετικά απομακρυσμένη από τον κύριο όγκο των σπιτιών του χωριού, η Τίνα που συνήθως ξαγρυπνούσε κάθε βράδυ, δεν είχε τίποτα να την αποσπά από τις ξέφρενες της σκέψεις.

Όμως εκείνη την νύχτα, ανατριχιαστικοί ήχοι αντιλάλησαν δυσοίωνα στο χωριό. Αισχροί λαρυγγισμοί ενός πληγωμένου ζώου, λες και οι θεοί του θανάτου και της καταστροφής ανέβηκαν στη γη κι άρχισαν να κοροϊδεύουν αυτό που οι θνητοί αποκαλούν τραγούδι. Η φωνή του Κακοφωνίξ έμοιαζε με χoρωδία αγγέλων μπροστά στις στριγκλιές που έκαναν τους χωριανούς να πεταχτούν από τα κρεβάτια τους με την ψυχή στο στόμα.

Η Τίνα φόρεσε τις μπότες της κι ακολούθησε τον Πανοραμίξ έξω από την καλύβα. Δεν είχε χρόνο να δέσει τα μαλλιά της, οπότε απλά άρπαξε την κάπα της και τα έκρυψε κάτω από την κουκούλα. Όλο το χωριό είχε μαζευτεί κάτω από το δεντρόσπιτο του Κακοφωνίξ.

«Δεν περίμενα ποτέ να το πω αυτό για κανέναν,» είπε ο Αστερίξ στο Δρυΐδη, όταν αυτός ήρθε να σταθεί δίπλα του, «αλλά αυτή είναι χειρότερη κι από τον Κακοφωνίξ.»

Ο Πανοραμίξ έσκυψε κοντά στο αυτί του Γαλάτη, προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τις ανατριχιαστικές τσιρίδες που έρχονταν από το δεντρόσπιτο του Κακοφωνίξ, που τώρα η απορημένη Τίνα συνειδητοποιούσε ότι μάλλον ανήκαν σε γυναίκα.

«Πρέπει να δούμε το θετικό της κατάστασης.» Είπε ο Δρυΐδης. «Το τραγούδι της νέας μας βάρδου προάγει την συγχώρεση και την αλληλεγγύη.»

«Τι εννοείς, ω Δρυΐδη;» Φώναξε ο Αστερίξ πάνω από τις φωνές των χωριανών, που έβριζαν τη γυναίκα στο δεντρόσπιτο και της έλεγαν να πάει να πνιγεί, να βγάλει το σκασμό, να αρρωστήσει και να μείνει μουγκή, κι άλλα παρόμοια.

«Όποιος το ακούει συνειδητοποιεί αμέσως πόσο άσχημα φέρθηκε στον Κακοφωνίξ και το σκέφτεται πολύ σοβαρά να ζητήσει γονατιστός συγγνώμη και να τον ικετέψει να γυρίσει πίσω.»

Τα χάχανα των δύο Γαλατών υπερσκιάστηκαν από μια ακόμη εκκωφαντική τσιρίδα, πιο φάλτση και υστερική από ποτέ, που συνόδευε τον ήχο του δέντρου να προσκρούει στο έδαφος.

«Φαλλοκράτες! Βάρβαροι! Αμόρφωτοι!» Κραύγαζε η γυναικεία φωνή μέσα από τα συντρίμμια του δεντρόσπιτου, ενώ ο Μαζεστίξ απομακρυνόταν φουρκισμένος, κραδαίνοντας ακόμη το τσεκούρι με το οποίο είχε οριζοντιώσει το δέντρο, σε μια προσπάθεια να κάνει τη νέα βάρδο να βγάλει επιτέλους το σκασμό. Που τέτοια τύχη!

«Κατάλαβα καλά;» Ρώτησε η αποσβολωμένη Τίνα. «Ο Κακοφωνίξ σας εγκατέλειψε; Κι εμένα γιατί δεν μου το είπε κανείς;!»

«Γιατί ήσουν πολύ απασχολημένη να κάνεις μούτρα.» Είπε ο Αστερίξ, όμως η Τίνα παρα-ήταν ενθουσιασμένη για να λογομαχήσει μαζί του.

«Και στη θέση του φέρατε μια γυναίκα βάρδο; Κανονική γυναίκα; Με τα όλα της;! Και είναι βάρδος;!»

Ο Πανοραμίξ και ο Αστερίξ αντάλλαξαν ένα βλέμμα.

«Τέσσερις μέρες.» Αναστέναξε ο πολεμιστής. «Σου χρωστάω πέντε σηστέρσια.»

«Όσες ώρες κι αν η Τίνα περνάει στο δάσος, Αστερίξ, δεν πίστευες ειλικρινά ότι θα της έπαιρνε μια ολόκληρη εβδομάδα να πάρει μυρωδιά τέτοιες δραστικές αλλαγές στο χωριό;» Χαμογέλασε ο Πανοραμίξ, με τον αέρα του ανθρώπου που νίκησε ένα στοίχημα, αλλά δεν ήθελε κιόλας να καυχηθεί.

«Εντάξει, εντάξει, νίκησες δίκαια.» Ύψωσε τα χέρια καθησυχαστικά ο Αστερίξ. «Όμως το άλλο στοίχημα θα το χάσεις.»

«Ποιο στοίχημα;» Ρώτησε η μπερδεμένη Τίνα που δεν καταλάβαινε τίποτα.

«Θα δούμε, φίλε μου, θα δούμε.» Είπε ο Πανοραμίξ.

«Η Τίνα είναι αρνάκι μπροστά στη Μαέστρια, Πανοραμίξ.» Απέρριψε ο Αστερίξ. «Μπορεί να κάνει λίγη φασαρία, όμως δεν μπορεί να μας κάνει πραγματικά άνω κάτω. Τόσους μήνες είναι εδώ και όλα είναι ίδια και απαράλλαχτα. Ούτε ένας από τους συγχωριανούς δεν έχει αλλάξει με το παραμικρό τρόπο.»

Η Τίνα έμεινε να τον κοιτά με το στόμα ανοιχτό. Θα προτιμούσε να την έχει χαστουκίσει κατάμουτρα.

Ο Πανοραμίξ δεν φαινόταν να έχει πεισθεί. «Μπορεί η Μαέστρια να προκαλέσει μεγάλη ταραχή εδώ και τώρα και να τους επηρεάσει όλους, και να μας κάνει, όπως λες, άνω κάτω, με τρόπο που η Τίνα δεν θα κατάφερνε ποτέ. Όμως μια αλλαγή είναι ουσιαστική μόνο όταν είναι μόνιμη. Να δεις που όταν η Μαέστρια φύγει-»

«Αν φύγει.» Διέκοψε ο Αστερίξ.

«Θα φύγει.» Ένευσε ο Πανοραμίξ, ήρεμος και σίγουρος στην πεποίθηση του. «Μια γυναίκα σαν τη Μαέστρια δεν αντέχει την γαλήνη και την ησυχία.»

«Γιατί, εγώ την αντέχω; Εγώ κι αν δεν την αντέχω, ούτε τη γαλήνη, ούτε την ησυχία!» Πετάχτηκε η Τίνα, μα οι άλλοι δύο την αγνόησαν κι ο Πανοραμίξ συνέχισε να μιλάει.

«Είμαι σίγουρος πως η νέα μας βάρδος δεν είναι παρά ένα μπουρίνι. Θα δεις, που όλα θα επιστρέψουν στην πρότερη τους κατάσταση και με τον καιρό όλη η αναμπουμπούλα θα ξεχαστεί, όπως συμβαίνει πάντα. Αν κάποιος καταφέρει να φέρει μια ουσιαστική αλλαγή, έστω κι αν αυτό αφορά μόνο μερικούς ή κι έναν από εμάς κι όχι όλο το χωριό, αυτός ο κάποιος θα είναι η δική μας Πεισματίνα.»

«Ο χρόνος θα δείξει, Πανοραμίξ.» Χαμογέλασε ο Αστερίξ και έσφιξε το χέρι του Δρυΐδη.


«Τακ, τακ, τακ…»

 «Φοράνε παντελόνια, Οβελίξ!»

«Τακ, τακ, τακ…»

 «Κανονικά παντελόνια, αντρικά. Όλες οι γυναίκες του χωριού, και εννοώ όλες - χωρίς ούτε μια εξαίρεση- περιφέρονται στο χωριό και φοράνε τα παντελόνια των αντρών τους και κάνουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα! Το είδα με τα μάτια μου τώρα που γυρνούσαμε με τον Αστερίξ από την εξάσκηση!»

«Τακ, τακ, τακ…»

Η Τίνα σταμάτησε να βηματίζει πάνω κάτω στο λατομείο του Οβελίξ και πήγε και σωριάστηκε σε μια πέτρα δίπλα στον Γαλάτη που σκάλιζε ακόμη μακάρια. Στήριξε τα μάγουλα της στα χέρια της, αναστενάζοντας μουτρωμένα.

«Οι ίδιες γυναίκες που κοίταγαν τα δικά μου παντελόνια με μισό μάτι, το πιστεύεις;»

«Μα δεν καταλαβαίνω, Τίνα.» Είπε ο Οβελίξ, συνεχίζοντας το ρυθμικό τακ τακ τακ με το σφυρί και το καλέμι. «Δεν χαίρεσαι που τώρα έχεις παρέα και δεν είσαι η μόνη γυναίκα που φοράει παντελόνια;»

«Ε; Ν-ναι, πως… Δηλαδή, ναι βέβαια… Αλλά από την άλλη, βρε Οβελίξ, πως γίνεται μια ξένη να καταφέρνει όχι μόνο να την αποδεχτούν αλλα και να την μιμηθούν μέσα σε τέσσερις μέρες, κι εγώ που είμαι τόσους μήνες εδώ να έχω αποτύχει παταγωδώς; Τι έχει αυτή που δεν έχω εγώ;»

«Οριζόντιες ρίγες.»

Η Τίνα ανασήκωσε το βλέμμα. «Οριζόντιες ρίγες;»

«Ναι, στο παντελόνι της.» Εξήγησε ο Οβελίξ με τη βαθιά, ήρεμη φωνή του. «Όλοι ξέρουν ότι οι οριζόντιες ρίγες δεν αδυνατίζουν, για αυτό κι εγώ έχω κάθετες ρίγες. Όχι πως το χρειάζομαι, αλλά είναι θέμα καλού γούστου. Εκεί φαίνεται ο άνθρωπος, στο γούστο του.»

 «Και…» Η Τίνα πάσχισε να βγάλει νόημα. «Λες ότι την συμπαθούν επειδή είναι κακόγουστη;»

«Φυσικά. Μόνο το παντελόνι της να κοιτάξεις, τα έχεις καταλάβει όλα.»

«Κι εγώ που δεν έχω καθόλου ρίγες; Μήπως εκεί είναι το πρόβλημα; Μήπως αν είχα κι εγώ ρίγες, έστω και οριζόντιες, θα με έπαιρναν σοβαρά;»

«Δεν ξέρω.» Συνοφρυώθηκε ο Οβελίξ, ξύνοντας το κεφάλι του με το σφυρί του. «Ίσως πρέπει να το δοκιμάσεις. Θα σου έδινα μία από τις βράκες μου αλλά δεν νομίζω να σου πάει το χρώμα.»

«Ναι αυτό θα ήταν το πρόβλημα.» Ξεφύσηξε η Τίνα, κάπως εκνευρισμένα, όμως δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην απορία: «Το άσπρο ή το μπλε?»

 «Το μπλε. Θα σε χλόμιαζε.»

Η δυσπιστία της πέρασε απαρατήρητη από τον Οβελίξ, καθώς ήταν απασχολημένος να συγκρίνει την αριστερή με την δεξία πλευρά του μενίρ για να αποφασίσει που πρέπει να σκαλίσει μετά. 

Η Τίνα ταρακούνησε το κεφάλι της και ξεφύσηξε ξανά.

«Βέβαια από την άλλη, ούτε ο Αστερίξ ούτε ο Πανοραμίξ έχουν ρίγες. Κι όλοι τους παίρνουν πολύ σοβαρά. Βέβαια αυτοί είναι άντρες… Και πάλι, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ, μήπως τελικά δεν είναι θέμα ρίγας; Μήπως δεν έχει να κάνει με την εμφάνιση αλλά με τον εσωτερικό κόσμο; Μήπως εκτός από τις ρίγες του παντελονιού της, η Μαέστρια έχει όντως κάτι που δεν έχω εγώ; Μήπως ο Αστερίξ είχε δίκιο, μήπως είμαι απλώς ένα αρνάκι;»

«Μη λες βλακείες, Τίνα. Φυσικά και δεν είσαι αρνάκι. Είσαι άνθρωπος, σαν όλους μας.»

Τα λόγια του κέρδισαν την προσοχή της Τίνας και κάτι τρυφερό έσπασε τα συνοφρυωμένα μούτρα της.

«Μόνο εσύ με βλέπεις έτσι, Οβελίξ, σαν μια από εσάς.»  Κραύγασε η Τίνα, αν και ο Οβελίξ δεν είχε πει αυτό ακριβώς. «Για όλους είμαι ένας πονοκέφαλος. Και τώρα δεν είμαι ούτε καν αυτό! Ξέρεις πόσο προσπάθησα σήμερα το πρωί να εκνευρίσω τον Αστερίξ; Του’ δωσα και κατάλαβε. Κι αυτουνού από το ένα αυτί έμπαινε από το άλλο έβγαινε. Και μετά είχε και το θράσος να με ρωτήσει αν είμαι πάλι θυμωμένη. «Γιατί αν ήμουν θα το έβρισκες εκνευριστικό;» τον ρώτησα. «Καθόλου,» μου απάντησε, γιατί είναι συνηθισμένα, λέει, τα βουνά στα χιόνια. Και συνέχισε να χαμογελάει σαν ηλίθιος.»

«Τακ, τακ, τακ…»

«Συγγνώμη, κιόλας, που σε βαραίνω και με τα δικά μου.»

«Μην ανησυχείς, Τίνα. Το ξέρεις ότι εμένα δεν με βαραίνει τίποτα.»

«Το ξέρω, αλλά αυτό που δεν ξέρω είναι πως το καταφέρνεις.» Η μικρή μονολόγησε απελπισμένα.

«Αφού έπεσα στη χύτρα με το μαγικό ζωμό όταν ήμουν μικρός.» Της υπενθύμισε ο Γαλάτης, με περισσή περηφάνεια.

Ένα παραιτημένο χαμόγελο ξέσπασε στο πρόσωπο της. «Δεν εννοώ αυτό- Κάτσε.» Αναπήδησε. «Λες να είναι παράπλευρη συνέπεια; Μα, όχι αποκλείεται να είναι τόσο απλό… Αλήθεια, πως έγινε κι έπεσες στη χύτρα; Ήταν ατύχημα;»

Δυό ρόδινες κηλίδες εμφανίστηκαν στα μάγουλα του Οβελίξ, κι η Τίνα ήξερε αμέσως ότι η ερώτηση της είχε χτυπήσει φλέβα χρυσού.


Η όλη υπόθεση με την Κλεοπάτρα είχε αφήσει ένα σχετικά αρνητικό απόηχο στην Τίνα.

Είχε μια άρρητη αίσθηση ότι με τις δυναμικές γυναίκες πρέπει να προσέχεις, γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι θα προκύψει. Αυτό το προαίσθημα η Τίνα δεν μπορούσε να το περιγράψει με λόγια, όμως. Αυτό ήταν το πρόβλημα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι την κρατούσε και δεν είχε πλησιάσει ακόμη τη Μαέστρια.

Μετά τη συζήτηση της με τον Οβελίξ, η Τίνα πίεσε τον εαυτό της να ξεκολλήσει από ό,τι κι αν ήταν αυτό το τέλμα που την συγκρατούσε, κι αποφάσισε να κάνει το πρώτο βήμα. Όπως είπε κι ο Οβελίξ, θα έπρεπε να χαίρεται που τώρα δεν ήταν η μόνη γυναίκα στο χωριό που φορούσε παντελόνια.

Ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει για τα καλά στον ουρανό, όταν χτύπησε το κουδούνι του σχολείου και σήμανε το τέλος των μαθημάτων. Η Τίνα χώθηκε ανάμεσα στους πεινασμένους μπόμπιρες, που έτρεχαν στο σπίτι για το μεσημεριανό, και μπήκε στο πράσινο οικόπεδο, με τις δυό σειρές θρανίων και την όρθια, λεία πέτρα που χρησίμευε για πίνακας.

Η ξένη, η Μαέστρια στεκόταν πάνω από ένα θρανίο και φαινόταν να έχει μόλις ολοκληρώσει τη συζήτηση της με έναν από τους μαθητές, ο οποίος έτρεχε τώρα να προλάβει τα υπόλοιπα παιδιά.

«Χαίρεται.» Είπε η Μαέστρια όταν το διερευνητικό της βλέμμα έπεσε πάνω στη νεαρή.

Η Τίνα όρθωσε το ανάστημα της και πλησίασε τη γυναίκα με μεγάλα βήματα. «Θέλω να μάθω πως το καταφέρνεις.»

«Δεν ξέρουν τρόπους εκεί που μεγάλωσες;»

Η Τίνα σάστισε, συνειδητοποιώντας την αγένεια της. «Ναι, δηλαδή, όχι, δηλαδή… Εδώ που τα λέμε, στη Λουτέτια μεγάλωσα και η ευγένεια δεν είναι και το πρώτο τους μέλημα, όμως--»

«Στη Λουτέτια.» Επανέλαβε η Μαέστρια, με ενδιαφέρον. Έδεσε τα χέρια μπροστά στο στήθος της και έγειρε τη μέση να ακουμπήσει στο θρανίο από πίσω της. «Οπότε εσύ είσαι το κορίτσι που μένεις με τον γέρο-Δρυΐδη. Άκουσα πολλά για εσένα από τις γυναίκες του χωριού.»

«Τα καλύτερα, είμαι σίγουρη.» Μονολόγησε η Τίνα, στραβώνοντας τη μούρη της.

 «Πεισματίνα, σωστά;»

Η Τίνα ένευσε και άπλωσε ένα χέρι για χειραψία. «Ναι, κι εσύ είσαι η Μαέστ-»

«Και τι κατάφερα ακριβώς;» Την διέκοψε η Μαέστρια, χωρίς να σφίξει το χέρι της κοπέλας. Η Τίνα δεν την κατηγόρησε για αυτό, εξάλλου ήταν η ίδια που είχε φανεί αγενής πρώτη.

«Να κερδίσεις τον σεβασμό τους.» Μονολόγησε η Τίνα με ένα μικρό γελάκι και πήγε και κάθισε στο πάγκο του απέναντι θρανίου. «Των γυναικών τουλάχιστον. Είναι αξιοθαύμαστο το τι έχεις καταφέρει, κι ήθελα να σε ρωτήσω… Πως

Η Μαέστρια που είχε παραμείνει όρθια, να γέρνει στο θρανίο της, φάνηκε σκεπτική για μια σιωπηλή στιγμή. «Είστε στενοί φίλοι με το μικροσκοπικό Γαλάτη;»

«Με ποιόν;»

«Τον ξανθό μουστακαλή; Τον Αστερίξ; Σας έχω δει να τριγυρνάτε μαζί.»

«Ναι, δηλαδή, με ανέχεται, αλλά τι σχέση έχει-»

«Όσο για την ερώτηση σου… Τέσσερις μέρες είμαι εδώ, τους έχω γνωρίσει όλους εκτός από εσένα. Ξέρεις τι μου λέει αυτό;»

«Συγγνώμη. Τον Αστερίξ είπες μικροσκοπικό Γαλάτη;»

Στη Μαέστρια μάλλον δεν άρεσε να την διακόπτουν όταν μιλούσε, γιατί σήκωσε ένα φρύδι στη κοπέλα. «Πως ήθελες να τον πω; Γίγαντα;»

«Εντάξει δεν τον λες και ψηλό, αλλά δεν θα τον έλεγα μικροσκοπικό. Είναι ο πρώτος πολεμιστής του χωριού, όλοι τον σέβονται, τον παραδέχονται. Είναι πανέξυπνος και ξέρει ακριβώς τι να σου πει για να σε φέρει εκεί που θέλει!»

Όσο φρέσκια κι αν ήταν η συγκεκριμένη πληγή, από τότε που την καλόπιασε εκφράζοντας ψεύτικο ενδιαφέρον για το δεντρόσπιτό της, η Τίνα δεν μπορούσε να κρύψει το θαυμασμό της για τη συγκεκριμένη δεξιότητα.

Η Μαέστρια δε φάνηκε να γοητεύεται από τη ρητορεία της Πεισματίνας. «Κι όλα αυτά αναιρούν το γεγονός ότι είναι κοντός;» Ρώτησε, με το λεπτό της φρύδι σηκωμένο.

«Όχι,» Παραδέχτηκε η Τίνα ανυπόμονα, «απλά το μικροσκοπικός παραπέμπει σε-»

«Οι χωριανοί μου είπαν, ότι το κορίτσι με τα παντελόνια ήταν μια γυναίκα της εποχής της. Τώρα βλέπω ότι υποφέρεις κι εσύ από τις ίδιες αυταπάτες σαν όλους τους άλλους. Ήλπιζα ότι θα γνωρίσω μια γυναίκα που βλέπει τα πράγματα όπως είναι. Αντ’ αυτού έχω ένα σχολιαροκόριτσο που κάνει σαν ερωτευμένο κουτάβι-»

«Ερωτ- Εγώ;! Όχι-!»

«-για έναν κοντοστούπη, απλά και μόνο επειδή κατάφερε να πείσει τους άντρες του χωριού ότι πρέπει να τον λατρεύουν σαν ήρωα. Πόσες φορές-» Η Μαέστρια κάρφωσε την Τίνα με τα διαπεραστικά, γαλανά της μάτια, «σε έχουν μειώσει; Υποτιμήσει; Ταπεινώσει;»

«Όλη την ώρα!» Αναφώνησε η Τίνα. «Όμως-»

«Πόσες φορές έχεις κάνει εσύ πίσω, επειδή αυτοί ήξεραν καλύτερα; Πόσες φορές έχουν αυτοί αποφασίσει για εσένα;»

«Συνέχεια, όμως…» Η Τίνα αναστέναξε. Αισθανόταν πιο εξαντλημένη από ποτέ. «Δεν καταλαβαίνω που το πας.»

Η Μαέστρια έκανε μια παύση και την περιεργάστηκε, λες και δεν ήξερε ακόμη αν η Τίνα ήταν άξια εμπιστοσύνης. Με κάθε σιωπηλή στιγμή, η περιέργεια της Τίνας αυξανόταν. Τελικά πρέπει να αποφάσισε πως ήταν άξια να ακούσει αυτό που ήθελε να πει, γιατί μίλησε.

«Σύντομα, η Μπονεμίνα θα γίνει αρχηγός του χωριού.»

«Τι;!» Αναφώνησε η κοπέλα. Τι επεισόδια είχε χάσει πάλι;

Στα χείλη της Μαέστριας διαγράφηκε ένα αμυδρό χαμόγελο, με έναν ψυχρό, σφιγμένο, ειρωνικό τρόπο. «Μη μου πεις ότι στενοχωριέσαι για το Μαζεστίξ; Νομίζεις θα στενοχωριόταν αυτός, αν σε έβλεπε να φεύγεις;»

«Δεν είπα τίποτα τέτοιο!» Η κοπέλα έσπευσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Τι μανία είχαν όλοι να την κατηγορούν για αφέλεια; «Απλά-»

«Δεν νομίζω να πίστεψες έστω και για μια στιγμή ότι αυτός ο χωριάταρος ήταν ο πιο κατάλληλος για αρχηγός του χωριού; Αυτό το χοντρό αγριογούρουνο, που το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να πίνει και να τρώει;!»

«Και βέβαια, όχι! Όμως-»

«Ένας αρχηγός πρέπει να νοιάζεται για κάτι πέρα από το στομάχι του. Οφείλει να φροντίζει τους συγχωριανούς του, να σκύβει πάνω από τα προβλήματα τους, να τους συμπαραστέκεται. Πρέπει να είναι από αυτούς που δίνουν, όχι από αυτούς που παίρνουν.»

Η Τίνα μουρμούρισε μερικές καταφάσεις, αφού δεν μπορούσε να διαφωνήσει με το αυτονόητο.

«Και ξέρουμε κι οι δυό μας ότι ένας άντρας δεν είναι ποτέ έτσι.» Είπε η Μαέστρια, με το ψυχρό γαλανό βλέμμα μπροστά, να ατενίζει κάπου μακριά. «Οι άντρες ξέρουν μόνο να παίρνουν, να σε μειώνουν, να σε υποτιμούν. Κι όταν δεν σου έχει μείνει τίποτα άλλο να δώσεις, τότε σου λένε πως φταις εσύ και σου παίρνουν και την αξιοπρέπεια.»

Η Τίνα έψαχνε κάτι να πει, όμως είχε ξαφνιαστεί από την αναπάντεχη στροφή που είχε πάρει η συζήτηση και την ξαφνική συναισθηματική έκφραση μιας γυναίκας τόσο απόμακρης κι απότομης. Ήθελε να προσφέρει παρηγοριά στη Μαέστρια αλλά δεν ήξερε πως να το κάνει ή και αν κάτι τέτοιο θα ήταν καλοδεχούμενο.

«Πόσων χρονών είσαι;» Ρώτησε η Μαέστρια.

«Δ- δέκα οκτώ.»

«Εγώ είμαι τριάντα τρία. Σχεδόν τα διπλάσια.» Τα γαλανά μάτια ξαναβρήκαν τα δικά της. «Κι όμως δεν έχουμε μεγάλη διαφορά εμείς οι δύο, έτσι δεν είναι;»

«Όχι, δεν έχουμε.» Απάντησε η Τίνα, σαν υπνωτισμένη. Ήταν λες κι αυτή η γυναίκα είχε ανοίξει το κουτί με τα παράπονα που κρατούσε  στο κεφάλι της, και τα ήξερε ένα προς ένα με ανατριχιαστική λεπτομέρεια.

«Με ρώτησες πως το κατάφερα.» Είπε έπειτα. «Η απάντηση είναι πως έμεινα πιστή στο στόχο μου. Δεν έτρεξα να κρυφτώ στο δάσος. Ήξερα το σωστό και το δίκαιο, και επέμεινα μέχρι να βρω ένα τρόπο να κάνω κι αυτές να το δουν.»

Η Τίνα αναλογίστηκε τα λόγια της, συνοφρυωμένη. «Τους μίλησες στη γλώσσα τους;»

«Αν προτιμάς.»

«Οπότε τελικά είχε να κάνει με ρίγες.» Μονολόγησε σκεπτικά το κορίτσι.

«Συγγνώμη;»

«Μμ; Ε, τίποτα, κάτι δικά μου.»

«Τώρα που θα φύγει ο Μαζεστίξ, έχουμε μια ευκαιρία να αλλάξουμε τα πράγματα προς το καλύτερο.» Συνέχισε η Μαέστρια. «Γι’ αυτό και ήθελα να σε γνωρίσω. Γιατί από ότι μου λένε οι γυναίκες, εσύ πάσχιζες να τους βγάλεις από την άγνοια τους από την πρώτη στιγμή που πάτησες το πόδι σου εδώ.»

«Ναι, δηλαδή…» Μονολόγησε η κοπέλα, που είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν πραγματικά είχε δώσει τον καλύτερο της εαυτό στη συγκεκριμένη προσπάθεια. Τελευταία περνούσε περισσότερο χρόνο να τους αποφεύγει και να τους σνομπάρει. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε μια φορά που ασχολήθηκε μαζί τους για να τους μάθει και να τους αφήσει να τη μάθουν.

Η γάργαρη φωνή της Μαέστριας την επανέφερε στην πραγματικότητα. «Νομίζεις εγώ θα είχα καταφέρει τίποτα αν δεν είχες ανοίξει εσύ το δρόμο πρώτη;»

Ένα βάρος σηκώθηκε από το στομάχι της Πεισματίνας και ξαφνικά η μέρα φάνηκε πιο γαλανή, τα δέντρα πιο πράσινα, οι ντομάτες πιο κόκκινες. «Έτσι λες;»

Τα γαλανά μάτια της βάρδου ξανασυνάντησαν τα δικά της, και δεν της φαίνονταν πια τόσο ψυχρά όσο στην αρχή. «Φυσικά. Γι αυτό και δεν σε άκουσε καμιά τους. Ο πρώτος που λέει την αλήθεια και ανοίγει το δρόμο πάντα πληρώνει το τίμημα της άγνοιας του πλήθους. Όμως τον πρώτο πάντα ακολουθεί ένας δεύτερος, και ένας τρίτος. Μια γυναίκα δεν είναι τίποτα μόνη της, όμως πολλές κάνουν θαύματα όταν συνεργάζονται. Έτσι δεν είναι;»

Η Μαέστρια πρότεινε το χέρι της για χειραψία. Η Τίνα, σαν υπνωτισμένη, το έσφιξε με το δικό της.

«Έτσι είναι.»

Chapter 14: Ριζοσπαστικές Αλλαγές

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΡΟΔΟ ΚΑΙ ΞΙΦΟΣ

Κεφάλαιο 2: Ριζοσπαστικές Αλλαγές

 

H Μαέστρια πρέπει να ήταν προφήτισσα.

Δεν εξηγούταν αλλιώς το πόσο γρήγορα τα λόγια της έγιναν πραγματικότητα. Την ίδια μέρα το απόγευμα, το χωριό είδε τον αρχηγό του να μαζεύει τα μπογαλάκια του και να φεύγει για το δάσος, να ενώσει τις δυνάμεις του με τον Κακοφωνίξ.

Οι γυναίκες δεν άφησαν ούτε στιγμή. Αμέσως σήκωσαν τη Μιμίνα στην ασπίδα του αρχηγού και την παρέλασαν στην πλατεία, με τη Μαέστρια στην κορφή της πομπής, να διευθύνει τον ενθουσιασμό τους.


Η Τίνα ήταν πολύ απασχολημένη. Τόσο, που τα σχέδια για το δεντρόσπιτο της είχαν παραμεριστεί εντελώς.

Η Μαέστρια την είχε χρήσει επικεφαλής της Επιτροπής «Εκσυγχρονισμού Δημόσιων Υποδομών» του χωριού, γνωστή και ως Ε.Ε.Δ.Υ. Σε αυτήν την πενταμελή επιτροπή, η Τίνα είχε το ρόλο του Γραμματέα, Ταμεία και των δύο μελών (η Μαέστρια χρίστηκε Πρόεδρος, όμως επειδή ήταν και η ίδια πολύ απασχολημένη, ανέθεσε στην Τίνα και αυτό το τιμημένο ρόλο).

Έτσι, η Τίνα είχε πολλές σημαντικές δουλειές. Τη μία μέρα έκανε δημοσκόπηση για τις ανάγκες του σύγχρονου Γαλάτη, την επόμενη επιθεωρούσε τα άδεια οικόπεδα και υπολόγιζε για το πως μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Η περιορισμένη εμπειρία της στην πολεοδομία δεν είχε καμία σημασία, γιατί ότι της έλειπε σε τεχνογνωσία, η Τίνα το έβρισκε σε ενθουσιασμό και προθυμότητα. Εξάλλου, αν ολόκληρη Μαέστρια την θεωρούσε το μόνο κατάλληλο άνθρωπο για τη δουλειά –και μάλιστα είχε πείσει την Μιμίνα να την εμπιστευτεί- ποια ήταν η Τίνα να το αμφισβητήσει;

 Δεν είχαν σπαταλήσει χρόνο από τη στιγμή που έφυγε ο Μαζεστίξ. Η Μαέστρια ήταν πεπεισμένη ότι έπρεπε να κάνουν έργο, για να αποδείξουν ότι η αλλαγή καθεστώτος ήταν προς το καλύτερο. Το σύνθημά της ήταν «Παιδεία και Υγεία: Το Μονοπάτι Προς Το Μέλλον». Η Μαέστρια είχε σκοπό να φτιάξει υδραγωγείο, δημόσια λουτρά, να εκσυγχρονίσει το σχολείο και σε βάθος χρόνου, το αποχετευτικό σύστημα του χωριού. 

«Οι μέρες που κουβαλάγατε τους βρωμερούς κουβάδες να τους πλύνετε στο ποτάμι έχουν περάσει πια!»

Αυτό υποσχόταν στις γυναίκες.

Επειδή όμως η Μαέστρια ήταν πολύ απασχολημένη, φόρτωσε την Τίνα με την ευθύνη της υλοποίησης όλων αυτών των μεγαλόπνοων σχεδίων.

«Άλλωστε, ο Δρυΐδης σου έχει αδυναμία.» Της είχε πει η βάρδος, ρίχνοντας την μια ματιά γεμάτη νόημα- το οποίο νόημα η Τίνα δεν το είχε πιάσει ακριβώς. «Χρειαζόμαστε το φίλτρο του για αυτά τα σχέδια. Ειδικά αν οι άντρες αρνηθούν να βοηθήσουν.»

Η Τίνα την διαβεβαίωσε ότι ο Πανοραμίξ ήταν ένας σοφός και ανοιχτόμυαλος άνθρωπος που πάσχιζε πάντα για το καλό του χωριού. Φυσικά και θα τους έδινε μαγικό φίλτρο. Η σιγουριά της ήταν τόσο μεγάλη, που η Τίνα δεν σκέφτηκε να ρωτήσει τον Πανοραμίξ. Ήταν πολύ απασχολημένη για να διπλοτσεκάρει τις βεβαιότητες της.

Η Τίνα πέταγε στα ουράνια που επιτέλους ήταν χρήσιμη. Δεν θα έπρεπε να έχει διστάσει ούτε στιγμή να προσεγγίσει τη Μαέστρια. Η βάρδος αποδείχθηκε το εισιτήριο της στην κλειστή κοινωνία του χωριού. Βέβαια, οι γυναίκες συνέχιζαν να την κοιτάζουν με μισό μάτι, ακόμη κι αν κανείς δεν θυμόταν πια γιατί συνέβαινε αυτό, αλλά η Τίνα τις είχε γραμμένες στα παλιά της τα παπούτσια. Είχε να παίξει πιο σημαντικό ρόλο, από το να σπαταλάει το χρόνο της καθισμένη ανάμεσα τους, όντας μέρος της δεμένης παρέας τους.

Καθόλου δεν την πείραζε. Είχε τόσα πράγματα να κάνει για να ξεχνιέται και να ξεχνάει και τα κατεβασμένα μούτρα του Αστερίξ.

«Τι εννοείς δεν έχει εξάσκηση σήμερα;» Αναφώνησε ο Γαλάτης, ακολουθώντας έξω από την καλύβα του Πανοραμίξ ενώ ο ήλιος μόλις ξεμύτιζε πάνω από τις αχυρένιες σκεπές.

«Έχω δουλειά, παιδί μου, έχω δουλειά, πως αλλιώς θες να στο πω για να το καταλάβεις;» Η Τίνα σταμάτησε για να τακτοποιήσει καλύτερα στα χέρια της τις λειασμένες πέτρες που έφεραν τα σχέδια και τις σημειώσεις της για την Ε.Ε.Δ.Υ.

«Καλά κι επειδή η Μαέστρια την ψώνισε να μας κάνει Ρώμη, εμείς πρέπει να χάσουμε την εξάσκηση μας;!»

«Η Μαέστρια έχει όραμα!»

 «Κι εγώ έχω νεύρα.» Τα φτερά στο καπέλο του Αστερίξ ήταν έτοιμα να εκραγούν από την ένταση.

«Μπα τι μας λες, δεν το ξέραμε.» Κορόιδεψε η Τίνα, ενώ οι πλάκες κινδύνευαν να της γλιστρήσουν από τα χέρια. «Να μάθετε να τα διαχειρίζεστε τα νεύρα σας, κύριε Αστερίξ.»

Ο Γαλάτης έκλεισε τα μάτια και έσφιξε τα δόντια για να μην την κεραυνοβολήσει. «Εσύ λες σε μένα να μάθω να διαχειρίζομαι τα νεύρα μου; Εσύ που αν μια μέρα χάσουμε την εξάσκηση μας, μουτρώνεις και δεν σου παίρνει κουβέντα κανείς;!»

«Δεν είναι έτσι!»

«Και πως είναι;! Καλός είμαι εγώ λοιπόν να εξυπηρετώ τα καπρίτσια σου, αλλά όταν σου ζητάω εγώ να δώσεις μια ώρα για να ξεσπάσω κι εγώ κάπου τα νεύρα μου, η δεσποινίδα Τίνα έχει σημαντικές δουλειές με τη Μαέστρια!»

«Τη Μαέστρια να μην την πιάνεις στο στόμα σου.» Αντέδρασε αμέσως η μικρή, όμως η στάση της είχε μαλακώσει κάπως.

 «Δεν θα τσακωθώ μαζί σου.» Τόνισε στον εαυτό του, παίρνοντας βαθιές αναπνοές. «Τίνα, δεν θα τσακωθώ και μαζί σου. Αφού δεν έχεις ούτε μια ώρα διαθέσιμη, καλώς, σεβαστό.»

Τα μελιά μάτια της Πεισματίνας ήταν ολοστρόγγυλα κι ούτε που βλεφάριζαν όπως τον κοιτούσε. Ο Αστερίξ έκανε να φύγει, όμως η φωνή της μικρής τον σταμάτησε.

«Τι λες για αύριο;» Η Τίνα έκανε δυό βιαστικά βήματα προς το μέρος του, ενώ ο πύργος από πλάκες ήταν βαρύς στα χέρια της. «Αύριο πρωί.»

«Θα δούμε.» Γαύγισε ο Αστερίξ, παρασυρμένος από την αυθόρμητη άρνηση της νωρίτερα.

Τα μάτια της Τίνας γούρλωσαν ακόμη περισσότερο κι μια γυαλάδα ενοχής κάλυψε το βλέμμα της.

«Δηλαδή…» Μουρμούρισε ο Αστερίξ, σπρώχνοντας μια πέτρα με το παπούτσι του. «Ναι, εντάξει. Ευχαριστώ.» Έκλεψε μια ματιά προς το μέρος της, πριν σηκώσει το δάκτυλό του. «Μια ώρα μόνο όμως. Μην ανησυχείς δεν θα σου πάρω τον πολύτιμο σου χρόνο.»

«Ε… εντάξει και δύο ώρες να κάνουμε…» μονολόγησε η Τίνα, που κι η δική της ντροπή δεν την άφηνε να τον κοιτάξει, «… εμένα δε με πειράζει... δηλαδή… θα σκουριάσουμε άμα δεν κάνουμε καθόλου.»

«Δώσε να βοηθήσω.» Ο Αστερίξ ένευσε στον πύργο με τα σχέδια που κουβάλαγε η κοπέλα.

«Τι; Όχι, όχι, δεν χρειάζεται.»

«Καλά, δεν υπονοώ ότι δεν μπορείς και μόνη σου.» Σήκωσε τα χέρια αμυντικά, πριν κάνει΄πάλι μια ήπια κίνηση να την ξεφορτώσει. Η μικρή πάλι καλά δεν επέμεινε κι έτσι πήραν μαζί το δρόμο, κουβαλώντας από μισές πλάκες ο καθένας. «Και δε μου λες."

"Μμ;"

"Σαν πολλές ευθύνες δεν σου έχει φορτώσει η Μαέστρια; Γιατί εσύ τρέχεις ενώ αυτή γιατί είναι αραγμένη σπίτι μου όλη μέρα;»

«Έλεος, ρε Αστερίξ, έλεος πια. Κάθε δεύτερη πρόταση, λες και για τη Μαέστρια! Μάγια σου έχει κάνει και δεν μπορείς να την βγάλεις από το μυαλό σου;»

«Καλά, καλά.» Καθησύχασε ο ξαφνιασμένος Αστερίξ. «Εσύ πως κάνεις έτσι; Κατακόκκινη έχεις γίνει.»

«Ε, σε λίγο θα μας πεις ότι την ερωτεύτηκες κιόλας!» Αναφώνησε η μικρή, με μια φωνή που έτρεμε λιγάκι.

«Ποιος τα λέει αυτά;» Ανάβλεψε πανικόβλητος ο Αστερίξ. «Σου είπε κανένας τίποτα τέτοιο; Μόνη της κουβαλήθηκε στο σπίτι μου, δεν την κάλεσα εγώ!»

«Αυτό θα σου έλειπε να την καλέσεις κιόλας!» Αναφώνησε ταραγμένα η Πεισματίνα, προσπαθώντας να κρύψει τα κόκκινα της μάγουλα.

Ο Αστερίξ έριξε μια ματιά στην Τίνα, λες και προσπαθούσε να επιβεβαιώσει ότι της είχαν μείνει ακόμα τα λογικά της. «Α, δεν πάμε καλά. Δεν πάμε καθόλου καλά. Μπάχαλο έχουμε γίνει. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Κάτι πρέπει να γίνει.»

«Συμφωνώ απολύτως.» Τόνισε η Πεισματίνα. «Ναι, το υδραγωγείο δεν μπορεί να χτιστεί δίπλα στου Μαθουσαλίξ. Είναι πολύ μακριά από το ρυάκι.»

Ο Αστερίξ σκέφτηκε να της πει ότι το που θα χτιστεί το υδραγωγείο ήταν το τελευταίο πράγμα που τον απασχολούσε, όμως δεν του πήγαινε καρδιά. Την συνόδευσε μέχρι ένα σημείο και την άφησε να βγάζει τα μάτια της πάνω από τα σχέδια, ώστε αυτός να γυρίσει πίσω να συμβουλευτεί τον Δρυΐδη για την ιδέα που του είχε μόλις έρθει.


Ήταν αργά το βράδυ όπως συνήθως, όταν η Τίνα γύρισε στην καλύβα του Πανοραμίξ, εξαντλημένη. Όμως δεν την βρήκε άδεια, όπως περίμενε.

«Ησυχία! Ησυχίαααα!!!»

Όμως η βραχνή φωνή του Πανοραμίξ χάθηκε μέσα στον ορυμαγδό από τις φωνασκίες των υπολοίπων. Η καλύβα του Δρυΐδη είχε γεμίσει από τους άντρες του χωριού. Συγκεκριμένα, τους παντρεμένους άντρες. Κι ήταν όλοι τόσο παθιασμένοι, που κανείς τους δεν παρατήρησε την Τίνα, που στεκόταν στο κατώφλι.

«Ακούς κύριε; Αρνείται να μου μαντάρει τα πουκάμισα! Είναι, λέει, αντιφεμινιστικό!» Φώναζε ο ένας.

«ΜΟΥ ΦΟΡΤΩΣΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΝΑ ΤΑ ΒΓΑΛΩ ΠΕΡΑ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΔΩ ΤΗ ΓΛΥΚΑ!» Φώναζε ο άλλος.

«ΚΙ ΕΜΕΝΑ ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΑΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΑΩ, ΝΑ ΜΑΓΕΙΡΕΨΩ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ.»

«ΣΚΑΣΜΟΣ!» Βρυχήθηκε ο σιδεράς, φέρνοντας το σφυρί του στον ώμο. «ΟΠΟΙΟΣ ΠΕΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΘΑ ΤΗ ΦΑΕΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ.»

«Σε ευχαριστώ, Αυτοματίξ.» Είπε ο Πανοραμίξ όταν επικράτησε επιτέλους ησυχία. «Αν κατάλαβα καλά από τις αγριοφωνάρες σας, τα πράγματα στο σπίτι δεν πάνε καλά.»

«Από το κακό στο χειρότερο πάνε!» Τσίριξε ο Μαθουσαλίξ. «Αν ο Βερσιζεντορίξ μας έβλεπε να πλένουμε πιάτα, θα ντρεπόταν για λογαριασμό μας!»

«Μα και πριν έρθει η νέα βάρδος, εσύ έτσι κι αλλιώς έπλενες πιάτα, Μαθουσαλίξ.» Το καλοπροαίρετο σχόλιο του Οβελίξ προκάλεσε νέα κύματα χάους, ωθώντας τον σιδερά να χρησιμοποιήσει επιτέλους το σφυρί του.

«Λοιπόν! Λοιπόν!» Φώναξε ο Πανοραμίξ, προσπαθώντας να ηρεμήσει τα πνεύματα. «Υπάρχει ένας τρόπος να λυθεί μια κι έξω το πρόβλημα. Αστερίξ, πες μας την ιδέα σου.»

«Μπορούμε να κάνουμε δημοψήφισμα.» Ακούστηκε ο Γαλάτης, που το κοντό του ανάστημα τον έκρυβε μέσα στην κατάμεστη καλύβα. «Άντρες και γυναίκες, όλοι μαζί να ψηφίσουμε μια και καλή ποιόν θέλουμε για αρχηγό μας. Το Μαζεστίξ ή τη Μιμίνα.»

«Τέλεια ιδέα!» Η Τίνα δεν κρατήθηκε άλλο και εισέβαλε στο δωμάτιο.

«Κατάσκοπος!» Αναφώνησε ο Μαθουσαλίξ, δείχνοντας τη μικρή με το δάκτυλό του.

«Τι κάνει εδώ η μικρή, Πανοραμίξ» Ρώτησε ο Αλφαβητίξ, σηκώνοντας τη μεγάλη μύτη του καχύποπτα. «Νομίζαμε ότι η συνάντηση ήταν πριβέ.»

«Μήπως αυτή είναι πίσω από όλα;»

«Ναι, ναι, αυτή!»

«Αυτή ήταν η πρώτη που κυκλοφόραγε με παντελόνια!» Φώναξε ο Τζατζικίξ, δείχοντας την Τίνα με το κατηγορηματικό του δάκτυλο. «Αυτή τους φούσκωσε τα μυαλά!»

«Για να ηρεμήσουμε λίγο όλοι,» είπε ο Πανοραμίξ, ρίχνοντας στον καθένα μια διαπεραστική ματιά που τους έκανε να πισωπατήσουν, «γιατί νομίζω παρασυρθήκαμε από τον ενθουσιασμό μας.»

«Τέλεια ιδέα είπες το δημοψήφισμα;» Ρώτησε ο Αστερίξ, συνοφρυωμένος, όμως η Τίνα είχε μείνει αποχαυνωμένη, να παρατηρεί τους άντρες του χωριού που την αγριοκοίταζαν, ενώ μέχρι τότε απλά αγνοούσαν την ύπαρξή της. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι επιτέλους την κατηγορούσαν για κάτι τόσο μεγάλο, όσο το ότι διήφθειρε τις γυναίκες τους ολομόναχη. Το ότι οι κατηγορίες τους δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα, δεν την απασχολούσε ιδιαίτερα.

«Ε!» Την σκούντηξε ο Αστερίξ.

«Ε;» Ανάβλεψε η Τίνα. «Α! Ναι! Ναι, και βέβαια μου φαίνεται υπέροχη ιδέα!»

«Συνειδητοποιείς ότι πιθανότατα θα βγει ο Μαζεστίξ, έτσι;» Παρατήρησε ο Αστερίξ. «Οι άντρες του χωριού είναι περισσότεροι από τις γυναίκες.»

Η Τίνα εξέφρασε την ειλικρινή της αδιαφορία. «Αν είναι έτσι, θα αποδειχθεί.»

 «Πολύ ψύχραιμη σε βρίσκω.» Το βλέμμα που της έριχνε ο Αστερίξ ήταν πρωτοφανές.

«Εγώ θέλω το καλύτερο για όλους.» Η μικρή προσπάθησε να συγκρατήσει το αναψοκοκκινισμένο της χαμόγελο. Ποτέ ο Γαλάτης δεν την είχε περιεργαστεί με τόσο ενδιαφέρον. «Το καλύτερο είναι να έχουμε όλοι ίσες ευκαιρίες. Αμφισβητείς την πιθανότητα η Μιμίνα να αποδειχθεί καλύτερη αρχηγός από το Μαζεστίξ;»

«Δεν θα φτάσουμε εκεί, κοπελιά.» Πετάχτηκε ο Αυτοματίξ. «Η Μιμίνα δεν θα βγει. Κανείς μας δεν θα την ψηφίσει.»

«Κανένας, όχι, όχι.» Ένευσε κατηγορηματικά ο Αλφαβητίξ.

«Μα το δημοκρατικό--»

«Μια χαρά δημοκρατικά λειτουργούσε και πριν.» Την έκοψε ο Αλφαβητίξ.

Η Τίνα έβαλε τα χέρια στη μέση. «Για σας, που γυρνάγατε και τα βρίσκατε όλα καθαρά και περιποιημένα. Κάθισε κανείς σας να αναρωτηθεί πόσο κουράστηκαν οι γυναίκες σας να σας υπηρετούν;»

«Μπα; Δηλαδή εμείς δεν κουραζόμαστε;!» Πετάχτηκε ο Τζατζικίξ, με τον αντίχειρά του σηκωμένο, να δείχνει επανειλημμένα τον εαυτό του. «Εμείς δεν φέρνουμε το φαγητό στο σπίτι;! Εμείς δεν φτιάχνουμε την σκεπή όταν μπάζει;! Εμείς δεν σας προστατεύουμε όλους από τους Ρωαμίους;!»

Η Τίνα ξεφύσηξε. «Χωρίς να θέλω να σας προσβάλω, δεν είστε ούτε λίγο περίεργοι να δοκιμάσετε κάτι καινούριο;»

«Απεχθάνομαι τα καινούρια!» Τσίρηξε ο Μαθουσαλίξ, εμπνέοντας ένα νέο κύμα διαμαρτυριών που επέστρεψε την καλύβα στην πρότερη χαοτική της κατάσταση.

«Εγώ, Αστερίξ, πιστεύω στη δημοκρατία και το ξέρεις.» Είπε ο Οβελίξ. «Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί να αλλάξουν τα πράγματα. Μια χαρά ήταν και πριν. Οπότε πάω για ύυυυπνοοοοο-αααχ.» Χασμουρήθηκε και αποσύρθηκε, εκτοπίζοντας όποιον συγχωριανό έβρισκε στο δρόμο του.

«Αλήθεια συμφωνείς με το δημοψήφισμα;» Τη ρώτησε ο Αστερίξ, αφού καληνύχτισε τον φίλο του. «Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα χάσετε;»

«Το θέμα δεν είναι να χάσουμε ή να κερδίσετε, Αστερίξ.» Επανέλαβε η Τίνα. «Το θέμα είναι να έχουμε όλοι ίσες ευκαιρίες. Γι’ αυτό και πρέπει να δώσεις στη Μιμίνα την ευκαιρία να μιλήσει στους χωριανούς, να τους παρουσιάσει το όραμα της για το χωριό.»

«Αυτό κανονίζεται.» Ο Γαλάτης ανασήκωσε τους ώμους. «Το θέμα όμως είναι να συμφωνήσει η Μαέστρια στο δημοψήφισμα. Αν δεν συμφωνήσει αυτή, δεν θα θέλει καμιά γυναίκα να συμμετέχει.»

«Γιατί να μην συμφωνήσει; Νομίζεις αυτή μας θέλει τσακωμένους;»

Ο Αστερίξ έκανε μια σκεπτική γκριμάτσα. «Θα έλεγα ότι μια χαρά την έχει βολέψει μέχρι στιγμής.»

«Λες βλακείες.» Τόνισε η Τίνα, κοιτώντας τον με τη μύτη της σηκωμένη. «Η Μαέστρια είναι απόλυτα δημοκρατική, προσιτή και καλοσυνάτη, αρκεί να της δώσεις μια ευκαιρία.»

«Καλά, καλά.» Καθησύχασε ο Αστερίξ, που ειλικρινά δεν άντεχε άλλους τσακωμούς. «Εγώ απλά λέω, θα υπερασπιστείς την ιδέα, αν εκείνη πάει να την απορρίψει;»

«Φυσικά και θα την υπερσπιστώ! Και δεν υπάρχει περίπτωση να την απορρίψει. Η Μαέστρια είναι ένας υπέροχος, ανοιχτόμυαλος άνθρωπος και θα κατά-ενθουσιαστεί με την ιδέα του δημοψηφίσματος, είμαι σίγουρη.»

Chapter 15: Δημοκρατικές Διαδικασίες

Notes:

(See the end of the chapter for notes.)

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΡΟΔΟ ΚΑΙ ΞΙΦΟΣ

Κεφάλαιο 3: Δημοκρατικές Διαδικασίες

 

Το ξέφωτο αντιλαλούσε με τους ήχους της πρωινής τους εξάσκησης. Το στομωμένο ατσάλι των σπαθιών τους τσίριζε δυσοίωνα, ενώ η Πεισματίνα αλάλαζε καθώς επιτιθόταν. Η μικρή είχε ριχτεί στην εξάσκηση με ένα πάθος που εξέπληξε τον Αστερίξ. Αγκομαχούσε και κραύγαζε, κρατώντας το σπαθί και με τα δύο χέρια, επιτιθέμενη λες κι είχε κάποιο προσωπικό πρόβλημα μαζί του.

Ο Αστερίξ έγειρε λαχανιασμένος, στηρίζοντας τα χέρια τους στα τρεμάμενα γόνατα του, ενώ ο  ιδρώτας έσταζε από το μέτωπο του. Η Τίνα δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Είχε καταρρεύσει με την πλάτη σε έναν κορμό, ενώ η πουκαμίσα της ήταν τόσο μουσκεμένη από τον ιδρώτα, που κολλούσε πάνω στο σώμα της.

Τελικά ποιανού από των δύο τα νεύρα την χρειάζονταν περισσότερο αυτήν την εξάσκηση, ο Αστερίξ δεν είχε καταλάβει.

«Και δεν μου λες…» Έσπασε την αλλόκοτη σιωπή που κυριαρχούσε από το πρωί.

Μόνο ένα μούγκρισμα ακούστηκε από μέρους της Πεισματίνας.

«Μίλησες με τη Μαέστρια;»

«…….. Μίλησα.»

Ο Αστερίξ έριξε μόνο ένα φευγαλαίο βλέμμα προς το μέρος της αναψοκοκκινισμένης Γαλάτισσας, μάλιστα προσπαθώντας να εστιάσει στο πρόσωπο της κι όχι το ιδρωμένο της σώμα. «… Και;» Προσπάθησε να μην ακουστεί υπερβολικά εριστικός. «Ενθουσιάστηκε με την ιδέα, όπως περίμενες;»

 

~~~~~… νωρίτερα εκείνο το πρωί… ~~~~~

 

Ο ενθουσιασμός της Μαέστριας συνίστατο στο να πιέζει δυό δάκτυλα στα μάτια της, λες και προσπαθούσε να ανακουφίσει τον πονοκέφαλο που της είχαν προκαλέσει τα λόγια της Τίνας.

«Μα, δεν καταλαβαίνω γιατί να μην--»

«Άσ’το, κορίτσι, άσ’το. Έτσι όπως τα έκανες τώρα, άντε να δω πως θα τα μπαλώσω.»

«Μα-!»

Όμως η Μαέστρια της είχε ήδη γυρίσει την πλάτη.

 

~~~~~~~ … πίσω στο δάσος… ~~~~~~~

 

Η Πεισματίνα όρθωσε το κορμί, φορτώθηκε το σπαθί της στον ώμο κι άφησε τον χαιρέκακο Αστερίξ σύξυλο στη μέση του ξέφωτου.

Αν ο Γαλάτης δεν έκρυβε παρά μόνο αλαζονεία κάτω από το ξανθό του μουστάκι, ίσως η Τίνα να ήθελε να του πει την αλήθεια. Όμως δεν είχε καμία διάθεση να της κάνει φιγούρα με κανένα «σ’τα 'λεγα εγώ», οπότε κράτησε το στόμα της κλειστό και πήρε το δρόμο για το χωριό.

Οι σπόντες του Γαλάτη στριφογύριζαν στο μυαλό της… Μα πως το ‘ξερε ότι η Μαέστρια θα αντιδρούσε αρνητικά στην ιδέα του δημοψηφίσματος; Ακουγόταν εντελώς παράλογο κι αφύσικο στα αυτιά της Πεισματίνας, γιατί ως γνωστόν, δεν κάνουν έτσι οι σωστές και δημοκρατικές επαναστάτριες.

Η Μαέστρια προφανώς δεν είχε καταλάβει καλά την κατάσταση ή την πρόταση ή ακόμη και δεν ήξερε καν τι σημαίνει δημοψήφισμα. Γι’ αυτό η Τίνα όφειλε να την διαφωτίσει, πριν η Βάρδος ντροπιάσει τον εαυτό της αλλά και το κίνημα τους μπροστά στους φαλλοκράτες του χωριού. Έτσι, η μικρή τράβηξε φορτσάτη για το σχολείο, όπου τέτοια ώρα αναμφίβολα θα ήταν η Μαέστρια. Ούτε από το σπίτι να αλλάξει δεν πέρασε, κι ας ήταν λουσμένη στον ιδρώτα. Στο μυαλό της κλωθογύριζε τα επιχειρήματα και τους τρόπους με τους οποίους θα έκανε τη Μαέστρια να δει το φως της λογικής.

Έλα που όμως δεν χρειάστηκε. Η Πεισματίνα εισέβαλε με μπρίο στο καταπράσινο οικόπεδο που ήταν γεμάτο με θρανία και μπόμπιρες, όμως πριν προλάβει να πει μια λέξη, η Μαέστρια την είχε πάρει παράμερα και της είχε ζητήσει να κρατήσει τους μαθητές απασχολημένους για λίγο.

«Θα πάω να κανονίσω τα του δημοψηφίσματος, γι’ αυτό εσύ κάτσε εδώ και κοίτα μην κάνουν τα μικρά καμιά βλακεία.»

«Τι—τι εννοείς να κανονίσεις;! Πρέπει να το δεχθείς, δεν μπορείς να--!»

«Αργότερα, Πεισματίνα, αργότερα…!» Ήταν τα μόνα λόγια που ξεστόμισε, πριν φύγει φουριόζα και φορτώσει 23 πιτσιρίκια στην Τίνα, τα οποία την κοιτούσαν με τα παιδικά τους ματάκια.


«Αστερίξ;! Γιούχου! Είσαι εδώ;»

«Πάνω είμαι, Οβελίξ.»

«Α, ωραία, έρχομαι.» Ανήγγειλε ο μεγαλόσωμος Γαλάτης και όρμησε στην σκάλα να ανέβει στον ημιώροφο της καλύβας του. «Α, έκανες μπάνιο;»

«Ναι. Τι έγινε;» Ρώτησε ο φρεσκοπλυμένος Αστερίξ, που σκούπιζε τα μαλλιά του με μια ριγέ πετσέτα.

«Με έστειλε ο Πανοραμίξ να σου αναγγείλω…» Κορδώθηκε ο Οβελίξ με επίσημο ύφος, «ότι σε μία ώρα πρέπει να έχουμε συγκεντρώσει όλο το χωριό μπροστά στην καλύβα του.»

«Μπα;» Ο Αστερίξ φόρεσε σκεπτικά το φτερωτό του κράνος. «Έχει να κάνει καμιά ανακοίνωση;»

«Όχι. Μάντεψε ξανά.» Έλαμψε ο Οβελίξ.

«Μη μου πεις;» Αναθάρρεψε ο πολεμιστής.

«Πως να μην σ’το πω;» Έκανε ο Οβελίξ, τρίβοντας τα χέρια του με ενθουσιασμό. «Τα καλά νέα θα σου κρατήσω κρυφά; Χιιχιχιχ. Χάρηκες, δεν χάρηκες, Αστερίξ μου;»

«Καλά, βρε Οβελίξ,» Χαμογέλασε εκείνος, «εγώ νόμισα ότι εσύ δεν πολύ-νοιαζόσουν για το δημοψήφισμα. Τι χαρά είναι τώρα αυτή;»

«Αστερίξ, τι ερωτήσεις είναι αυτές;» Τον μάλωσε ο Οβελίξ. «Να μην χαρώ με την χαρά του Αστερίξ μου; Μα για ποιόν με πέρασες;»


Στον πάγκο που είχαν κουβαλήσει από το εργαστήριο του Δρυΐδη κείτονταν δύο σωροί από χαλίκια, κίτρινα για το Μαζεστίξ και λευκά για την Μιμίν---

 «Όπα, όπα, για κάτσε, μισό λεπτό, μισό λεπτό.» Διακόπτει ο Αστερίξ, που έχει ζωντανέψει και βγαίνει από την σελίδα του. «Η Πεισματίνα που είναι;»

«Ακόμη στο σχολείο, αφού της φόρτωσε η Μαέστρια τα παιδιά.» Του απαντάει ο συγγραφέας.

«Τι, δηλαδή, δεν την έχει ενημερώσει κανένας;»

Ο συγγραφέας βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αφού γίνεται ο στόχος του αυστηρού βλέμματος του ίδιου του του χαρακτήρα. «Ε… Δηλαδή, να… Αφού αποκαλύψαμε ότι τελικά θα γίνει το πανυγ—ε, εννοώ, το δημοψήφισμα, γιατί να χάνουμε χρόνο και με την Πεισματίνα;»

«Γιατί να χάνουμε χρ—» Ο μικρόσωμος Γαλάτης παίρνει μια βαθιά αναπνοή για να ηρεμήσει. «Ξέρεις τι θα μας κάνει η Πεισματίνα αν την αφήσουμε έξω από ένα τόσο μεγάλο γεγονός; Όχι, πες μου, ξέρεις;»

«Ε… Κάτι θα ξέρω και εγώ.. Αφού εγώ την γράφω—»

«Αμ, δεν ξέρεις.» Ο Γαλάτης βάζει τα χέρια στη μέση. «Αμ, δεν ξέρεις, κύριε Συγγραφέα μου, γιατί δεν είσαι εσύ αυτός που την τρώει στη μούρη τόσους μήνες. Για σε παρακαλώ, φέρε την Πεισματίνα στην σκηνή.»

«Μα…!»

«Δεν ακούω τίποτα. Δεν φτάνει που μας την φόρτωσες στο σβέρκο, το ‘χεις βάλει σκοπό να μας κάνεις τη ζωή ακόμη πιο δύσκολη; Θέλω την Πεισματίνα στην σκηνή αμέσως!»

Υπό το σοκαρισμένο βλέμμα του συγγραφέα, ο Αστερίξ επιστρέφει στην σελίδα του.


«Τώρα, δεθείτε όλοι μαζί και πάμε!» Αναφώνησε η Πεισματίνα και οδήγησε τα παιδιά έξω από το σχολείο, ενώ μουρμούριζε οξύθυμα κάτω από την ανάσα της: «Φεύγει η κυρία Μαέστρια και μας αφήνει με τα μούλικα χωρίς να δώσει ούτε μισή εξήγηση και νομίζει ότι θα κάτσουμε σαν χάνοι. Χα! Δεν μας ξέρει καλά, μου φαίνεται! Καθόλου καλά δεν μας ξέρει!»

Κι έτσι η Πεισματίνα μπαίνει στην σκηνή, καθώς οδηγούσε όλα τα παιδάκια του σχολείου στην πλατεία του χωριού.

«Βρε Πεισματίνα…!» Αναφώνησε ο Αστερίξ, που μόλις κατέφθανε με τον Οβελίξ. «Γιατί τα έδεσες τα παιδιά;»

«Για να μη μαθ χάθει, κύριε Αθτερίκθ!» Αποκρίθηκε ο γιός του σιδερά, επιδεικνύοντας το ενιαίο σκοινί που ήταν δεμένο γύρω από τη μέση του κάθε παιδιού.

«Τι, να τα αφήσω να τριγυρίζουν ελεύθερα;» Αναφώνησε η Πεισματίνα δύσπιστα, η οποία βρισκόταν στην κορφή της πομπής, με τη μέση της επίσης δεμένη.

«Γιατί, τι θα πάθουν τα παιδιά μέσα στο χωριό, βρε Τίνα;» Συνέχισε ο σοκαρισμένος Αστερίξ, που δεν είχε ποτέ πέσει θύμα τέτοιων σύγχρονων πρακτικών διαπαιδαγώγησης.

«Σσςς!» Του αποκρίθηκε εκείνη και έγειρε κοντά του να του ψυθιρίσει. «Μην ανησυχείς. Είναι σύμμαχοί μας σε αυτή την ιστορία. Θα αλλάξουμε τη ροή των γεγονότων!»

Ο αποστομωμένος Αστερίξ στράφηκε στο γιο του Αυτοματίξ, ο οποίος τον τραβούσε από την τσέπη του παντελονιού του για να του ψιθυρίσει: «Είμαθτε ακτιβιθτές, κύριε Αθτερίκθ.»

«Τι είναι ακτιβιθτής, Αστερίξ;» Ρώτησε ο Οβελίξ, που όμως κατά τα άλλα φαινόταν να εγκρίνει το τεκταινόμενο χάος.

«Ο ακτιβισμός είναι το μέλλον, Οβελίξ!» Κραύγασε η Τίνα και ενθάρρυνε τα παιδιά να συνεχίσουν την πορεία προς την πλατεία. «Εμπρός στον αγώνα!» Και ύψωσε τη λειασμένη πέτρα που έφερε για πλακάτ, η οποία είχε σκαλισμένη επάνω τη φράση Δημοψήφισμα ή Θάνατος!

Μέχρι ο Αστερίξ να καταφέρει να ενημερώσει την Πεισματίνα για τις εξελίξεις, όλο το χωριό είχε αντηχήσει από την χορωδία των δεμένων παιδιών που κραύγαζαν «Δημοψήφισμα ή Θάνατος!» ξανά και ξανά, συλλαβιστά και με ρυθμό.


«Δεν χρειαζόταν;;» Επανέλαβε η Τίνα, εγκαταλείποντας τις προσπάθειες να λύσει τον κόμπο του σκοινιού στη μέση της. «Μα- μα… Μα… Εγώ νόμιζα…!!»

«Άσε το τι νόμιζες και πάμε να βοηθήσουμε στις προετοιμασίες.» Απάντησε ο Αστερίξ, απελευθερώνοντας και τον τελευταίο ακτιβιστή-μπόμπιρα, ο οποίος έτρεξε στη μαμά του για το μεσημεριανό.

«Άρα...» Μουρμούρισε η Τίνα σκεπτικά. «Θέλει; Το θέλει! Το ήθελε!! Μα φυσικά και το ήθελε, πως θα γινόταν να μην το ήθελε!!! Αχ, πως μπόρεσα να την αμφισβητήσω…!! Εσύ!» Η μικρή τον κατηγόρησε με ένα δάκτυλο. «Εσύ με επηρέασες!!»

«Που τέτοια τύχη..» Μουρμούρισε ο Αστερίξ, λύνοντας το σκοινί γύρω και από τη δική της μέση.

«Ναι, εσύ, εσύ. Εσύ με τις σπόντες σου ότι και καλά δεν θα δεχθεί το δημοψήφισμα! Είδες που συμφώνησε;!»

Και προσπαθώντας να ξεχάσει την πρώτη αρνητική αντίδραση της Μαέστριας, η Πεισματίνα τραβολόγησε τον Αστερίξ μέχρι την καλύβα του Δρυΐδη.


Στο άνοιγμα μπροστά στην καλύβα του Πανοραμίξ, μαζεύτηκαν όλοι οι χωριανοί. Οι δύο αυτό-εξόριστοι έλαμψαν διά της απουσίας τους, ο Μαζεστίξ γιατί ούτε μισή ρητορεία δεν ακούστηκε κατά τη διάρκεια των απλών, στεγνών επεξηγήσεων που έδινε ο Πανοραμίξ επί των διαδικαστικών… Και ο Κακοφωνίξ επειδή δεν υπήρξε καμία μουσική παρέμβαση, έστω και φάλτση, που θα έσπαγε το ουδέτερο κλίμα του δημοψηφίσματος.

Στον πάγκο που είχαν κουβαλήσει από το εργαστήριο του Δρυΐδη κείτονταν δύο σωροί από χαλίκια, κίτρινα για το Μαζεστίξ και λευκά για την Μπονεμίνα. Ο κάθε χωριανός θα πλησίαζε τον πάγκο και θα έριχνε μυστικά το χαλίκι της επιλογής του στο βαρελάκι που στεκόταν εκεί. Στο τέλος, ο Πανοραμίξ θα μετρούσε τους ψήφους και θα ανακοίνωνε το νέο αρχηγό. Όμως πριν καν προλάβει κι ένα από τα χαλίκια να ριχθεί στο βαρελάκι…

«Μα δεν καταλαβαίνω γιατί να μπούμε σε τέτοιες διαδικασίες!» Αναφώνησε η Μαέστρια. «Μπορούμε απλά να σηκώσουμε τα χέρια. Δεν πιστεύω κανείς εδώ να ντρέπεται για τις απόψεις του!»

Η πρόταση της έγινε δεκτή με μεικτά συναισθήματα εκ μέρους των παριστάμενων. Ο Αστερίξ ήταν αυτός που βγήκε μπροστά να υπερασπίσει τα οφέλη μιας μυστικής ψηφοφορίας.

«Ε, τότε ας αποφασίσουμε κοινά και για τη μέθοδο.» Συνέχισε η Μαέστρια φιλικά. «Όσοι θέλουν φανερή ψηφοφορία, ας σηκώσουν τα χέρια.»

Η Τίνα παρακολούθησε τις γυναίκες να σηκώνουν τα χέρια, όμως κι αυτή ήταν πολύ μπερδεμένη με το γιατί έπρεπε να μπουν σε τέτοιες διαδικασίες, για να μην μπουν σε τέτοιες διαδικασίες, όταν είχαν ήδη σπαταλήσει το μισό χρόνο από ό,τι θα έκανε ο Πανοραμίξ για να μετρήσει τα χαλίκια.

«Μικρή;!» Την σκούντησε η Μαέστρια, ψιθυρίζοντας. «Σήκωσε το χέρι σου.»

«Ε; Μα…»

«Πολύ καλά.» Διέκοψε ο Αστερίξ, προτού η Τίνα προλάβει να συγχρονιστεί. «Ας μετρήσουμε τώρα για όσους θέλουν μυστική ψηφοφορία.»

Ξαφνικά, όλοι οι άντρες που αγόρευαν τόσο αποφασισμένα εχθές το βράδυ, βρέθηκαν να κοιτούν τα παπούτσια τους και να σφυρίζουν αδιάφορα. Η καρδιά της Τίνας σφίχτηκε με πολύ άβολο τρόπο, όταν είδε τον Αστερίξ να τους παρατάει σύξυλους και να απομακρύνεται τσαντισμένος.

«Έλα, Τίνα.» Μουρμούρισε ο Πανοραμίξ, με έναν πρωτοφανή εκνευρισμό να σιγοβράζει. «Βοήθα να μαζέψουμε και να πάμε τον πάγκο μέσα. Αν φυσικά δεν είναι κι αυτό αντιφεμινιστικό.»

Η Τίνα ήταν τόσο ταραγμένη που δεν τσίμπησε το δόλωμα. «Μα γιατί να μην γίνει δημοψήφισμα; Επειδή έφυγε ο Αστερίξ; Δεν πειράζει, θα του μιλήσω εγώ, θα τον φέρω πίσω--»

Ο Πανοραμίξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Ήταν απελπισμένη κίνηση, Τίνα.»

«Όχι, Πανοραμίξ, ήταν η σωστή κίνηση-»

 «Οι άντρες δεν είναι χαζοί να πάνε κόντρα στις γυναίκες τους.» Διέκοψε ο Πανοραμίξ. «Πάντα αυτές αποφασίζουν τι γίνεται στο σπιτικό. Τώρα που βάλθηκαν να αποφασίσουν τι θα γίνει κι έξω από αυτό, οι άντρες είναι χαμένοι από χέρι.»

«Μα… μα δεν είναι έτσι! Εσείς είστε οι ισχυροί, εσείς αποφασίζετε, εσείς….»

«Αυτό κατάλαβες από όσα είδες σήμερα εδώ;» Διέκοψε ο γερο-σοφός. «Οι μάνες γαλουχούν τα παιδιά, Τίνα. Οι μάνες τα μεγαλώνουν, οι μάνες τα επηρεάζουν, οι μάνες τα παντρεύουν. Πόσους άντρες ξέρεις που μπορούν να πάνε κόντρα στις μανάδες τους;»

«Οι άντρες εδώ δεν παντρεύτηκαν τις μανάδες τους όμως!!»

«Από ότι φαίνεται, δεν έχει και μεγάλη διαφορά. Μια γυναίκα μαθαίνει να ζει στο παρασκήνιο, Τίνα. Αυτή είναι μια δεξιότητα που ο άντρας δεν χρειάστηκε να κατακτήσει ποτέ.» Αναστέναξε ο Πανοραμίξ. «Πρέπει να της το αναγνωρίσω πάντως. Το χειρίστηκε πολύ έξυπνα το όλο θέμα…»

«Ποια;»

«Η νέα μας βάρδος, φυσικά. Είδες πως επέμενε να γίνει φανερή ψηφοφορία; Λες και το ξερε ότι οι άντρες θα σταματήσουν τις μαγκιές και θα συμμορφωθούν αμέσως…»

«Δε λες ότι το έκανε συνειδητά…;» Μουρμούρισε αποχαυνωμένα η μικρή και τα μάτια της άρχισαν πάλι να μοιάζουνε με μανταρίνια. «Μα αφού συμφώνησε! Θα μπορούσε να αρνηθεί! Αφού συμφώνησε όμως, γιατί να… Δεν λες ότι χειραγώγησε επίτηδες τις δημοκρατικές διαδικασίες…;!»

«Το τι λέω εγώ δεν έχει μεγάλη σημασία. Μόνο εκείνη μπορεί να μας πει τι έκανε…» Ο Πανοραμίξ την κάρφωσε με το βλέμμα. «Εκτος κι αν φυσικά φοβάσαι να την αντιμετωπίσεις;»

Η Τίνα μπριζώθηκε αμέσως κι έψαξε με το βλέμα τη βάρδο ανάμεσα στο πλήθος χωριανών. «Που είναι;»

Ο Πανοραμίξ έδειξε προς την κατεύθυνση που είχε εξαφανιστεί πριν λίγο ο Αστερίξ και η Τίνα έφυγε αποφασιστικά με γρήγορο το βήμα.


Η Μαέστρια είχε να δώσει πολλές εξηγήσεις. Η Τίνα είχε βάλει το κεφάλι μπροστά και βάδιζε στα δρομάκια του χωριού, όπως ο Οβελίξ σε Ρωμαϊκό στρατόπεδο. Δεν πρόλαβε να πάει μακριά, μέχρι που τους είδε μπροστά της, στο μονοπάτι προς την καλύβα του Αστερίξ. Τους είδε μεν, αλλά πως τους είδε ήταν το θέμα.

«Μα τι χαριτωμένος, μικρός Γαλάτης είστε εσείς!»

«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΚΑΚΗ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΓΙΑΤΙ…!»

Η Τίνα παρακολούθησε με τα σαγόνια της ορθάνοιχτα την γρήγορη αλληλουχία που ακολούθησε. Η Μαέστρια είχε κυριολεκτικά σηκώσει τον Αστερίξ στα χέρια λες κι ήταν πεντάχρονο. Σα να μην έφτανε αυτό, τον φίλησε κι από πάνω! Κανονικό φιλί στο μάγουλο, λες και έτρεφε συναισθήματα για εκείνον! Η Μαέστρια που μίλαγε για τους άντρες λες κι ήταν χαλίκια κάτω από το παπούτσι της!

Η μπουνιά του Αστερίξ κινήθηκε με εξωπραγματική ταχύτητα: προσγειώθηκε στο μάγουλο της βάρδου με έναν ήχο που αντιλάλησε μες το κρανίο της Τίνας, λες και ήταν αυτή που είχε φάει το μπουκέτο αντί για το ίνδαλμα της.

Η Μαέστρια κατέρρευσε παραζαλισμένα στο γρασίδι, κρατώντας το πρόσωπο της. Η Τίνα δεν άκουσε ούτε είδε τι συνέβη μετά. Μόνο έτρεξε πίσω από ένα δέντρο και κατέρρευσε εκεί.


Το ίνδαλμα της είχε φιλήσει τον Αστερίξ.

Και ο Αστερίξ είχε χτυπήσει μια γυναίκα.

Από που να το έπιανε η Τίνα και που να το άφηνε; Τι σήμαιναν όλα αυτά; Πως συνδυάζονταν με την αρχική άρνηση της Μαέστριας για το δημοψήφισμα; Πόσο δίκιο είχε ο Αστερίξ, όταν πέταγε μπηχτές για τα πραγματικά της κίνητρα; Είχε καν δίκιο ή το έχασε όταν την χτύπησε… μια γυναίκα που δεν ήξερε καθόλου, κι όμως την χτύπησε.

Κι η Πεισματίνα που του έσπαγε τα νεύρα μήνες τώρα, που τον παρακαλούσε να της φερθεί σαν ισάξια κι όχι σαν μια γυναικούλα, γιατί δεν είχε λάβει ποτέ την τιμή της μπουνιάς του;!

«Πεισματίνα, κορίτσι μου, γιατί κρατάς το δέντρο λες κι είναι σανίδα σωτηρίας;»

Η παραζαλισμένη μικρή που είχε καταρρεύσει με την πλάτη στο κορμό και γλιστρούσε αργά-αργά προς το έδαφος, βλεφάρισε χαμένα προς την κατεύθυνση του Πανοραμίξ. Είχε τυφλωθεί από την αντηλιά και δεν τον έβλεπε καθαρά. Ή ίσως αυτά που είχε δει την είχαν τυφλώσει για τα καλά.

Ο γέρο-Δρυΐδης φαινόταν φουριόζος, όμως έκανε μια παράκαμψη προς το μέρος της για να την σηκώσει στα πόδια της.

«Πανοραμίξ, νομίζω ότι μου έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι.»

Της έριξε μια υποψιασμένη ματιά. «Είδες τη σφαλιάρα;»

Η Τίνα άνοιξε το στόμα της, αν κι η ίδια δεν ήξερε τι θα έβγαινε από εκεί μέσα. Πότε πρόλαβαν τα εκτρώματα που συνέβησαν να φτάσουν και στα αυτιά του Πανοραμίξ;

«Ε, Αστερίξ, κοίτα! Ο Δρυΐδης μας!» Την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή του Οβελίξ, να ταξιδεύει στα αυτιά της μικρής από κάποια απόσταση. Η Τίνα τόλμησε να ρίξει ένα φευγαλαίο βλέμμα πίσω από τον κορμό που την έκρυβε, μόνο για να δει πως ενώ η Μαέστρια έλειπε, ο Αστερίξ είχε μείνει στον τόπο του εγκλήματος, όπου πρέπει να τον είχε βρει και ο Οβελίξ.

Μόλις η Τίνα είδε τον Δρυΐδη να τους γνέφει να πλησιάσουν, έκανε να το βάλει στα πόδια. Η λαβή του Πανοραμίξ έσφιξε στον αγκώνα της και ο Δρυΐδης δεν την άφησε να πάει μακριά. «Πήγαινε στην καλύβα του αρχηγού και περίμενε μας εκεί.» Τόνισε, ήσυχα αλλά ανυποχώρητα.

«Μα-»

«Μην ακούσω μιλιά. Ο Αστερίξ θα περάσει από δίκη. Σε θέλω εκεί. Άντε, πήγαινε τρεχάλα μπας και συνέλθει λίγο το κεφάλι σου.»

Ο Αστερίξ με τον Οβελίξ τους είχαν ήδη φτάσει κι η Τίνα ένιωσε κάτι πληγωμένο, κάτι προδομένο, κάτι θυμωμένο να ξεχειλίζει στο στήθος της. Δεν ήταν έτοιμη να το αντιμετωπίσει, ούτε είχε μυαλό για να σκεφτεί, οπότε ακολούθησε την οδηγία του Πανοραμίξ.

Είχε ήδη εκτεθεί αρκετά.

Notes:

Χίλια ευχαριστώ στον beta reader μου, τον θαυμάσιο Κιωνούλη, που πάντα ξέρει πως να με καθοδηγεί!

Chapter 16: Ερωτευμένη

Notes:

(See the end of the chapter for notes.)

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΡΟΔΟ ΚΑΙ ΞΙΦΟΣ

Κεφάλαιο 4: Ερωτευμένη

Η Τίνα το έριξε στο τρέξιμο, όπως ακριβώς ορμήνεψε ο Πανοραμίξ. Έτρεξε τόσο γρήγορα μέχρι την καλύβα του αρχηγού, που το απαλό αεράκι ακουγόταν διαπεραστικό σφύριγμα στα αυτιά της. Όσο κι αν έτρεξε, όμως, δεν μπόρεσε να πείσει τον εαυτό της να θυμώσει με τον Αστερίξ.

«Κάνεις σαν ερωτοχτυπημένο κουτάβι.» Η Τίνα δεν θυμόταν ακριβώς τα λόγια της Μαέστριας, αλλά η ουσία τους ισοδυναμούσε με αυτή τη φράση στο μυαλό της. Γιατί η Μαέστρια ήξερε… Ήξερε κάθε σπιθαμή του ψυχισμού της Τίνας καλύτερα κι από ότι η ίδια, καλά-καλά, γνώριζε τον εαυτό της. Και παρ’ ότι ήξερε, παρ’ ότι καταλάβαινε πως η Τίνα αισθανόταν –που δεν αισθανόταν, δηλαδή, φυσικά και δεν αισθανόταν- αλλά η Μαέστρια ήξερε αυτό που η Τίνα ΔΕΝ αισθανόταν και παρ’όλα αυτά, τόλμησε να φιλήσει τον Αστερίξ, τον Αστερίξ της.

Πόσες φορές τώρα το είχε αισθανθεί αυτό το συναίσθημα, ότι κάποιος είναι δικός της…  Ο θείος της ήταν δικός της, όμως εκείνος είχε τους ασθενείς και τη δρυϊδική του να τον απασχολούν. Δυό-τρία παιδιά που έκανε κάποτε παρέα ήταν δικά της, όμως δεν τα ξανα-είδε ποτέ αφού μετακόμισε στη Λουτέτια. Η μαμά της ήταν δικιά της, μέχρι που πέθανε και την άφησε μόνη σε έναν κόσμο που της φαινόταν ξένος και αφιλόξενος. Και μετά από αυτό, όσα παιδιά ήθελε να τα νιώθει δικά της, τα έχασε γιατί στα μάτια όλων ήταν το ορφανό, η περίεργη ανιψιά του δρυΐδη που τους έκανε μάθημα.

Κάθε φορά που η Τίνα ένιωθε κάποιον δικό της, το μετάνιωνε πικρά. 

Η φούρια την έφερε στην καλύβα του αρχηγού, όμως με υπνωτισμένα, μαλακά βήματα πέρασε η Τίνα το κατώφλι. Γύρω από την υπερυψωμένη καρέκλα είχε συγκεντρωθεί όλο το επιτελείο της Μιμίνας και στα δεξιά, σε περίοπτη θέση, στεκόταν η Μαέστρια. Η μπουνιά του Αστερίξ της είχε κυριολεκτικά μαυρίσει το μάτι, που είχε ήδη αρχίσει να πρήζεται. Η Τίνα το ζήλευε αυτό το μελανιασμένο, πρησμένο και κακοποιημένο μάτι. Το ζήλευε παθολογικά, γιατί ήταν σύμβολο σεβασμού, όχι θυματοποίησης όπως το παρουσίαζε τώρα η Μιμίνα.

 Όμως οι εβδομάδες που πέρασε εγκλωβισμένη στο παλάτι της Κλεοπάτρας είχαν διδάξει στη μικρή μερικά πράγματα. Αυτή τη φορά, η Τίνα δεν βιάστηκε να μιλήσει, ούτε να βγάλει γρήγορα συμπεράσματα. Ήταν αποφασισμένη να ακούσει, μπας και ξεδιαλύνει το χάος που επικρατούσε μέσα στο κεφάλι της.

Κι από εκεί που η Τίνα ήταν μπροστάντζα στα τεκταινόμενα του χωριού, επέστρεψε πάλι στην παλιά της θέση, να στέκεται σε μια γωνία και να παρατηρεί. Πέρα από μερικά αδιάφορα βλέμματα, κανείς δεν έδωσε σημασία στη μικρή. Κανείς δεν ζήτησε την συμβολή και τη βοήθεια της.


Κανείς; Όχι! Γιατί ο Πανοραμίξ που προσέγγιζε την καλύβα με γοργό βήμα είχε άλλα σχέδια.

«Το έγκλημα σου είναι βαρύ, Αστερίξ.» 

«Το ξέρω, ω Δρυΐδη.» Μονολόγησε ο Αστερίξ με κατεβασμένα τα μούτρα.

«Όχι όμως τόσο βαρύ όσο το έγκλημα αυτής της καρακαηδόνας που επειδή δεν αντέχει τον εαυτό της βάλθηκε να κάνει ένα χωριό άνω κάτω.» Ξεφύσηξε ο Πανοραμίξ κι άνοιξε ακόμη περισσότερο το βήμα.

Μόλις φάνηκαν στην καλύβα, τα μουρμουρητά καταλάγιασαν λες και βρίσκονταν σε κηδεία. Το σχέδιο του Πανοραμίξ ήταν απλό. Θα έκανε αρχικά μια φοβερή ρητορεία με επίκεντρο την επίκληση στο συναίσθημα των χωριανών και την άμεμπτο ηθική του Αστερίξ κι έπειτα, όταν αυτό αποτύγχανε παταγωδώς, θα καλούσε ως αυτόπτη μάρτυρα την Πεισματίνα να περιγράψει την σκηνή. Καθώς ο Πανοραμίξ μάζεψε τον πορφυρό του μανδύα στο ένα χέρι, ως προετοιμασία για να ρητορεύσει, προσευχήθηκε στο Μπελισάμα να έχει δει η μικρή το φως της αλήθειας για την ταραχοποιό βάρδο και να μην του χαλάσει πάλι το σχέδιο χωρίς επιστροφή.

Κι έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε την ομιλία περί των ανδραγαθημάτων του Αστερίξ και για τη συμβολή του πρώτου πολεμιστή τους στην αναρίθμητες νίκες τους απέναντι στη Ρώμη, τις λεγεώνες και τις πονηριές τους. Και εκεί, πάνω που είχε πάρει φόρα με τον στόμφο, πετάγεται η Μαέστρια και του ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι.

«Να μας λείπουν τέτοιοι ήρωες! Κι όσο για τους Ρωμαίους, εγώ λέω να αγκαλιάσουμε επιτέλους την Ρωμαϊκή Ειρήνη και τα τόσα οφέλη που έχει να μας προσφέρει!»

Εκεί ήταν που το κεφάλι του Πανοραμίξ έπιασε τους 300 βαθμούς θερμοκρασία. Ούτε θυμόταν μετά τι βγήκε από το στόμα του, με τι κοσμιτικά επίθετα στόλισε τη βάρδο και τι άλλο ειπώθηκε γενικώς. Ξέχασε και μαρτυρίες και δίκες, έριξε το μανδύα του δραματικά γύρω από το γέρικο του σώμα και έκανε την έξοδο του.

Ας’τους. Άσ’τους να δω πόσο θα αντέξουν χωρίς το μαγικό ζωμό, σκέφτηκε και πήγε να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να βρει το Μαζεστίξ στο δάσος.


Τουναντίον, ο Αστερίξ ήταν αρκετά μιζεριασμένος ώστε να έχει πλήρη επίγνωση του περιβάλλοντος του και ειδικά όλων εκείνων των γυναικείων ματιών που τον τρύπαγαν από κάθε μεριά. Οι δύο χειρότερες, φυσικά, ήταν η Μαέστρια που ακόμη άφριζε από το κακό της –όχι ότι την αδικούσε την γυναίκα, αλλά κι αυτή, ρε παιδί μου, του είχε βγάλει τον αδόξαστο - αλλά και την Πεισματίνα, η οποία ήταν μία σιωπηλή παρουσία που ελλόχευε κάπου στη γωνία της καλύβας πίσω από τον δεξιό του ώμο... Ίσως η Πεισματίνα να ήταν η χειρότερη από της δύο, μια σιωπηλή, συνεχής υπενθύμιση του πόσο χαμηλά είχε πέσει ο Αστερίξ.

Όταν δε ο Πανοραμίξ ξέσπασε σε κατάρες και άρχισε να αποκαλεί τη Μαέστρια οχιά και λέαινα, εκεί κι αν η επίγνωση της πραγματικότητας έγινε αναπόφευκτη. Ποιος ξέρει τώρα πότε θα το ξαναδούμε πάλι το χωριουδάκι μας.

Ήταν έτοιμος να κάνει κι αυτός την έξοδο του, αν και μάλλον με συρτό βήμα και κατεβασμένο κεφάλι αντί για δραματική αυτοπεποίθηση, όταν ένα χέρι προσγειώθηκε στον ώμο του.

«Ε, ως εδώ.» Ακούστηκε η φωνή της Πεισματίνας και ο Αστερίξ γύρισε να τη δει αγέρωχη να στέκεται στο πλάι του. «Ως εδώ και μη παρέκει.»

Σιωπή έπεσε στην καλύβα, αν και η Πεισματίνα ούτε που είχε σηκώσει τη φωνή της. 

«Διώξατε το Μαζεστίξ. Γι’ αυτό δεν σας αδικώ...» Συνέχισε, με τα ρουθούνια της να πεταρίζουν. «Αλλά μετά διώξατε και τον Πανοραμίξ. Τώρα θα διώξετε και τον Αστερίξ, που χωρίς αυτόν, θα σας είχαν σκλαβώσει οι Ρωμαίοι καμιά εκατοστή και βάλε; Εσύ, Μιμίνα!»

Η αρχηγός βλεφάρισε σοκαρισμένα, ακινητοποιημένη από το κατηγορικό δάκτυλο της Πεισματίνας.

«Εσύ, η αρχηγός αυτού του χωριού των ανυπότακτων, πως μπορείς να δέχεσαι με τόση ευκολία μια τέτοια δήλωση;»

Η κα Μαθουσαλίξ έσκυψε κοντά στη κα Αλφαβητίξ για να ρωτήσει απορημένα. «Τι δήλωση;»

«Θα δεχτείς, εσύ, η Μιμίνα η αρχηγός...» συνέχισε η Πεισματίνα αγέρωχα. «να γίνεις μέρος αυτής της κατάπτυστης αυτοκρατορίας που όλη η Γαλατία συσπειρώθηκε υπό το Βερσιζεντορίξ για να νικήσει, μόνο και μόνο επειδή μας το λέει αυτή

Το δάκτυλο τώρα στράφηκε στη Μαέστρια, η οποία είχε πάψει πια να φαίνεται και τόσο χαλαρή.

«Εδώ που τα λέμε, κυρία Αρχηγέ…» Τόλμησε να συμβάλει ο Αστερίξ. «Τι θα έλεγε ο πατέρας σου, ο ήρωας της Ζεργκόβια, αν το άκουγε…»

«Ο Τουτατής να τον φυλάει εκεί που είναι.» Μονολόγησε η Μιμίνα. 

«Κι εγώ έχω να κάνω και μία άλλη ερώτηση,» συνέχισε η Πεισματίνα με γάργαρη φωνή που ξεχείλιζε από συναίσθημα, «αν μου το επιτρέπετε, φυσικά.»

«Ε, εδώ που φτάσαμε.» Αποκρίθηκε η Μιμίνα, κοιτώντας την ακόμη με το στόμα μισάνοιχτο.

«Όλοι εδώ ξέρουμε τον Αστερίξ.» Το χέρι της μικρής έσφιξε ανεπαίσθητα πάνω στον ώμο του. «Ποτέ δεν έχει σηκώσει χέρι σε γυναίκα. Καλά-καλά, ούτε στους καυγάδες των συγχωριανών δεν συμμετέχει.»

«Μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις.» Συμπλήρωσε ο Αστερίξ, μα όταν η Τίνα του σήκωσε το δάκτυλο, σώπασε αμέσως.

«Πως γίνεται, λοιπόν, να χτύπησε αυτην…» Επέδειξε η Πεισματίνα πάλι τη Μαέστρια, με φωνή που ξεχείλιζε από πρωτοφανή αηδία, «μια ξένη που ξέρει μόνο λίγες μέρες. Εδώ σε μένα, που για μήνες τώρα του σπάω τα νεύρα, δεν έχει σηκώσει χέρι ούτε μία φορά. Ούτε μισή. Χρύσο τον έχω κάνει να μου χώσει μια μπουνιά, αυτός όμως τίποτα! Τι μας λέει αυτό;!!»

ΟΙ γυναίκες ξέσπασαν σε μαζική διερώτηση, σιωπηλά, αλλά αφιερωμένα.

«Μας λέει ότι η Μαέστρια κάτι πρέπει να του έκανε. Κάτι του είπε, κάπως του φέρθηκε κι ο Αστερίξ θύμωσε τόσο πολύ, που του ‘φυγε το χέρι από μόνο του, πριν προλάβει να το ελέγξει.»

«Ό,τι και να έπαθε, είχε υποχρέωση να συγκρατήσει το κουλό του.» Σταύρωσε η Μαέστρια τα χέρια.

«Ευκολά το λες, όμως εσύ πότε μπόρεσες να συγκρατηθείς τελευταία φορά;» Αντιμήλισε η Τίνα και σπίθες πετάγονταν από τα μάτια της.

«Μπονεμίνα, σε παρακαλώ, μάζεψε το κοριτσάκι, πριν πάρω ανάποδες και τη μαζέψω εγώ.»

«Βασικά, αγαπητή Μαέστρια…» Μουρμούρισε σκεπτικά η Μιμίνα. «Όντως δεν μας είπατε ποτέ πως έγινε και σας χτύπησε ο—«

«Δεν πιστεύω να σε έπεισε η μικρή;» Η Μαέστρια κάρφωσε τη Μιμίνα με τα παγερά της μάτια. «Άλλωστε όλοι ξέρουμε γιατί τα λέει αυτά.»

«Ε, ναι… Ναι, βέβαια.» Η Μιμίνα έκλεψε μερικά βλέμματα γύρω στις κυρίες του επιτελείου της, να τσεκάρει αν ήταν η μόνη που δεν ήξερε.

«Μα και βέβαια!» Κραύγασε η Μαέστρια. «Τα λέει όλα αυτά επειδή είναι ερωτευμένη με τον κοντοστούπη! Με είδε να του μιλάω και την έχει πιάσει κρίση ζήλιας. Έχει βαλθεί να σας στρέψει όλες εναντίον μου!»

Μόνο για μια στιγμή μπόρεσε ο Αστερίξ να κρατήσει το βλέμμα της Πεισματίνας, πριν η μικρή στρέψει το κεφάλι από την άλλη μεριά και ξεχυθεί σαν χείμαρρος μπροστά. «Ψέματα! Εγώ ερωτευμένη με τον Αστερίξ;! Θα έχετε τρελάθεί τελείως μου φαίνεται!»

«Ορίστε.» Ένευσε βαριεστημένα η Μαέστρια. «Κατακόκκινη έχει γίνει.»

«Ναι, γιατί αυτό που λες είναι εντελώς αβάσιμο και αναληθές! Γιατί εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι ερωτευμένη με τον Αστερίξ, με έναν άνθρωπο σαν τον Αστερίξ, με κάποιον που είναι τόσο…. Που κάνει... Που δεν…!»

Εκεί ο Αστερίξ αποφάσισε ότι είχε ακούσει αρκετά. Φόρεσε το φτερωτό του καπέλο και βγήκε από την καλύβα.


Η Πεισματίνα έριξε έναν ξεγυρισμένο αναστεναγμό. 

«Τώρα νομίζει ότι δεν τον θέλεις.» Της μουρμούρισε η Γελοουσαμπαρίνα, σα να ήθελε να της πει αχ βρε κορίτσι μου, μαντάρα τα έκανες!

«Ε και τι να έλεγα;» Μονολόγησε απελπισμένα η Τίνα. «Την αλήθεια; Να του έλεγα κατάμουτρα ότι ξέρω… Ότι όσο κι αν εγώ… Εκείνος ποτέ δεν θα… Ούτε με μένα αλλά ούτε και με καμία άλλη γυν—«

Εκείνη τη στιγμή, η καλύβα πάγωσε συθεμελα. Τα δάκρυα που χτίζονταν στα μάτια της Πεισματίνας στέγνωσαν αμέσως, μαζί με το στόμα της και το λαιμό της που δέθηκε κόμπο. Τα μάτια του Επιτελείου της Μιμίνας –και το χειρότερο, της ίδιας της Μαέστριας -  έγιναν πιο διαπεραστικά από ποτέ. Η Πεισματίνα έκανε ό,τι λόγια της είχαν απομείνει γαργάρα και το έβαλε στα πόδια.

Notes:

Ευχαριστώ το beta-reader μου, Κιωνούλη!!

Chapter 17: Λευκή Πικροδάφνη

Notes:

(See the end of the chapter for notes.)

Chapter Text

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΡΟΔΟ ΚΑΙ ΞΙΦΟΣ

Κεφάλαιο 5: Λευκή Πικροδάφνη

«Το μόνο θετικό από την όλη ιστορία,» μονολογούσε ο Μαζεστίξ, τσιμπώντας πετσούλα από το αγριογούρουνο που σιγοψηνόταν στη σούβλα, «είναι ότι με την αναμπουμπούλα, φαίνεται γλίτωσα το ταξίδι στο κουνιάδο μου. Ξέρεις πως η Μιμίνα επιμένει να πηγαίνουμε τουλάχιστον μια φορά το χρόνο στη Λουτέτια.»

«Χμ, χμ.» Έκανε ο Αστερίξ.

«Πάντα λέμε να πάμε την άνοιξη, αλλά κάθε άνοιξη κάτι συμβαίνει και καταλήγουμε να μην πηγαίνουμε καθόλου…» Μουρμούρισε σκεπτικά ο αρχηγός, λες και ιστορικά δεν είχε υπάρξει ιδιαίτερα επιμελής στο να βρίσκει λόγους να είναι εκτάκτως απασχολημένος την εποχή που ήταν να επισκεφθούν τον πλούσιο αδερφό της γυναίκας του, ο οποίος τον ανταγωνιζόταν μέχρι εξάντλησης.

Όμως, όσο κι αν ένευε καταφατικά ο Αστερίξ και μουρμούριζε κατανοητικά, ούτε ο σεβασμός στον αρχηγό του δεν μπορούσε να τον κάνει να συγκεντρωθεί σε ψιλοκουβέντες.

Όταν, λίγες ημέρες πριν, ο Αστερίξ και ο Οβελίξ ενώθηκαν με τον Πανοραμίξ για να κάνουν όλοι μαζί την έξοδο τους, βρήκαν όλους τους άντρες να τους περιμένουν έξω από το χωριό, μαζί με τα μπογαλάκια τους. «Όλοι για έναν και ένας για όλους!» Κραύγασαν και κίνησαν όλοι μαζί για το δάσος, αφήνοντας τα παιδιά και τις γυναίκες τους μονάχες, σε ένα χωριό που ανά πάσα ώρα και στιγμή θα μπορούσε να πολιορκηθεί από τους Ρωμαίους, χωρίς μάλιστα να υπάρχει ούτε σταγόνα μαγικού ζωμού για την υπεράσπιση του.

 Όμως, η αντρική αλληλεγγύη είναι πιο σημαντική κι έτσι, πήγαν και βρήκαν τον Μαζεστίξ, που είχε αράξει σε ένα πυκνόφυλλο ξεφωτάκι, όπου τα πλατάνια και τα πεύκα τον προστάτευαν από τον ήλιο και από τυχόν ψιλόβροχα, αδέσποτα στο τέλος της άνοιξης. Κι εκεί έπιναν τη μία μπίρα μετά την άλλη και ξεκοκκάλιζαν όποιο αγριογούρουνο έκανε το λάθος να μην μεταναστεύσει κάπου μακριά για να γλυτώσει από τα τις κυνηγετικές δεξιότητες του Οβελίξ.

Αχ, ο Οβελίξ. Η υποστήριξη του έκατσε σαν βάλσαμο στην εκτεθιμένη καρδιά του Αστερίξ, γιατί μόλις ο φίλος του έμαθε ότι θα φύγουν, αμέσως επέλεξε να αφήσει το χωριό ακόμη κι αν ο ίδιος δεν είχε κανένα λόγο να ξεσπιτωθεί. Κι όμως, ο Αστερίξ το ένιωθε πολύ ζεστό μεσ’ την ψυχή του, που ο φίλος του ήταν μαζί του και ήταν μεταξύ τους καλά, όπως πάντα. Ώρες-ώρες, συγκινιόταν κιόλας κι αναγκαζόταν να σκουπίσει στα κρυφά ένα δάκρυ.

Καλά, το έχω χάσει τελείως. Έτριβε τώρα τα μάτια του ο Αστερίξ, ενώ ο αρχηγός συνέχιζε να μασουλάει και να μονολογεί. Κοίτα πως κάνω, μόνο και μόνο που ο Οβελίξ ήρθε μαζί μου. Αφού αυτός άλλο που δεν θέλει από το να την αράζει κοντά σε αγριογούρουνα και να κοιμάται κάτω από τα αστέρια.

«Δεν πέρασες και λίγα, Αστερίξ.» Του ψιθύρισε ο Δρυΐδης, όταν τον είδε σκεπτικό και τον ρώτησε τι έχει. Ο Αστερίξ δεν του είχε απαντήσει τίποτα συγκεκριμένο (σάμπως είχε κι ο ίδιος τα λόγια να περιγράψει πως αισθανόταν;) όμως ο γερο-δρυΐδης, με έναν τρόπο, σχεδόν σα μαγικό, ήξερε ακριβώς τι να πει.

«Κάτι η δίκη, κάτι η μπουνιά…» Ο τόνος του Δρΰιδη ήταν προσεκτικός και γεμάτος κατανόηση, όμως το πρόσωπο του Αστερίξ συσπάστηκε μόνο στην ανάμνηση της προσβολής του στην γαλατική αβρότητα. «Κάτι η διχόνοια που έχει διαλύσει το χωριό. Όλα αυτά δεν είναι εύκολα πράγματα να χωνέψει κανείς. Όσο για την ασφάλεια των γυναικών, όμως, θα έλεγα να μην ανησυχείς. Εδώ είμαστε εμείς κι όλα τα παρακολουθούμε. Αν δούμε τους Ρωμαίους να θυμούνται τις φιλοδοξίες τους, απλά θα κάνουμε μια ωραιότατη έφοδο στα οχυρά.»

Κι αν η επίθεση γινόταν από θάλασσα; Όσο δίκιο κι αν είχε ο Δρυΐδης, κι όσο δεν βοηθούσε το άγχος, ο Αστερίξ δεν μπορούσε τόσο εύκολα να καθησυχάσει τον εαυτό του. Αν έρχονταν πλοία και πυρπολούσαν το χωριό από τη θάλασσα, τι θα μπορούσαν να κάνουν οι άντρες που τώρα μπεκρόπιναν στο δάσος; Αυτά σκεφτόταν ο Αστερίξ, και φρόντιζε κάθε μέρα να κάνει μεγάλες βόλτες, για να εποπτεύει και τα τέσσερα Ρωμαϊκά οχυρά και την ακτή.

Σε όλες τις πολύωρες βόλτες του, όμως, δεν βρήκε ούτε Ρωμαίους ούτε την Πεισματίνα. Και έψαχνε και για τα δύο σχεδόν με την ίδια θέρμη.

Που ήταν η Τίνα; Γιατί, μία φορά, μαζί τους δεν ήταν. Και μετά από τα λογύδρια της στη «δίκη» του, σιγά μην την είχε αφήσει η Μαέστρια να μείνει στο χωριό. Κι όμως, όσο κι αν έψαχνε ο Αστερίξ, δεν την βρήκε ούτε στο δάσος ούτε στην ακτή.

Όταν, το βράδυ πια, ο Αστερίξ επέστρεψε στο ξέφωτο των αντρών, πήγε και θρονιάστηκε δίπλα στη μαρμίτα του Πανοραμίξ.

«Πάλι κρύβεται.» Του μουρμούρισε. Είχε αρχίσει να τον τσαντίζει απεριόριστα αυτή της η τάση.

Ο Δρυΐδης του έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα, και συνέχισε να ανακατεύει το φίλτρο του. «Τι λόγο έχει να κρύβεται αυτή τη φορά; Από ό,τι μου είπες, μόνο τα εγκώμια σου έπλεξε.»

Θυμός γέμισε την καρδιά του Αστερίξ. Κάποιον σαν τον Αστερίξ, είχε πει. Φανταστείτε εμένα με κάποιον σαν τον Αστερίξ. Αυτά τα γινάτια, ο πολεμιστής δεν τα είχε μοιραστεί με το Δρυΐδη.

Όμως ο θυμός του ξεφούσκωνε, τόσο γρήγορα όσο ερχόταν. Γιατί, στην τελική, η Πεισματίνα δεν είχε πει κάτι που ο Αστερίξ δεν ήξερε από την αρχή.

Κανείς δεν ζήτησε από την Τίνα να είναι ερωτευμένη.


Πολύ κοντά στο Ακουαριούμ, εκεί όπου το δάσος έδινε χώρο σε μία συστάδα βράχων, υπήρχε ένα σύμπλεγμα σπηλιών που της είχε αναφέρει ο Πανοραμίξ όταν είχε πρωτοέρθει στο χωριό. Βρίσκονταν αρκετά ψηλά από το έδαφος κι έτσι οι λεγεωνάριοι σπανίως ανέβαιναν μέχρι εκεί. Επρόκειτο για στενόμακρα ανοίγματα στους βράχους, όπου μπουσουλούσες για κάνα δυό μέτρα, μέχρι που ψήλωναν και πλάταιναν και χωρούσαν έναν άνθρωπο να ξαπλώσει και να σταθεί, αν και λίγο καμπουριασμένος.

Η Τίνα είχε ντραπεί τόσο πολύ, που δεν σκέφτηκε καν να πάρει τρόφιμα μαζί της. Βούτηξε μόνο την κουβέρτα της, το τόξο και τη φαρέτρα της και έφυγε τρέχοντας να κρυφτεί, πριν την πάρει κανένα μάτι και της ζητήσει να εξηγήσει τα υπονοούμενα της.

Η Τίνα έτρεξε να κρυφτεί, αντί να σταθεί σαν άντρας και να διορθώσει το λάθος της.

Αφού σύρθηκε σε δυό-τρεις σπηλιές, τελικά εγκαταστάθηκε στην πιο ευρύχωρη. Δεν ήταν και πολύ άνετα αλλά η Τίνα δεν είχε περιθώρια να παραπονιέται. Το δάσος παρά ήταν πυκνοκατοικημένο για τα γούστα της κι έτσι όπως τα είχε κάνει μαντάρα, είχε χάσει το δικαίωμα να κοιμάται μέσ’το πράσινο και τις φυλλωσιές.

Έτσι έκατσε εκεί, σαν ζώο μέσα στο κλουβί και οι σκέψεις της ανακλούνταν στα τοιχώματα της μικρής της σπηλιάς. Γιατί εκτός από το ντράβαλο με τον Αστερίξ, τώρα στο ρεπερτόριο της είχε προστεθεί κι ένας πηγαίος, υπαρξιακός φόβος, βασισμένος σε αυτά τα χαρακτηριστικά της Μαέστριας, με τα οποία η Τίνα ταυτιζόταν: θα κατέληγε άραγε κι αυτή έτσι παγερή κι αδιάφορη;

Όμως, κυριότερα και πιο σημαντικά, αυτό που την απασχολούσε πιο πολύ ήταν το τι μπορούσε να κάνει τώρα –μια αφελής παιδίσκη σαν κι αυτήν- για να διορθώσει την γκάφα της, αφού σχεδόν πρόδωσε στις μεγαλύτερες κουτσομπόλες του χωριού το μυστικό του Αστερίξ.


Ήταν μία από τις εποπτευτικές του βόλτες που αποκάλυψε στον Αστερίξ το νέο σχέδιο των Ρωμαίων.

«Θα πάω να ρίξω άλλη μια ματιά, να σιγουρευτούμε.» Φόρεσε το καπέλο του, γιατί πολύ χρόνο είχε σπαταλήσει στη μελαγχολία. «Και μετά θα πεταχτώ να ειδοποιήσω τις γυναίκες, αν το θεωρείς σωστό.»

«Να πας, να πας…» Ξεφύσηξε ο Πανοραμίξ, δένοντας και πάλι το δισάκι με τα βότανα του. «Γιατί αν αυτό που είδες είναι αλήθεια, τότε ισως για πρώτη φορά το μαγικό φίλτρο δεν θα μας βοηθήσει. Αχ, οι γύναικες.» Αναστέναξε ο Πανοραμίξ. «Μας έχουν περικυκλώσει από παντού. Γαλάτισσες, Ρωμαίες, γυναίκες βάρδοι, γυναίκες λεγεωνάριοι … Από πουθενά δεν γλιτώνουμε.»

Και μέσα σε όλα αυτά, σκεφτόταν ο Αστερίξ, καθώς έπαιρναν με τον Οβελίξ το δρόμο για να κατασκοπεύσουν τις νεοαφιχθείσες λεγεωνάριους, έχουμε και μια Πεισματίνα, η οποία από τη μία μας υπερασπίζεται – άλλο πρωτάκουστο κι αυτό. Όσο δύσκολο κι αν ήταν να το παραδεχτεί, η θερμή υποστήριξη της παθιασμένης και φεμινίστριας Τίνας ήταν…

Ο Αστερίξ ταρακούνησε το κεφάλι του, γιατί πολύ ευσυγκίνητος είχε γίνει τώρα τελευταία. Η ίδια Πεισματίνα που μας υπερασπίζεται, από την άλλη δαιμονίζεται που τόλμησε κάποιος, εκεί, να πει μια βλακεία. Να κάνει μια φάρσα, να πει ένα ψέμα, ίσα-ίσα για να προκαλέσει εντυπώσεις, ότι και καλά η μικρή «είναι ερωτευμένη».

Δεν είχε κανένα λόγο να είναι ερωτευμένη, κι ο Αστερίξ το προτιμούσε έτσι.

Δεν ήταν αυτός για παντριές και κουτσούβελα. Είχε μάθει να ζει μια χαρά μόνος του και δεν είχε χώρο στη ζωή του για έρωτες και πανηγύρια.

Κι η Τίνα ήταν μικρό κορίτσι, παιδί ακόμη. Φυσικά και ο Αστερίξ δεν ήταν κατάλληλος για αυτήν.

Ο Αστερίξ είχε χώρο για φίλους, όμως. Για οικειότητα, για εμπιστοσύνη, για πλάκες και παρεξηγήσεις. Και αυτό που είχε ανάγκη αυτή τη στιγμή, περισσότερο από κάθε άλλο, ήταν να επιστρέψουν οι ζωές τους στην πρηγούμενη κανονικότητα. Και δεν ήξερε γιατί ακριβώς, αλλά είχε την αίσθηση ότι το να βρει την Πεισματίνα θα αποτελούσε το πρώτο βήμα προς το να γίνουν όλα φυσιολογικά.

Τι μανία είχε, όμως, κι αυτή; Με το παραμικρό, αμέσως να κρυφτεί και να κάνει μούτρα, αντί να κάτσει και να βρουν όλοι μαζί τη λύση στα προβλήματα τους!

Κι ο Αστερίξ φυσικά δεν ήθελε να είναι ερωτευμένη, γιατί ήταν πολύ μικρή για να καταλαβαίνει πως λειτουργούν αυτά τα πράγματα και καλό θα ήταν να μην μπλεχτεί ποτέ σε τέτοιες καταστάσεις, γιατί συχνά φέρνουν πιο πολύ πόνο παρά ευχαρίστηση, κι ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει μια χαρά και χωρίς αυτά και πάνω από όλα, το βασικότερο ήταν ότι η Τίνα δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του.

«Αστερίξ, έχεις αποκτήσει μια πολύ κακιά συνήθεια τώρα τελευταία.» Η φωνή του Οβελίξ τον έβγαλε από τις σκέψεις του.

«Ε; Τι συνήθεια;»

«Είσαι υπερβολικά σκεπτικός.» Τον μάλωσε ο Οβελίξ. «Το ξέρω ότι η κατάσταση με τις λεγεωνάριες είναι δύσκολη, αλλά κι εσύ πρέπει να μην ανησυχείς τόσο πολύ. Θα πάθεις τίποτα στο τέλος.»

Τα μάγουλα του Αστερίξ άρχισαν να καίνε, γιατί αντί να επικεντρωθεί στη νέα απειλή εναντίον του χωριού, το μυαλό του όλο γυρνούσε στην Τίνα.


Αφού επιβεβαίωσαν τα καινούρια καμώματα της Ρώμης, ο Οβελίξ και ο Αστερίξ πράγματι τράβηξαν για το χωριό, για να ενημερώσουν τις γυναίκες. Και που τις βρήκαν όλες μαζεμένες; Στο σχολείο, παρακαλώ, όπου παρακολουθούσαν μαγεμένες την επίδειξη μόδας που είχε οργανώσει η ανακατώστρα Βάρδος, με μπουτίκ που ήξερε από τη Λουτέτια.

Κάπως έπρεπε να τις κρατήσει απασχολημένες, για να μην σπάσουν τον φεμινισμό τους από τον φόβο τους για τους Ρωμαίους και επιτρέψουν στους άντρες τους να γυρίσουν για να τις προστατέψουν.

Όταν οι δύο Γαλάτες μπήκαν στο σχολείο και ανακοίνωσαν διακριτικά την παρουσία τους, όλες οι γυναίκες του χωριού γύρισαν τα κεφάλια σαν κουκουβάγιες, κι έμειναν να τους κοιτάνε.

Όμως, αυτά είχε η ζωή στο χωριό. Ήταν γεμάτη ψίθυρους κι επίμονες ματιές, κι ο Αστερίξ ήταν συνηθισμένος. Έτσι που τον βάραιναν ακόμη οι ενοχές του άτιμου ξεσπάσματος του απέναντι στη Μαέστρια, ούτε που του πέρασε από το μυαλό ότι ένα άλλο σκάνδαλο είχε ξεσπάσει πίσω από την πλάτη του, και μάλιστα πολύ διαφορετικό από μια μπουνιά που έφυγε προς τη λάθος κατεύθυνση.


«Τίνααα; Αν δεν είσαι κι εδώ, θα αρχίσω να πιστεύω ότι έγινες πουλί και πέταξες.»

Μέσα στον ύπνο της, η Τίνα μόλις που άκουγε τη γνώριμη φωνή, συνοδευόμενη από το σούρσιμο κάποιου που μπουσουλούσε για να μπει στην σπηλιά της. Είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν επιτέλους την πήρε ο ύπνος, εξαντλημένη από τις ξέφρενες σκέψεις που την βασάνιζαν όλη νύχτα, οπότε τώρα κοιμόταν σαν μενίρ.

«Τίνα;» Ο κάτοχος της φωνής ήταν δίπλα της και έμπηγε το χέρι του στον ώμο της.

Η Τίνα αντέδρασε αντανακλαστικά. Μισοκοιμισμένη ακόμη, τράβηξε το μαχαίρι της και επιτέθηκε στον επισκέπτη, εκφωνόντας αλλαλαγμούς αποφασιστικότητας να του βγάλει το μάτι.

«Τίνα! Ο Αστερίξ είμαι! Ρε Τίνα!!»

«Ε; Ποιος; Α!» Μέσα στο ημίφως της σπηλιάς της, η Τίνα επικεντρώθηκε στα γνώριμα χαρακτηριστικά. Στο ξανθό μουστάκι, στα τραχιά χέρια που την είχαν γραπώσει με γερή λαβή, στο φτερωτό καπέλο που είχε πέσει από το κεφάλι του και κειτόταν στο πάτωμα της σπηλιάς της, αντανακλώντας το λιγοστό φως. Τα γνώριμα μαύρα μάτια την περιεργάζονταν, όμως η Τίνα δεν μπορούσε να κρατήσει το βλέμμα του για πολύ.

Πετάχτηκε όρθια και πισωπάτησε, μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε στο πέτρινο τοίχωμα. «Τι κάνεις εσύ εδώ;! Πως-- πως με βρήκες;»

«Τι πως, ρε Τίνα; Στο δάσος δεν ήσουν, στην παραλία δεν ήσουν, δεν έμεναν και πολλές επιλογές!»

«Α.»

«Ε.» Μέσα στις σκιές, η Τίνα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει την έκφραση του. Είδε μόνο πως ο γαλάτης, ακόμη λίγο λαχανιασμένος από την επίθεση της, σήκωσε το κράνος του, το ξεσκόνισε και το φόρεσε. «Πέρασα και από το χωριό—»

«Το χωριό;» Αναφώνησε αμέσως εκείνη.

«Ναι, παιδί μου, τι έπαθες; Πήγα να ειδοποιήσω για τα καινούρια που μαγειρεύουν οι Ρωμαίοι.»

«Και…» Η Τίνα ξεροκατιάπιε. «Μίλησες με τις γυναίκες;»

«Ε, τι, έτσι θα πήγαινα, να μιλήσω στις πέτρες;»

Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που αναρωτήθηκε αν την άκουγε κι ο Αστερίξ.

Ξανάσκυψε και ένα δεύτερο αντικείμενο γυάλισε στο ημίφως. Είχε μαζέψει από κάτω το μαχαίρι της και το στριφογύριζε στα δάκτυλα του. «Μας φόρτωσαν με τον Οβελίξ με κάθε λογής καλούδια να πάμε στους άντρες τους… Δεν τον έχουν συνηθίσει ακόμη τον φεμινισμό, φαίνεται.»

 «Και…» Συνέχισε εκείνος και ακουγόταν πολύ διστακτικός. «Ίσως… Μπορεί να ήταν κι αυτά που τους είπες εσύ.»

Η Τίνα άφησε τα μάτια της να κλείσουν και δυό δάκρυα δραπέτευσαν από τα μάτια της. «Γι’ αυτό ήρθες;» Ρώτησε με τρεμάμενη φωνή, κι όμως έτοιμη να αναλάβει τις ευθύνες της.

«Ε…» Έκανε ο Αστερίξ διαλλακτικά. Στα αυτιά της έφτασε ο ήχος του μαχαιριού της να προσγειώνεται πάνω στην κουβέρτα της. Είδε την σκιά του να κινείται αργά και σκεπτικά και σε μια ρανίδα φωτός από την είσοδο, η Τίνα είδε πως σκούπιζε τα χέρια του νευρικά πάνω στο παντελόνι του.

Κι εκεί, τα μάτια της έπεσαν μπουκέτο λευκά λουλούδια που κείτονταν σωριασμένα μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς, εκεί που έπεφταν οι ακτίνες του ήλιου.

«Για μένα είναι αυτά;!» Αναφώνησε σοκαρισμένα. "Δεν θα τα φάω!!"

«Ποια; Τι να φας;!»

Η Τίνα σήκωσε το τρεμάμενο δάκτυλο της προς το μπουκέτο με τις λευκές πικροδάφνες, που όταν καταναλώνονταν από το στόμα ή σε τσάι, το δηλητήριο τους ήταν θανατηφόρο.

«Τι λες, βρε Τίνα!» Αναφώνησε αμέσως ο Γαλάτης, προσβεβλημένος. «Γιατί να φας τα λουλούδια;!"

"Νόμιζα ότι ήταν για μένα," ψέλλισε εκείνη, σκουπίζοντας τα ποτάμια ιδρώτα από το πρόσωπο και το λαιμό της. 

"Φυσικά και δεν είναι για σένα! Τι σε έχω να σου φέρνω λουλούδια;!» 

«Ναι, όχι, δηλαδή,» μουρμούρισε εκείνη, κατακόκκινη από ντροπή, «δεν εννοούσα ότι—αυτό, δηλαδή—"

«Απλά τα βρήκα όπως ερχόμουν, μου άρεσαν και τα μάζεψα! Αν είναι δυνατόν, θα αρχίσουμε τώρα να δίνουμε και λουλούδια ο ένας στον άλλον!»

"Φυσικά και δεν θα αρχίσουμε!" Αναφώνησε και η Τίνα, προσπαθώντας να ακουστεί όσο προσβεβλημένη όσο ήταν κι αυτός. "Όμως...;" 

"Τι;" Έκανε ο Αστερίξ, λίγο απότομος ακόμη.

Η Τίνα καθάρισε το λαιμό της. «Πως κι από εδώ;»

«Ε, να....» Ο θυμός του εξαφανίστηκε όσο γρήγορα είχε έρθει. Δεν βοηθούσε καθόλου και το γεγονός ότι η Τίνα βρισκόταν σε υστερική κατάσταση. «Δηλαδή… Ανησυχήσαμε.»

«Ανησ—Ανυσυχήσατε.» Επανέλαβε η Τίνα, μουρμουρίζοντας.

«Ε, ξέρεις. Ο Πανοραμίξ, ο Οβελίξ… ξέρεις, αυτοί που ανησυχούν συνήθως.»

«Α.»

«Κι εγώ ανησύχησα, δηλαδή, έτσι που εξαφανίστηκες. Η Μαέστρια μου είπε πως έφυγες από το χωριό όταν φύγαμε κι εμείς.» Ο Αστερίξ βημάτιζε δεξία κι αριστερά. «Ήσουνα που ήσουνα, τώρα το γύρισες και στις σπηλιές. Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε. Γι’ αυτό ήρθα να σου πω—να σε πάρω από τις κοτσίδες, δηλαδή, για να σε πάω στον Πανοραμίξ. Και στον Οβελίξ που ανησυχεί πάντα ότι δεν τρως καλά όταν δεν είσαι μαζί μας.»

Την ήθελαν. Την συγχωρούσαν. Ο Αστερίξ είχε έρθει να την πάρει. Ήθελε να την βλέπει, παρά το κακό που του έκανε. Δεν τον είχε χάσει για τα καλά.

Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της Τίνας, η πίεση όλων αυτών των ημερών, οι απανωτές απογοητεύσεις, η αφέλεια της που εμπιστεύτηκε τη Μαέστρια, η ύστατη προδοσία της στον Αστερίξ, που τώρα τελευταία έκανε ό,τι μπορούσε για να μην υπάρχουν τσακωμοί μεταξύ τους, όλα ξεχείλησαν, ξέσπασαν επιτέλους. Τα γόνατα της λύγισαν και η πλάτη της Τίνας άρχισε να γλιστράει προς το έδαφος, ενώ το κορμί της αναπηδούσε από τα αναφιλητά.

«Συγγνώμη… μπουχου-μπουχου.» Αλήχτυσε η Τίνα, με το πρόσωπο χωμένο στα μανίκια της.

Κι ο Αστερίξ έμεινε να την κοιτάζει σαν χάνος, πρώτον γιατί το τελευταίο πράγμα που περίμενε ήταν να του ζητήσει συγγνώμη και δεύτερον, γιατί ποτέ ξανά η Τίνα δεν είχε ξεσπάσει σε τόσο φανερά και απαρηγόρητα κλάματα.

«Ρε Πεισματίνα;» Αναφώνησε σαν χαμένος, ενώ οι λυγμοί της μικρής αντιλαλούσαν στα πέτρινα τοιχώματα.

«Όλα σκατά τα έχω κάνει…» Η Τίνα προσπαθούσε να σκουπίσει τους χειμάρρους των δακρύων της. «Πως θα διορθώσω όλες τις βλακείες που έκανα, πως;»

«Έλα, βρε Πεισματίνα, μη κάνεις έτσι…» Ακούστηκε η μαλακιά φωνή του. Μόλις ξεπέρασε το σοκ του, ήρθε και κάθισε δίπλα της. Με μια δεύτερη σκέψη, κόλλησε τον ώμο του στον δικό της. Οι προσπάθειες του να την παρηγορήσει την έκαναν να κλάψει πιο απαρηγόρητα κι ο Αστερίξ αναρωτήθηκε αν έφταιγε που ήταν τόσο ατσούμπαλος.

«Όλοι την πατήσαμε…» Μουρμούρισε. «Να, κι εγώ… Πρώτα της έδωσα το σπίτι μου, μετά έχασα την ψυχραιμία μου… Κι εγώ την πάτησα, σα νιάνιαρο με τύλιξε.»

«Ναι,» Είπε η Τίνα ανάμεσα σε αναφιλητά. «Όλους μας τύλιξε, λυγμ. Εσένα θα άφηνε; Πήγες, όμως, κι εσύ και τυλίχτηκες, δεν κρατήθηκες και καθόλουυυυυ.» Και να σου πάλι τα κλάματα, ενώ έχωσε το πρόσωπο της στον ώμο του.

«Εντάξει, ρε Τίνα, και τα λάθη ανθρώπινα είναι.» Μονολόγησε χαμένα ο Αστερίξ και πριν το καταλάβει, είχε φέρει το χέρι του γύρω της. «Και παρεξηγήσεις γίνανε και γίναμε όλοι μπίλιες, αλλά εδώ είμαστε να τα διορθώσουμε. Δεν είναι λόγος αυτός ξαφνικά να ζεις στις σπηλιές σαν νυχτερίδα.»

«Μα δεν ξέρεις τι έχω κάνειιιι—«

«Ξέρω πολύ καλά τι έχεις κάνει.» Την διέκοψε ο Αστερίξ. «Με υπερασπίστηκες κι εγώ αυτό δεν θα το ξεχάσω.»

Τα μελένια της μάτια έλαμπαν πλημμυρισμένα στο ημίφως, και ο Αστερίξ αισθανόταν παντελώς ανίκανος να την βοηθήσει. Δεν είχε και ένα μαντήλι πάνω του… «Να σου πω τώρα, θα με τρελάνεις τελειώς; Εσύ το καλό του χωριού ήθελες. Μέχρι και διαδήλωση οργάνωσες με τα παιδιά για να γίνει το δημοψήφισμα.» Της είπε, προσπαθώντας να μαζέψει τα δάκρυα της με τα δάκτυλά του. «Τι σε πιάνει, ρε Τίνα, και κατηγορείς τον εαυτό σου για τα πάντα, μου λες; Κανείς δεν σου κρατάει κακία… Οι συγχωριανοί με τόσες μπίρες, ούτε τα ονόματά τους καλά-καλά δεν θυμούνται. Είναι κρίμα να την βγάζεις εδώ. Έλα πάμε.» Της είπε ξαφνικά, κι έκανε να την σηκώσει στα πόδια της.

«Όχι, όχι.» Αποκρίθηκε η Τίνα, γιατί ο Αστερίξ ήταν τόσο καλός και δεν του άξιζε τέτοια μεταχείρηση. 

Ο  Αστερίξ φάνηκε να θέλει να επιμείνει, όμως αφού την είδε να χάνεται πάλι πίσω από τα δάκρυα της, το σκέφτηκε καλύτερα. «Καλά. Αν όχι, τότε όχι.» Αποκρίθηκε, όμως συνέχισε να κάθεται δίπλα της, μέχρι που η μικρή άρχισε να ηρεμεί.

«Τι σχεδιάζουν οι Ρωμαίοι;» Ρώτησε εκείνη τελικά, αν και δυσκολευόταν να συναντήσει τη ματιά του.

Ο Αστερίξ κούνησε το χέρι του στον αέρα, σα να έλεγε, τι τα θες τώρα αυτά. «Έστειλαν μια γυναικεία λεγεώνα να μας κατακτήσει.»

«Τι;» Η Τίνα ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι, σαν ζώο που οσμίζεται το θήραμα, σαν αμαρτωλός που βρίσκει την τελεία ευκαιρία να μετανοήσει. «Τι είπες;»

«Μάλλον μάθανε για τα δράματα μας και τώρα βάλθηκαν να χρησιμοποιήσουν τις αξίες μας εναντίον μας.»

«Εγω.» Μονολόγησε η Τίνα. «Εγώ θα τις ξυλοφορτώσω— Εγώ δεν είμαι άντρας-- Πρέπει να βρω αμέσως τον Πανοραμίξ.» Και πετάχτηκε απάνω τόσο απότομα, που σχεδόν χτύπησε το κεφάλι της στο ταβάνι.

«Κάτσε, ρε Πεισματίνα, κάτσε.» Έκανε ο Αστερίξ, που σηκώθηκε κι αυτός στα πόδια του. «Νομίζεις εγώ δεν το σκέφτηκα;»

«Το σκέφτηκες;» Η Τίνα σταμάτησε αμέσως να μαζεύει τα πράγματα της και του έδωσε την αμέριστη προσοχή της. «Αλήθεια, με σκέφτηκες; Αλήθεια;»

«Εμ, τι.» Είπε ο Αστερίξ, σαν να ήταν δεδομένο. «Όμως, ο Πανοραμίξ…» Σκέφτηκε πως θα μπορούσε να της πει τα δυσάρεστα, γιατί το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν η Πεισματίνα να απομονωθεί πάλι ή να ξεκινήσει πάλι τα κλάματα.

«Δεν θέλει να μου δώσει ζωμό.» Μάντεψε η Τίνα. «Δε με εμπιστεύεται από τότε που σκότωσα τους Ρωμαίους.»

«Απλά…" Ο Αστερίξ ξεφύσηξε. "Θέλει να διερευνήσουμε εναλλακτικές πρώτα, πριν στείλει ένα κορίτσι που έχει υπό την προστασία του να δείρει μια ολόκληρη λεγεώνα.»

«Θα πάω να τον βρω.» Είπε εκείνη και φορτώθηκε την φαρέτρα. Έπειτα στράφηκε και τον κοίταξε στα μάτια. «Μην ανησυχείς, Αστερίξ. Θα τα διορθώσω όλα. Σου το υπόσχομαι. Πάμε.»

Και τον τραβολόγησε έξω από την σπηλιά και προς το φως του ηλίου, ενώ ο Αστερίξ αναρωτιόταν τι στο καλό συνέβαινε μέσα στο κεφάλι της. Ακόμη κι η τρέλα της Πεισματίνας δεν ήταν αρκετή για να δικαιολογήσει τέτοιο ξέσπασμα.

Τουλάχιστον τώρα είχε άλλον ένα σύμμαχο στην όλη ιστορία, κι αυτό ήταν μια σκέψη που τον καθησύχασε προς το παρόν.

Αισιοδοξία γέμιζε τα πανιά της Τίνας. Προς το παρόν, δεν είχε πολλά δικαιώματα αλλά, σύντομα, όλα θα έφτιαχναν. Θα γινόταν ο ήρωας του χωριού και τουλάχιστον αυτό θα ήταν αρκετό για να μπορεί να κοιτάζει τον Αστερίξ στα μάτια.

Ίσως και να έβρισκε τρόπο να του εξηγήσει πως έφτασε στο σημείο να τον εκθέσει έτσι.

Notes:

Πολλά ευχαριστώ στον Κιωνούλη, που ενέκρινε αυτό το κεφάλαιο μετά από διάφορες εναλλακτικές εκδοχές. Ελπίζω να απολαύσατε το τελευταίο δράμα των Γαλατών μας! Δεν έχει ακόμη τελειώσει τίποτα!!